Το νομοσχέδιο που έφερε η κυβέρνηση της ΝΔ στη Βουλή, με τον τίτλο «Ρύθμιση Οφειλών και Παροχή Δεύτερης Ευκαιρίας», τυπικά δικαιολογεί το όνομά του αφού:
Πρώτον, προβλέπει την εισαγωγή ενός νέου εξωδικαστικού μηχανισμού που μπορεί να οδηγήσει σε ευνοϊκή ρύθμιση ή και σε μερικό «κούρεμα» των οφειλών προς τις τράπεζες, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και
Δεύτερον αυτές οι ρυθμίσεις ή τα κουρέματα μπορούν με τη με τη σειρά τους, να συντελέσουν ώστε ο κάθε επιχειρηματίας, ή επαγγελματίας, ή ακόμη κι ο απλός μισθωτός δανειολήπτης, μέσα σε μια τριετία να ξεμπερδέψει με το βάρος της ισόβιας υπερχρέωσης.
Όμως δεύτερη ευκαιρία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Κι αυτό λόγω των όρων του νομοσχεδίου που είναι τόσο ετεροβαρείς υπέρ των τραπεζών και των funds και τόσο συντριπτικοί σε βάρος κάθε αδυνάμου μέρους της ελληνικής επιχειρηματικότητας και κοινωνίας, που δεν είναι τυχαίο ότι το σύνολο των μη τραπεζικών φορέων που μίλησαν στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής (δικηγόροι, ενώσεις προστασίας καταναλωτών και δανειοληπτών, επαγγελματικά και βιοτεχνικά επιμελητήρια κλπ) την περασμένη Παρασκευή προέβλεψαν ότι ο νέος Πτωχευτικός θα σαρώσει τη μικρή επιχειρηματικότητα και θα φτωχοποιήσει περαιτέρω όλους όσους δεν ανήκουν στον όμιλο των ισχυρών και πετυχημένων.
Το κλειδί είναι στην ελληνική – ουσιαστικά ΝΔκρατική – «καινοτομία» της κατάργησης της αρμοδιότητας των δικαστηρίων να έχουν λόγο ως προς το δίκαιο ή το άδικο της κατάληξης μιας οικονομικής διαφοράς μεταξύ δύο ή περισσότερων ιδιωτών (ενός πολίτη ή επιχειρηματία και μιας ή περισσότερων τραπεζών). Τέτοια πρόβλεψη ούτε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ούτε στις ΗΠΑ υπάρχει. Ο κανόνας είναι τα δικαστήρια να λαμβάνουν τις αποφάσεις. Όπως ακριβώς γινόταν στο νόμο Κατσέλη, όπου το δικαστήριο άκουγε και τις δυο πλευρές και με κάποιους όρους έλυνε την οικονομική διαφορά με μια απόφαση δεσμευτική και για τις δυο πλευρές, δηλ. και για τις τράπεζες. Όμως, στο νέο Πτωχευτικό, η απόφαση που παράγει το αποτέλεσμα παίρνεται μονομερώς από την τράπεζα, χωρίς καμιά λογοδοσία, ενώ το δικαστήριο αναλαμβάνει μόνο τη διεκπεραίωση της πτώχευσης ως παρακολούθημα της τράπεζας. Ο τραπεζίτης τα παίρνει όλα, ο οφειλέτης είναι από χέρι χαμένος. Με ποιο τρόπο;
Έστω ένας επιχειρηματίας ή απλός δανειολήπτης σε δυσκολία πληρωμής. Αν κάνει αίτηση για ρύθμιση οφειλών, η τράπεζα ή το fund αποφασίζει όπως θέλει αν θα του τη δώσει ή όχι. Αν δεν τη δώσει, ο άνθρωπος καταλήγει στην πτώχευση, χάνει όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, ακόμη και την πρώτη κατοικία του, ακόμη και ένα μέρος του ετήσιου εισοδήματος που μετατρέπεται σε «πτωχευτική περιουσία», πράγμα που στην πράξη σημαίνει άρση του ακατάσχετου μισθού και συντάξεων, με μόνη προστασία το όριο των εύλογων δαπανών διαβίωσης στα 540 ευρώ το άτομο. Δικαστής στην πραγματικότητα έγινε η τράπεζα, το ειρηνοδικείο αργότερα θα επισφραγίσει την πτώχευση.
Το ίδιο αποτέλεσμα παράγεται και αντίστροφα, από τη στιγμή που ο νέος νόμος δίνει τη δυνατότητα σε οποιοδήποτε πιστωτή, έστω κι έναν, μια τράπεζα ή ένα fund, να οδηγήσει έναν μικρό επιχειρηματία στην πτώχευση, ακόμη και με υγιή επιχείρηση, ακόμη κι αν εξυπηρετεί τα επαγγελματικά του δάνεια, πληρώνει εφορία, Ασφαλιστικά Ταμεία, προμηθευτές αλλά π.χ. έχει καθυστερήσει μεγάλο μέρος των δόσεων ενός στεγαστικού.
Τι υπάρχει στο βάθος του ορίζοντα του Νέου Πτωχευτικού; Το σφίξιμο της θηλιάς στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με σκοπό τη γρήγορη εκκαθάριση της αγοράς προς όφελος της συγκέντρωσης των δραστηριοτήτων σε όλο και λιγότερα και ισχυρότερα χέρια, όπως θέλει το σχέδιο Πισσαρίδη. Η ανεξέλεγκτη εξάπλωση των πτωχεύσεων στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, προς όφελος του ισχυρότερου μέρους που είναι οι τράπεζες και τα funds, για να «καθαρίσουν» από τα κόκκινα δάνεια και να χρηματοδοτήσουν, κάποτε… την ανάπτυξη.