Ο νεοφιλελευθερισμός εισβάλλει σε σχολεία και πανεπιστήμια

Η Τετάρτη, 28 Ιουνίου, ξεκίνησε με αφόρητη ζέστη, ανυπόφορη κακοσμία και δίχως ελπίδα για κάποια βελτίωση στα δύο μέτωπα. Η μέρα έφτιαξε στο κέντρο της Αθήνας και συγκεκριμένα στο ιστορικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά και στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, τα οποία έως και την Κυριακή 2 Ιουλίου, στέγαζαν το έβδομο Διεθνές Συνέδριο Κριτικής Εκπαίδευσης, διάρκειας πέντε ημερών, με θέμα την «Επανεξέταση εναλλακτικών πολιτικών στον νεοφιλελευθερισμό στην εκπαίδευση».

Δεν πρόκειται για ένα ακόμη συνέδριο στο οποίο συγκεντρώνονται ορισμένοι ακαδημαϊκοί και μοιράζονται τις απόψεις και την έρευνά τους. Πρόκειται για μια σύμπραξη επιφανών καθηγητών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, με προπτυχιακούς, μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς φοιτητές αλλά και εκπροσώπους κοινωνικών κινημάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων που συναντιούνται μία φορά τον χρόνο, παρουσιάζουν το έργο τους, συνδιαλέγονται, ενίοτε διαφωνούν, αλλά πάντα προτείνουν εναλλακτικές θεωρήσεις και λύσεις. «Στόχος μας είναι η αντίσταση. Δεν μας ενδιαφέρει να δημοσιεύουμε απλώς άρθρα και να μεμψιμοιρούμε για τους δύσκολους καιρούς» υποστηρίζει ο Βρετανός πανεπιστημιακός και ακτιβιστής Ντέιβ Χιλ, ο οποίος μαζί με τον Ελληνα συνάδελφό του Κώστα Σκορδούλη συνέλαβαν και υλοποίησαν για πρώτη φορά το 2010 την ιδέα του Συνεδρίου Κριτικής Εκπαίδευσης.

Στα πολύ θετικά του συνεδρίου συγκαταλέγεται ο κατεξοχήν διεθνής χαρακτήρας του, με τους συνέδρους να έρχονται από τη μακρινή Αυστραλία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ και από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Πολωνία, η Βρετανία και η Τουρκία, ενώ η ελληνική παρουσία είναι επίσης σημαντική. Αξιοσημείωτη όμως είναι και η ποικιλία στο υπόβαθρο των συμμετεχόντων, οι οποίοι εκπροσωπούν διαφορετικά επίπεδα του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και κινήματα, εργατικά και κοινωνικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η συμμετοχή τεσσάρων εκπροσώπων του κινήματος των «Αγανακτισμένων» το 2011.

Στο φετινό συνέδριο δόθηκε προσοχή, μεταξύ άλλων, στις αφηγήσεις των καταπιέσεων που δέχονται οι Τούρκοι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι πέραν του εαυτού τους καλούνται να προστατέψουν και τους μαθητές τους από το καθεστώς καθημερινών διώξεων του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Λόγος έγινε και για την ποινικοποίηση του σώματος στην Αμερική και τη διαφορετικότητα που τιμωρείται, με συγκεκριμένα παραδείγματα καθημερινής καταπίεσης μαθητών, φοιτητών και εκπαιδευτικών, τα οποία παρουσίασε η πανεπιστημιακός Παναγιώτα Γούναρη.

«Στην Ελλάδα, υπάρχουν πολύ καλές ερευνητικές ομάδες που ασχολούνται με την κριτική παιδαγωγική, η οποία είναι εξαιρετικά επίκαιρη, καθώς ανοίγει το θέμα της εκπαίδευσης των προσφύγων» μας είπε ο κ. Σκορδούλης. «Θα πρέπει, επομένως, να διαμορφώσουμε μία πολιτική ως επιστημονική κοινότητα για το θέμα αυτό. Αλλά και να τοποθετηθούμε απέναντι στο ζήτημα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που ασκείται στην εκπαίδευση – και από αυτή την κυβέρνηση, για να είμαστε ειλικρινείς» υποστήριξε.

Οσον αφορά την κριτική εκπαίδευση, μας εξήγησε ότι σκοπός της είναι «ο μετασχηματισμός της συνείδησης του μαθητή με στόχο την απελευθέρωσή του από ό,τι περιορίζει την ανάπτυξή του ως ατόμου και ως συλλογικότητας. Στόχος του συνεδρίου είναι η περαιτέρω προώθηση της κριτικής εκπαίδευσης στην Ευρώπη, η οποία είναι πολύ διαδεδομένη στις ΗΠΑ».

Στο Documento που παρακολούθησε το Συνέδριο Κριτικής Εκπαίδευσης, το οποίο φέτος επέστρεψε εκεί όπου ξεκίνησε, στην Αθήνα, μίλησαν πέντε καθηγητές πανεπιστημίου από την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Βρετανία, την Ιρλανδία και τις ΗΠΑ.

Γκραντ Μπάνφιλντ

«Εκπαίδευση και καπιταλισμός, δύο έννοιες αντίθετες»

Ο Γκραντ Μπάνφιλντ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Φλίντερς της Αυστραλίας, ειδικεύεται στην κοινωνιολογία και τη φιλοσοφία της εκπαίδευσης, ενώ πριν από την ακαδημαϊκή του καριέρα ήταν καθηγητής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τον ρωτήσαμε τι θέση έχει η εκπαίδευση στον αγώνα κατά του κεφαλαίου, τον οποίο ο ίδιος συνδέει άρρηκτα με τον αγώνα υπέρ της ανθρωπότητας. Μας εξήγησε ότι «κάθε εκπαιδευτικό σύστημα που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να είναι αντικαπιταλιστικό. Γιατί ο καπιταλισμός ακυρώνει την ουσία της εκπαίδευσης, σφραγίζει το μυαλό, αγοράζει και πουλά ανθρώπους, δημιουργεί εμπορεύματα από τα πάντα. Συνεπώς, η εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι πραγματική εκπαίδευση αν είναι υπέρ του καπιταλισμού. Πρόκειται για αντίφαση».

Συνέχισε λέγοντας ότι «η ουσία του ανθρώπου είναι ο σκοπός του. Η ανθρωπότητα εφηύρε τη θρησκεία για να βρει έναν σκοπό. Ο δικός μου θεός είναι οι άνθρωποι και ο ανθρωπισμός. Και η εκπαίδευση πρέπει να δίνει σκοπό στον άνθρωπο. Οχι όμως λανθασμένο σκοπό, αλλά ρεαλιστικό. Να προσφέρει ρεαλιστική ουτοπία. Η εκπαίδευση πρέπει να δημιουργεί στιγμές που επιτρέπουν στον καθένα μας να παίρνει μια γεύση του τι είναι ή τι θα μπορούσε να είναι η ουτοπία. Ο καπιταλισμός είναι παντελώς απών σε αυτές τις στιγμές».

Τον ρωτήσαμε αν από την εμπειρία του ο φιλελευθερισμός επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο τα διάφορα επίπεδα της εκπαίδευσης. «Σίγουρα» μας απάντησε. Συνέχισε εξηγώντας ότι «ο φιλελευθερισμός είναι ένα πολιτικό σχέδιο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης με στόχο ολόκληρη η κοινωνία να δουλεύει γι’ αυτήν. Και αυτό το πολιτικό σχέδιο επιβάλλεται στους διαφορετικούς θεσμούς με διαφορετικούς τρόπους. Στο πανεπιστήμιο στο οποίο εργάζομαι ο αντίκτυπός του είναι πολύ μικρότερος σε σχέση με άλλους χώρους εργασίας. Ομως στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση οι δάσκαλοι είναι περισσότερο αυτόνομοι και μπορούν να παίρνουν αποφάσεις, όπως κάθε δάσκαλος οφείλει να παίρνει. Θα πίστευε κανείς ότι εγώ, ως καθηγητής πανεπιστημίου, θα είχα μεγάλη αυτονομία. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει ως γενικό πλαίσιο. Πλέον μου λένε σε ποια επιστημονικά περιοδικά πρέπει να δημοσιεύσω το έργο μου. Γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να παρουσιάζω και διαφορετικά τις θέσεις μου για να γίνονται αποδεκτές. Επομένως, έχω χάσει σε σημαντικό βαθμό την αυτονομία μου. Ο αντίκτυπος του φιλελευθερισμού είναι διαφορετικός αναλόγως του χώρου εργασίας και της χρονικής περιόδου».

Γουέιν Ρος

«Οι ανυπάκουοι είναι σημάδι υγιούς δημοκρατίας»

Ο Γουέιν Ρος, καθηγητής του επιφανούς Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολούμπια στον Καναδά, δημοσίευσε φέτος το βιβλίο του στο οποίο αναφέρθηκε στην ανάγκη ανυπακοής των πολιτών στην επιβολή ενός συγκεκριμένου τρόπου σκέψης.

Τον ρωτήσαμε πώς η έννοια του «επικίνδυνου πολίτη» συνδέεται με τον ρόλο της εκπαίδευσης στη διαμόρφωση ενεργών ανθρώπων που διεκδικούν ένα ισότιμο και δημοκρατικό μέλλον. «Ως επί το πλείστον, τα σχολεία καταρτίζουν τους μαθητές με σκοπό να κατανοήσουν τον κόσμο με συγκεκριμένο τρόπο και να τον αποδεχτούν όπως είναι» μας απάντησε. Και συνέχισε: «Πρόκειται περισσότερο για κατήχηση. Οι δημοκρατικές διαδικασίες παγιδεύονται μέσα στα όρια της συγκεκριμένης ερμηνείας του κόσμου. Σημάδι μιας υγιούς δημοκρατικής κοινωνίας είναι η ανυπακοή των πολιτών. Γιατί πού μας έχει οδηγήσει η υπακοή μας; Σε μέτρα λιτότητας, σε μεγάλες ανισότητες ακόμη και στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου, τις ΗΠΑ, όπου περίπου το ένα τέταρτο των ενήλικων Αφροαμερικανών βρίσκεται στη φυλακή».

Ο κ. Ρος δεν είναι υπέρ της προώθησης «μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας ή πολιτικής, αλλά υπέρ του να δείξουμε στους φοιτητές ότι υπάρχουν ποικίλες ιδέες οι οποίες μπορούν να εξηγήσουν την κοινωνία και διαφορετικές ερμηνείες της ιστορίας. Οι φοιτητές πρέπει να κατανοήσουν ότι αναλόγως του στόχου που έχει ο καθένας σε σχέση με την κατεύθυνση που θεωρεί ότι πρέπει να πάρει η κοινωνία, αναπτύσσει και ανάλογη οπτική. Ωστόσο, μέσω του διαλόγου εμπλουτίζεται η κοσμοθεωρία όλων».

Συνεχίζει επισημαίνοντας ότι «ως επί το πλείστον, το σχολείο δεν αποδέχεται την αντιπαράθεση. Επίσης, προσπαθεί να παρουσιάσει την ιδεολογία ως αλήθεια. Και σε αυτό εγώ είμαι αντίθετος» καταλήγει.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα «επικίνδυνων» πολιτών θεωρεί τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι αποτελούν και «θύματα πολιτικής προπαγάνδας. Οι άνθρωποι που είναι πιο πειθήνιοι, που δεν δραστηριοποιούνται είναι πιο καλοδεχούμενοι. Οι καθηγητές είναι επικίνδυνοι καθώς μπορούν να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο οι φοιτητές δημιουργούν μια εναλλακτική θεώρηση του κόσμου. Οταν εκθέτουμε τον εαυτό μας σε διαφορετικές κοσμοθεωρίες και ερμηνείες της ιστορίας, τις φιλτράρουμε και ρωτάμε τον εαυτό μας “τι πιστεύω εγώ;”, τότε γινόμαστε επικίνδυνοι πολίτες».

Είναι αρκετή η αποδοχή της ύπαρξης διαφορετικών οπτικών; Ο κ. Ρος είναι κάθετος. «Πρέπει ακόμη να συνειδητοποιήσουμε ότι πέραν του να κατανοήσουμε τον κόσμο, μπορούμε και να δράσουμε για να τον αλλάξουμε. Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι κάθε αντίληψη μπορεί να γίνει είτε καταπιεστική είτε κριτική. Τούτου λεχθέντος, ο κίνδυνος της σύγκρουσης διαφορετικών αντιλήψεων είναι μικρότερος του κινδύνου που προέρχεται από την επικράτηση μίας και μόνο ιδεολογίας».

Ντέιβ Χιλ:

«Είναι διαστροφή ότι η εκπαίδευση αποτελεί πλέον εμπόρευμα»

Ο Ντέιβ Χιλ, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μίντλσεξ στο Λονδίνο και ένας εκ των δύο διοργανωτών του Διεθνούς Συνεδρίου Κριτικής Εκπαίδευσης, μας αυτοσυστήνεται ως «επαναστατικός μαρξιστής».

Τον ρωτήσαμε πώς έχει εξελιχθεί το συνέδριο σε σχέση με τον πρώτο χρόνο διεξαγωγής του και σε τι συνίσταται η επιτυχία του. «Ο αριθμός των συμμετεχόντων έχει αυξηθεί και το συνέδριο έχει διεθνοποιηθεί ακόμη περισσότερο. Ωστόσο, πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του είναι ότι είμαστε πολύ ανοιχτοί σε νέα μέλη. Σκόπιμα ενθαρρύνουμε τη συμμετοχή προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών, πέραν των επιφανών πανεπιστημιακών. Επιδιώκουμε το συνέδριο να μην είναι ελιτίστικο. Εχουμε ακτιβιστές από κοινωνικά κινήματα και εκπροσώπους συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αυτό σημαίνει ότι δεν κλεινόμαστε στον γυάλινο πύργο μας. Είμαστε αποφασισμένοι να είμαστε ακτιβιστική οργάνωση, όχι απλώς ομάδα ανταλλαγής απόψεων» μας απάντησε.

Οσον αφορά τον νεοφιλελευθερισμό στην εκπαίδευση, ο κ. Χιλ υποστήριξε ότι «πρόκειται απλώς για μια μορφή του καπιταλισμού. Σκοπός του κεφαλαίου είναι να εισβάλει σε κάθε σφαίρα της ύπαρξης. Επομένως, είναι αναπόφευκτη η εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, της υγείας, ακόμη και της σεξουαλικότητας. Οι ρεφορμιστές σοσιαλδημοκράτες προσπαθούν ενίοτε να βάλουν φρένο σε αυτή την εμπορευματοποίηση, την καταναλωτική κουλτούρα. Αλλά στο τέλος υποχωρούν στα αιτήματα των καπιταλιστών. Τέλειο παράδειγμα αποτελούν ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά το ίδιο έχει ήδη συμβεί πολλές φορές. Πρέπει να ξεπεράσουμε τον καπιταλισμό και να αγωνιστούμε υπέρ των μεταρρυθμίσεων».

Συνεχίζει λέγοντας ότι «είναι διαστροφή το γεγονός ότι η εκπαίδευση αποτελεί πλέον εμπόρευμα αντί κοινωνικής προσπάθειας προώθησης του ανθρωπισμού, της κοινωνικής συνοχής και της προσωπικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Σήμερα τα σχολεία και τα πανεπιστήμια προσπαθούν να μετατρέψουν τους πολίτες σε μάζα. Αλλά αυτό δεν στέφεται με επιτυχία. Γιατί, όπως είπε και ο Γκράμσι, “είμαστε όλοι διανοούμενοι”. Ολοι μπορούμε να αναπτύξουμε κριτική σκέψη».

Οσον αφορά τη διεθνή αντίσταση, ο κ. Χιλ πιστεύει ότι «δεν είναι αρκετή, αλλά γίνεται πιο ισχυρή από όλη την κοινωνία. Πιστεύω ότι μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 η κατεύθυνση του ανέμου έχει αλλάξει, η μαζική αντίληψη έχει αλλάξει».

Μάρνι Χόλμποροου

«Η Ιρλανδία αντιδρά, τα πανεπιστήμιά της παραμένουν σιωπηλά»

Στη συζήτησή μας με τη Μάρνι Χόλμποροου, συνεργάτιδα καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου (DCU) με μεγάλο συγγραφικό έργο στις σχέσεις πολιτικής και γλώσσας, τη ρωτήσαμε κατά πόσο οι Ιρλανδοί προσαρμόζονται στην αυξανόμενη ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων. «Υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ των δραματικών μέτρων λιτότητας που επιβλήθηκαν κυρίως στα εργατικά στρώματα και την αντίδραση των πανεπιστημίων, τα οποία παραμένουν σιωπηλά» υποστήριξε.

Συνέχισε παρατηρώντας ότι «η νεοφιλελεύθερη ατζέντα έχει εδραιωθεί για τα καλά, συνοδευόμενη από δραματικές περικοπές της τάξης του 30% στη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, με αρνητικές επιπτώσεις για την τσέπη των φοιτητών, οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν τα δίδακτρα. Ενδιαφέρον προκαλεί το γιατί τα πανεπιστήμια –κι αυτό δεν αφορά αποκλειστικά την Ιρλανδία νομίζω– παραμένουν τόσο ήσυχα παρά την επίθεση του νεοφιλελευθερισμού. Υπάρχουν βέβαια κάποιες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, όπως αυτή του Αμστερνταμ, όπου υπήρξαν διαδηλώσεις».

Σύμφωνα με την κ. Χόλμποροου, «στην Ιρλανδία οι φοιτητές είναι πιο δραστήριοι όσον αφορά τη νομοθεσία για τη σεξουαλική ταυτότητα και τις εκτρώσεις. Σχετικά με την εκπαίδευση είναι σιωπηλοί και οι πανεπιστημιακοί κλείνονται στο καβούκι τους, ενώ ο νεοφιλελεύθερος λόγος έχει ενσωματωθεί στο λεξιλόγιό τους. Είναι επιτακτική ανάγκη να εξετάσουμε αυτήν τη συμμόρφωσή τους με το κατεστημένο».

«Από την άλλη, έχει υπάρξει μεγάλη αντίσταση στην Ιρλανδία» συνεχίζει. «Τα πανεπιστήμια όμως δεν συμμετείχαν. Είχαμε έντεκα μεγάλες κινητοποιήσεις τα τελευταία τέσσερα χρόνια για τα τέλη ύδρευσης, με αποτέλεσμα οι αρχές να τα αποσύρουν εντελώς. Πρόκειται για μια νίκη, κάτι που δεν συνηθίζεται στις μέρες μας».

Αναφορικά με την ανάγκη συμμετοχής των πανεπιστημιακών σε κινήματα αντίστασης, η κ. Χόλμποροου είναι σύμφωνη: «Τη δεκαετία του ’60 οι ακαδημαϊκοί θεωρούσαν την πολιτική μέρος της δημόσιας εικόνας τους. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ της έρευνας των ακαδημαϊκών και των πολιτικών τεκταινομένων. Μια εξήγηση βρίσκεται στο ότι τα ιρλανδικά πανεπιστήμια είναι ακόμη αρκετά ελιτίστικα, δεδομένου ότι μόνο το 15% των εργατικών στρωμάτων στέλνει τα παιδιά του στο πανεπιστήμιο. Επιπλέον, ιστορικά οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι πληρώνονται πολύ καλά σε σύγκριση με άλλες χώρες, όπως η Βρετανία. Αυτό βέβαια έχει αρχίσει να αλλάζει τον τελευταίο καιρό. Μπορεί να οδηγήσει σε κινητοποιήσεις. Οπως και το γεγονός ότι υπάρχουν πλέον πολλοί συμβασιούχοι (50%). Ωστόσο, μεγάλο εμπόδιο αποτελούν τα συνδικάτα, τα οποία έχουν υποκλιθεί στην κυβερνητική πολιτική και βοηθούν την προώθησή της. Είναι τρομερό!».

Παναγιώτα Γούναρη

«Θέλω να μάθω στους φοιτητές μου να σκέφτονται, όχι πώς ακριβώς να σκέφτονται»

Η Παναγιώτα Γούναρη, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, ειδικεύεται στην κριτική παιδαγωγική και είναι πολυγραφότατη. Με αφορμή την ομιλία της, όπου εξήγησε πώς ο «αυταρχικός καπιταλισμός», ο οποίος προϋπήρχε στο εκπαιδευτικό σύστημα των ΗΠΑ, έχει αρχίσει να οργιάζει μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, τη ρωτήσαμε αν η αμερικανική κοινωνία αντιδρά. «Στην αρχή υπήρξε ένα σοκ, το οποίο όμως έδωσε τη θέση του σε μια πολύ μεγάλη αντίδραση σε πανεπιστημιακό αλλά και ατομικό επίπεδο» μας εξήγησε.

«Στα αμερικανικά πανεπιστήμια υπάρχουν εξαιρετικά προοδευτικά άτομα. Εγιναν πολλές εκδηλώσεις, στις οποίες μάλιστα βγήκαν μπροστά και εκτέθηκαν φοιτητές οι οποίοι επηρεάζονται άμεσα από την πολιτική απελάσεων που προωθείται. Σε διαπανεπιστημιακό επίπεδο, δημοσιεύτηκαν πολλές συλλογικές επιστολές αντίδρασης εκ μέρους των καθηγητών. Πολλοί πρόεδροι πανεπιστημίων εξέφρασαν δημόσια την ανησυχία τους για τις επιπτώσεις που θα έχει η εκλογή Τραμπ στην εκπαίδευση. Αλλωστε, πολλών η έρευνα εξαρτάται από την άρνηση της κλιματικής αλλαγής από πλευράς του προέδρου και του επιτελείου του. Τα πανεπιστήμια ήταν, είναι και νομίζω ότι θα παραμείνουν ιδιαιτέρως ενεργά στην αντίσταση κατά των πολιτικών του Ντόναλντ Τραμπ».

Δεδομένης της πείρας της τόσο σε ελληνικά όσο και σε αμερικανικά πανεπιστήμια, ρωτήσαμε την κ. Γούναρη εάν διακρίνει διαφορές στην αντίδραση και την κινητοποίηση για την προώθηση της κριτικής εκπαίδευσης ή εάν υπάρχει σύμπλευση του ακαδημαϊκού τομέα διεθνώς. «Η κριτική παιδαγωγική ξεκίνησε στη βόρεια Αμερική γύρω στο 1980» μας είπε. «Πρόκειται για βορειοαμερικανικό δημιούργημα. Πρώτος που χρησιμοποίησε αυτό τον όρο είναι ο Χένρι Ζιρού, ο οποίος ξεκίνησε να ερευνά πώς συνδέονται η γνώση με την εξουσία. Υπάρχει λοιπόν πολύ μεγάλη βιβλιογραφία στη βόρεια Αμερική. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει γίνει αποδεκτή στο πανεπιστήμιο. Πρέπει να είσαι διατεθειμένος να πάρεις ρίσκα, να μιλήσεις ανοιχτά, να είσαι έτοιμος για το απρόβλεπτο, να είσαι έτοιμος να μπεις σε διάλογο ακόμη και με άτομα που διαφωνούν. Η ουσία δεν είναι να κάνεις προπαγάνδα. Τα σχολεία δεν είναι χώροι ουδέτεροι, αλλά χώροι αναπαραγωγής γνώσεων».

Συνεχίζει επισημαίνοντας ότι «στην Ελλάδα οι φοιτητές είναι πιο ανοιχτοί σε αυτήν τη συζήτηση. Είναι πιο ζυμωμένοι, συνειδητοποιημένοι και πολιτικοποιημένοι, πιο έτοιμοι.. Ωστόσο νιώθω ότι οι Αμερικανοί φοιτητές μου διψάνε για την εναλλακτική αφήγηση μέσα στην τάξη. Διψάνε να απελευθερωθούν. Και απόδειξη είναι η αντίδρασή τους μετά την εκλογή του Τραμπ. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει να επιβάλω την άποψή μου στους φοιτητές. Αυτό είναι προπαγάνδα. Είναι σαν να τους λέω ότι πρέπει να απορρίψουν το ένα σύστημα και να προσκυνήσουν το άλλο. Δεν προσκυνάμε τίποτε».

Ετικέτες