«Tώρα γίναµε» λέει ο Νέγρος του Μοριά όταν φτάνουν οι καφέδες στο µαγαζί της Καλλιδροµίου όπου συναντηθήκαµε για τη συνέντευξη. Η κουβέντα µας ξεκίνησε από τη µουσική και κατέληξε στην ιστορία. Οι ρίζες του είναι από την Γκάνα, αλλά γεννήθηκε στους Αµπελοκήπους και πέρασε τα εφηβικά του χρόνια στην Κυψέλη. Οι στίχοι του έχουν χρώµατα, ιστορία, ζόρια, πάθος και αληθινά βιώµατα.
Στις περιοχές όπου µεγάλωσε η επιβίωση ήταν καθηµερινή µάχη. «Τα ερεθίσµατά µου ήταν οι ρεαλιστικές εικόνες. Σε αυτά τα µέρη οι άνθρωποι ανησυχούν για το ρεύµα, για το φαγητό και το χαρτί υγείας. Υπάρχει αληθινή φτώχεια. Στην Κυψέλη πρέπει να έχεις θράσος και καρδιά για να ζεις στον δρόµο. Εκεί που δεν σε παίρνει δεν κάνεις τον µάγκα. Ο µάγκας δεν πειράζει κανέναν αν δεν τον ενοχλήσουν. Αυτό ήταν µάθηµα ηθικής που πήρα από το ρεµπέτικο».
Η ζωή µε τους φίλους του του δηµιούργησε τις πρώτες µουσικές ανησυχίες. «Στο σπίτι µου έσκαγαν κοµπανίες φίλων. Ακούγαµε µουσική, ζωγραφίζαµε, γενικά κάναµε ό,τι µας κατέβει. Προτού γίνω ο Νέγρος του Μοριά είχα µέσα µου ένα έντονο µουσικό πάθος, αλλά κυρίως ασχολιόµουν µε το γκράφιτι. Πολύ αργότερα αποφάσισα να κάνω κάτι δικό µου, να βγω έξω και να πω: “Παιδιά είµαι αυτός”. Οι περισσότεροι µου έλεγαν: “Καλά, τι νοµίζεις, ότι θα κάνεις κάτι σπουδαίο στο χιπ χοπ;». Τα όνειρα δεν έχουν θέση σε αυτές τις γειτονιές. Εγώ θέλω να δείξω ότι µπορούµε να αλλάξουµε τις καταστάσεις».
Βλέµµατα που λένε «τι κάνει αυτός εδώ;»
Τα σχόλια και τα περίεργα βλέµµατα δεν σταµάτησαν ποτέ, παρόλο που από µικρός µεγάλωσε ανάµεσα σε διαφορετικές κουλτούρες. «Με τον άνθρωπο είχαν να κάνουν οι παρέες µου. Είχα φίλους από την Ελλάδα, την Αλβανία, την Αφρική, τις Φιλιππίνες, την Ουκρανία, τη Ρουµανία και τη Ρωσία. Οι γειτονιές αυτές είχαν αλητεία. Εµένα δεν µου αρέσει και το φουλ ελληναριό. Αυτή την εποχή µένω στου Ζωγράφου και νιώθω ότι έχω γυρίσει πίσω στο 1997 που έλεγαν τα παιδιά “µαµά, µαµά, ένας µαύρος”. Μπορεί να µην πουν πια αυτήν τη φράση, αλλά το βλέµµα τους είναι σαν να λέει “τι κάνει αυτός εδώ;”. Αν είσαι πλούσιος µαύρος βέβαια είναι αλλιώς γιατί υπάρχει η νοοτροπία του κυριλέ. Στη ζωή µου έχω κάνει καθηµερινές δουλειές του λαού. Μπογιατζής, αποθηκάριος, κουβαλητής, φυλλάδια. Το αποθηκάριος δεν ακούγεται πολύ ωραίο και ελληνικό;».
Οι αντιλήψεις που συναντάει γύρω του σε σχέση µε την ελληνικότητα του φαίνονται εκτός πραγµατικότητας. «∆εν γίνεται να κάνεις τατουάζ µε τον Σωκράτη και να λες ότι είσαι αρχαίος Ελληνας. ∆εν έχεις φιλοσοφία µέσα σου, δεν διαφωτίζεις, δεν γνωρίζεις τη γλώσσα και την ιστορία σου. Ξέρεις τι µου λένε αυτοί; Να πας στην πατρίδα σου να τα κάνεις αυτά. Οταν πάω στην Γκάνα όµως, µου λένε ότι είµαι Ευρωπαίος και Αµερικανός. Στην Ελλάδα ότι είµαι Αφρικανός. Στην Αµερική τους είπα ότι είµαι Ελληνας και τρελάθηκαν. Σε τελική ανάλυση είσαι ό,τι νιώθεις, είσαι από εκεί που είναι οι άνθρωποι που σε αγαπάνε».
Ο Τζόνι Κας, ο Μάρκος Βαµβακάρης και το χιπ χοπ
Από πολύ µικρή ηλικία αγαπούσε τον ρυθµό της ρέγκε και τις βαριές φωνές. «Οταν άκουσα για πρώτη φορά τον Μποµπ Μάρλεϊ ξετρελάθηκα και πιο παλιά προσπαθούσα να µιµηθώ τις κινήσεις του Μάικλ Τζάκσον. Τα ελληνικά ακούσµατα προέκυψαν όταν άρχισα να ψάχνω τη φάση µόνος µου. Είδα µια µέρα στη “Μηχανή του χρόνου” τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ρεµπέτικο, παρανοµία και αλητεία. Με γοήτευσε φουλ αυτός ο κόσµος. Μετά ανακάλυψα τον Μάρκο Βαµβακάρη και τον Στέλιο Καζαντζίδη γιατί ήθελα να µάθω τον ύµνο της ΑΕΚ. Αυτή ήταν η πρώτη µου επαφή µε το λαϊκό τραγούδι. Κάποια στιγµή άκουσα το “Πορτοφόλι” και εντυπωσιάστηκα. “Μονάχα σαν θα µάθουνε πως έχεις πορτοφόλι, οι φίλοι σου σε θέλουνε και σε πλησιάζουν όλοι” λέει ένας εκπληκτικός στίχος. Ηταν για µένα µια περίοδος ανακάλυψης. Αρχισα να διαβάζω και για τον ρασταφαρισµό, ενώ µετά µπλέχτηκα µε τον Τζόνι Κας. Στο τραγούδι “I walk the line” λέει ότι είναι πατριώτης μεν, αλλά την ίδια στιγμή δεν μισεί τον συνάνθρωπό του, απλώς αγαπάει τη χώρα του. Ξέρεις τι µου άρεσε σε όλους αυτούς; Τα λέγανε απλά για να τα καταλαβαίνει ο κόσµος».
Ο Νέγρος του Μοριά άρχισε να γράφει τη δική του µουσική στα 17 του. «Ενας φίλος µου ανακάλυψε ότι στον υπολογιστή που µου είχε πάρει δώρο ο πατριός µου είχε ένα µικροφωνάκι που το είχα ονοµάσει Λούσι. Κάποια στιγµή µου είπε ότι θέλει να χώσει ένα freestyle και µου ζήτησε να βάλω καµιά ρίµα. Ο καθένας έλεγε τα δικά του, αλλά ήταν ωραίο κουσούρι. Γούσταρα πολύ. Εκεί µου µπήκε η σπίθα και κατάλαβα ότι µπορώ να εκφράζοµαι. Στην αρχή µε τους στίχους µας κράζαµε τα άλλα σχολεία. Από το 60ό Γυµνάσιο – Λύκειο Κυψέλης, το 30ο και από το 15ο πέρασαν όλες οι αλητείες».
Τα τραγούδια του έχουν κοινωνικές αναφορές. «Εχουν θράσος οι στίχοι µου. Είναι της ζωής. Πιστεύω ότι δεν γίνεται να κάνουµε συνέχεια το ίδιο πράγµα και να µένουµε στάσιµοι. Πρέπει να εξελιχθούµε. Γράφω γλεντζέδικα τραγούδια, τραγούδια για τις γυναίκες και το ποδόσφαιρο. ∆εν έγινα ποτέ ολοκληρωµένος ποδοσφαιριστής, γι’ αυτό γουστάρω να τα βάζω σε ρίµες. Λέω ας πούµε “στα καλά µου παίζω µπάλα Λυµπερόπουλος” ή “την είδα Ροναλντίνιο”. Εχω και αναφορές στην Αφρική, την Γκάνα, την Ελλάδα και την ιστορία της. Κάποιοι από την Κυψέλη µου λένε ότι είναι ώρα να τα πω. Πολλά πράγµατα όµως ντρέποµαι ακόµη να τα βγάλω προς τα έξω. Κάποτε έκλεψα ένα µήλο γιατί πεινούσα. Ο κύριος Θανάσης, που µε πρόσεχε τότε στους Αμπελόκηπους, όταν η μάνα μου έλειπε στη δουλειά, µου είχε πει ότι ο µάγκας δεν κλέβει γιατί γουστάρει αλλά γιατί αναγκάζεται».
Οι γειτονιές έχουν σηµάδια ιστορίας
Το όνοµά του προέκυψε από τη συµπάθεια για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. «Τον γουστάρω πολύ. Μου είχε µάθει την ιστορία του η δασκάλα µου η Πάολα που ήταν πολύ ωραία γυναίκα. Εχω επισκεφτεί και τη φυλακή του στο Ναύπλιο. Η Ελλάδα έχει πηγές γνώσης: αστρολογία, µαθηµατικά, φυσική, µουσική, φιλοσοφία. Και εσύ κάθεσαι και λες ότι το πρόβληµα είναι ο Πακιστανός και ο Σύριος. Ο άνθρωπος είναι το πρόβληµα. Εγώ νοµίζω ότι η αρχαία Αθήνα ήταν σαν τη σηµερινή Αµερική. Η Αµερική είναι ένα σύνολο πολιτισµών που έγινε χώρα. Η Ελλάδα έφτιαξε την κουλτούρα της Ευρώπης. Γκόµενα του ∆ία δεν ήταν η Ευρώπη; Εσύ λοιπόν έφτιαξες αυτή την ωραία γκόµενα, αλλά τώρα µπορείς να κάνεις κάτι άλλο και να αποδεχτείς ότι είσαι κάτι άλλο».
Ο Νέγρος του Μοριά πιστεύει ότι οι γειτονιές έχουν πάνω τους τα σηµάδια της ιστορίας. «Στου Παπάγου υπάρχει φάτσα κάρτα το άγαλµα του Αλέξανδρου Παπάγου. Εκεί ζουν πολλοί πολεµοχαρείς συνταγµατάρχες και διοικητές. Και στην Κηφισιά ζουν πολλοί βασιλικοί, τόσο δεξιοί που δεν γουστάρουν ούτε τη Νέα ∆ηµοκρατία. Στο Γουδή όµως ή την Καισαριανή που είναι δίπλα στο Σκοπευτήριο οι δρόµοι είναι γεµάτοι από τα σηµάδια που άφησαν τα Δεκεμβριανά. Αυτές οι αναφορές επηρεάζουν τους ανθρώπους».
INFΟ
7/3, 21.30, Faust Bar (Καλαμιώτου 11)