Ο Νικ Χάρκαγουεϊ στο Documento: «Ο Τζον λε Καρέ ήταν ταυτόχρονα πατέρας και παιδί»

«Τη δεκαετία του 1970 ζούσαμε στην ύπαιθρο. Σκεφτείτε ότι υπήρχαν τρία κανάλια στην τηλεόραση, τα οποία άρχιζαν το πρόγραμμά τους το απόγευμα. Περπατούσα, έπαιζα με τον σκύλο, διάβαζα βιβλία. Αυτή ήταν η ζωή μου» λέει ο Νικ Χάρκαγουεϊ

Ο Βρετανός συγγραφέας Νικ Χάρκαγουεϊ μιλά για το λογοτεχνικό σύμπαν του πατέρα του, Τζον λε Καρέ, το οποίο επαναφέρει στο μυθιστόρημα «Η επιλογή του Κάρλα» που μόλις κυκλοφόρησε.

Ο Νικ Χάρκαγουεϊ στα παιδικά του χρόνια ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους που γνώριζαν τα επόμενα βήματα του Τζορτζ Σμάιλι. Στην πραγματικότητα μεγάλωσε μες στο σύμπαν του θρυλικού πράκτορα που επινόησε ο πατέρας του, Τζον λε Καρέ. Τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Λε Καρέ και ο γιος του τιμά τη μνήμη του με ένα νέο μυθιστόρημα με ήρωα τον δημοφιλή πράκτορα. Η υπόθεση του βιβλίου με τίτλο «Η επιλογή του Κάρλα» τοποθετείται την άνοιξη του 1963, όταν πλέον ο πράκτορας Τζορτζ Σμάιλι έχει αποχωρήσει από το Σέρκους και έχει αποφασίσει να αλλάξει ζωή. Οι διεθνείς εξελίξεις όμως είναι ραγδαίες και αναγκάζεται να επιστρέψει στη δράση. Το μυθιστόρημα του Νικ Χάρκαγουεϊ τοποθετείται χρονικά ανάμεσα σε δύο εμβληματικά έργα του Λε Καρέ, το «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» και το «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι».

Στην επικοινωνία που είχαμε είπε πως δεν ήταν συνειδητή απόφαση να γίνει συγγραφέας. Αρχικός του στόχος ήταν να ασχοληθεί με τα περιβαλλοντικά νομικά ζητήματα ή να γίνει διαπραγματευτής. «Οταν όμως αποφοίτησα δεν ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές, ήθελα να βγω στον κόσμο. Ετσι εργάστηκα στον χώρο του κινηματογράφου, έναν φανταστικό κόσμο που όμως έχει πολύ αληθινούς και σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους», όπως τονίζει. Το γράψιμο ήρθε σταδιακά στη ζωή του και όταν μυήθηκε σ’ αυτό δεν γύρισε ποτέ να κοιτάξει πίσω – έχει εκδώσει άλλα επτά μυθιστορήματα. «Κάπως έτσι ο κόσμος γλίτωσε από έναν φριχτό δικηγόρο» λέει χαρακτηριστικά.

Από ποια ηλικία θυμάστε να αναφέρεται στο περιβάλλον σας το όνομα Τζορτζ Σμάιλι;

Δεν είμαι σίγουρος. Είναι σαν να με ρωτούν πότε φόρεσα για πρώτη φορά παπούτσια. Ηταν πάντα εκεί. Ο Σμάιλι ήταν πάντα κομμάτι της ζωής μου. Γεννήθηκα το 1972 και σε όλη τη δεκαετία του 1970 ο πατέρας μου έγραφε τα βιβλία του. Συνήθιζε να γράφει νωρίς το πρωί και να διαβάζει στη μητέρα μου την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους, ενώ συνομιλούσαν για το κείμενο. Ετσι, την εποχή που άρχιζα να μιλάω άκουγα καθημερινά ενενήντα λεπτά Σμάιλι.

Πώς αποφασίσατε να τον ξαναβάλετε σε δράση;

Λόγω της σχέσης που σας περιέγραψα μου ήταν πολύ φυσικό να επιστρέψω σε εκείνον. Με φυσικό τρόπο ήρθε και η ανάγκη να τον ταρακουνήσω και να του πω «έλα, Τζορτζ, προέκυψε δουλειά». Ωστόσο δεν ήταν απολύτως δική μου απόφαση. Οταν κληρονομήσαμε το λογοτεχνικό έργο του πατέρα μας, λάβαμε επίσης μια επιστολή με την οποία ζητούσε να διασφαλίσουμε ότι ο κόσμος θα συνεχίσει να διαβάζει τα βιβλία του. Σήμερα δεν είναι εύκολο να μείνουν τα βιβλία για καιρό στα βιβλιοπωλεία, στις βιβλιοθήκες και να εντυπωθούν στους αναγνώστες. Στην εποχή μας ακόμη και το έργο μιας ολόκληρης ζωής μπορεί να ξεχαστεί.

Πώς μπορεί να αποφευχθεί αυτό;

Ο πιο σίγουρος τρόπος είναι να κυκλοφορούν νέα βιβλία. Κάπως έτσι αρχίσαμε να σκεφτόμαστε την έκδοση ενός νέου μυθιστορήματος με ήρωα τον Σμάιλι και ο αδερφός μου με ρώτησε αν θα το έγραφα. Είχα την εντύπωση πως δεν θα μπορούσα να αναλάβω κάτι τέτοιο. Ομως τη στιγμή που μου το ζήτησαν συνειδητοποίησα πως όλοι οι λόγοι εξαιτίας των οποίων δεν μπορούσα να το κάνω έκαναν το εγχείρημα συναρπαστικό – δημιουργικά μιλώντας.

Παρ’ όλα αυτά η αρχική ιδέα ήταν να γραφτεί το βιβλίο από άλλο συγγραφέα. Γιατί;

Από φόβο και αμφιβολία. Εχει σχέση με τους «καλούς τρόπους» των Βρετανών. Δεν μπορείς να προτείνεις τον εαυτό σου. Επίσης είχε περάσει μιάμιση δεκαετία κατά την οποία είχα πάρει αποστάσεις συγγραφικά από τον πατέρα μου. Το να γράψω ένα βιβλίο για τον Σμάιλι θα τίναζε στον αέρα αυτή την προσπάθεια. Κατά κάποιον τρόπο βέβαια με το βιβλίο αυτό η απόσταση έγινε πιο σαφής.

Γιατί τοποθετείτε την πλοκή το 1963;

Το 1963 είναι η χρονιά στην οποία κορυφώνεται ο Ψυχρός Πόλεμος, αμέσως μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας και το Τείχος. Είναι επίσης η φάση που ακολουθεί μετά τον «Κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο». Εκεί υπάρχει κενό στο αφηγηματικό σύμπαν του Σέρκους, που εκτείνεται –αν και οι ημερομηνίες είναι λίγο ρευστές– έως το 1972, τη χρονιά δηλαδή που εκτυλίσσεται το «Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι». Αυτά τα εννέα χρόνια που μεσολαβούν στην ιστορία του Σμάιλι είναι αρκετά για να συμβεί οτιδήποτε.

Για τον πατέρα σας ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν το πλαίσιο της εποχής. Πώς ήταν για σας να γράφετε για εκείνη την περίοδο γνωρίζοντας την έκβαση της ιστορίας;

Η ιστορία του βιβλίου όταν έγραφε ο πατέρας μου εξελισσόταν σε παρόντα χρόνο. Στην πραγματικότητα σε κάθε περίπτωση η μυθοπλασία πραγματεύεται το παρόν, είτε διαδραματίζεται στην προϊστορία είτε στο απώτερο μέλλον. Ακόμη κι αν η πλοκή τοποθετείται στο παρελθόν, είμαστε αυτοί που είμαστε όταν διαβάζουμε. Φέρουμε το παρόν μας. Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επισκεπτόμαστε το πραγματικό παρελθόν: επισκεπτόμαστε το Σέρκους, τον κόσμο του Σμάιλι, και η χρονιά τυχαίνει να είναι το 1963. Δεν θα πάμε να δούμε τους Beatles να παίζουν μουσική, θα πάμε στους κρυφούς χώρους, στα σκοτάδια της κατασκοπείας, επομένως είναι λιγότερο ένα ιστορικό μυθιστόρημα και περισσότερο η ιστορία ενός άλλου κόσμου. Γνωρίζω καλά πώς είναι να χτίζεις κόσμους και να τους προσδίδεις αληθοφάνεια.

Εκ πρώτης όψεως ο Τζορτζ Σμάιλι είναι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων στα όρια του καταθλιπτικού ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά σε μυθιστόρημα το 1961. Οκτώ χρόνια πριν είχε κάνει την παρθενική του εμφάνιση ο Τζέιμς Μποντ, ένας πράκτορας υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του. Πιστεύετε ότι ο πατέρας σας έφτιαξε τον ήρωά του στον αντίποδα εκείνου του Ιαν Φλέμινγκ;

Ναι, έτσι νομίζω. Του έφερνε αμηχανία αυτός ο τέλειος ήρωας όταν όλοι γύρω του ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι με πολλά ελαττώματα. Ο Μποντ είναι πρότυπο ισχύος και ρώμης και πάντα καταφέρνει να βρίσκει λύση. Γι’ αυτό τον αγαπάμε. Στην πραγματική ζωή όμως βιώνουμε κάτι διαφορετικό. Τα προβλήματά μας επιμένουν. Σε αυτό μοιάζουμε περισσότερο με τον Σμάιλι.

Πώς θυμάστε τον πατέρα σας;

Εχω πολλές αναμνήσεις. Τον θυμάμαι να γελάει σκανδαλιάρικα. Εχω μνήμες από στιγμές που συζητούσε με ζέση για την πολιτική με τους φίλους του, τον θυμάμαι να αγκαλιάζει τη μητέρα μου, να με σηκώνει όταν έπεφτα. Ηταν πατέρας. Ηταν επίσης και παιδί, δηλαδή ευχαριστιόταν εύκολα, πληγωνόταν εύκολα. Ηταν ταυτόχρονα απερίσκεπτος και εκπληκτικά σοφός. Μια από τις πρώτες μου αναμνήσεις ήταν η στιγμή που πάτησε ένα κομμάτι από κάτι ρωσικές κούκλες. Ηταν ένα μικρό κίτρινο ξύλο σε σχήμα φασολιού με ένα πρόσωπο ζωγραφισμένο πάνω του. Θυμάμαι σαν τώρα πώς θύμωσε με τον εαυτό του, διότι ένιωσε αδέξιος, ένας γελοίος γίγαντας. Ενιωσε ευάλωτος. Κι από την άλλη τον θυμάμαι κομψό και χαρισματικό στον λόγο και στη σκέψη.

Πώς ήταν όταν έγραφε;

Προσηλωμένος. Χαμένος στον κόσμο του. Το ξέρω αυτό το συναίσθημα!

Σας παρότρυνε να διαβάσετε;

Δεν χρειαζόταν να με ενθαρρύνουν. Τη δεκαετία του 1970 ζούσαμε στην ύπαιθρο. Σκεφτείτε ότι υπήρχαν τρία κανάλια στην τηλεόραση, τα οποία άρχιζαν το πρόγραμμά τους το απόγευμα. Περπατούσα, έπαιζα με τον σκύλο, διάβαζα βιβλία. Αυτή ήταν η ζωή μου.

Εχετε πει παλιότερα ότι με τον πατέρα σας δεν μιλούσατε για τη συγγραφή.

Μιλούσα για οτιδήποτε, δεν με ένοιαζε το θέμα. Μιλούσα για τη συγγραφή, την πολιτική, το γκολφ. Κανένας μας δεν έδινε δεκάρα για το γκολφ, αλλά αν το να μιλάμε για γκολφ σήμαινε ότι θα περνούσαμε μια ώρα μαζί, μιλούσαμε για γκολφ. Μου λείπει. Σχετικά με τη συγγραφή, είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν μου έδωσε απευθείας οδηγίες. Ομως έμαθα βλέποντας. Με κάθε ανάσα του μου έδειχνε πώς γίνεται.


INFO
Το μυθιστόρημα «Η επιλογή του Κάρλα» του Νικ Χάρκαγουεϊ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell σε μετάφραση της Βεατρίκης Καντζόλα-Σαμπατάκου