Ο Θ. Κοροβίνης γράφει για το νέο του βιβλίο «Μπέμπης», με ήρωα τον δεξιοτέχνη Δ. Στεργίου
Ο «Μπέμπης» γράφτηκε μέσα σ’ ένα δίμηνο πυρετικής έντασης και ενδοσκοπικού στροβιλισμού, όμως κυοφορούνταν για κάμποσα χρόνια. Είναι αποτέλεσμα μιας άγριας «καψούρας» από τότε που πρωτοείδα αυτό τον τύπο και έμαθα γι’ αυτόν. Αν δεν παγιδευτώ στα δίχτυα της σαγήνης κάποιου μάγου, δεν καταπιάνομαι με τον μύθο του. Μου προέκυψε σαν προσωπική δημόσια εξομολόγηση με αποδέκτη οποιονδήποτε από μας, αλλά μέσα στο βιβλίο απευθύνεται σ’ ένα συνεργάτη και μπιστικό του που του δίνει πάσες για να συνομιλήσουν – το «κόλπο» ενός είδους «εσωτερικού διαλόγου» –, για να βάλει κάθε τόσο στο στόμα του πιεστικές ερωτήσεις προκειμένου να απαντήσει ο ίδιος γιατί άραγε ένας άνθρωπος της δικής του σπάνιας και ζηλευτής ιδιοφυΐας, γοητείας και καλλιτεχνικής επιδεξιότητας στον κολοφώνα της δόξας του έχει βαλθεί να χαραμίσει τον εαυτό του σε καταχρηστική φθορά και λογιώ λογιώ κραιπάλες που τον οδηγούν ντουγρού στον γκρεμό. Οι απαντήσεις, είτε διφορούμενες είτε απαξιωτικές ως προς την ερώτηση, δεν έρχονται ποτέ. Ετσι όμως του δίνεται η αφορμή να περιγράψει με γρίφους το ανεπούλωτο «τραύμα» που κουβαλάει διά βίου, το πώς αντιλαμβάνεται τον «δαίμονα» που τον έχει κυριεύσει και με την παρουσία του οποίου ζει μια δεύτερη, παράλληλη, εσωτερική ζωή που τον φέρνει στο σημείο, προϊόντος του χρόνου, να «βλέπει» οράματα και με τη σύμπραξη της μέθης και της κατάχρησης κάποιων ουσιών να οδηγείται σε παραισθησιογόνες καταστάσεις. Για τον Μπέμπη –όπως και για κάποιους από μας– αυτό που τον ανασταίνει και τον φτάνει στο απόγειο της απόλαυσης και το κρεσέντο της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι εκείνο το ίδιο που τον κάνει θύμα του και τον πετάει στα Τάρταρα. Οι υπαρξιακές αναζητήσεις δεν επιδέχονται σαφείς απαντήσεις. Το θέμα πρώτα είναι ποιοι είμαστε εμείς, όχι ποιοι είναι οι άλλοι. Δεν το λένε μόνο τρανοί στοχαστές. Το λέει κι η Φλέρυ σ’ ένα τραγούδι του Ποταμιάνου: «Το μεγάλο μου ερωτηματικό δεν είσαι εσύ μα είμαι εγώ».
Συστατικά οικείας ταυτότητας
Το μυθιστόρημα είναι μουσκεμένο από βαθιά αγάπη για μιαν Ελλάδα με τα συστατικά της οικείας σ’ εμάς ταυτότητάς της που κινδυνεύουν να χαθούν, καθώς αναδεικνύονται πολλές σημαντικές περιοχές της πρόσφατης κοινωνικής και πολιτιστικής μας ζωής: οι συνήθειες και οι αγωνίες των πρώτων Μικρασιατών προσφύγων για να ορθοποδήσουν, η αντιμετώπισή τους απ’ τους ντόπιους, η διαταξική κλίμακα της κοινωνίας, το μεροδούλι της εργατιάς, η γενεαλογία της ιδιαίτερης πατρίδας του «Μπέμπη», του Πειραιά, η διαγωγή και η ψυχαγωγική και ερωτική αγωγή των προπολεμικών εφήβων, η οργασμική εποχή της εποποιίας του ρεμπέτικου στα τεκεδάκια και στις καβάντζες, το λούμπεν στοιχείο του λιμανιού με τις παραφυάδες του, τα ένδοξα λαϊκά πάλκα του Πειραιά, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αλλά και της Αμερικής τις δεκαετίες του 1950 και 1960, η ατμόσφαιρα δηλαδή όλων των κέντρων διασκέδασης όπου έπαιξε ο μυθικός αυτός σολίστας του μπουζουκιού και της κιθάρας, ο Δημήτρης Στεργίου ή «Μπέμπης», η ερωτική πείνα, ο αγοραίος αφροδισιασμός της Τρούμπας, ορισμένες αθάνατες ιδιότητες του αξιακού συστήματος των παλαιότερων συμπατριωτών μας όπως το φιλότιμο, η μπέσα, η πίστη στη συνεργασία, το μέχρι θανάτου αγαπητικό πάθος, η λατρεία των ανθρώπων για τον λαϊκό πολιτισμό.
Στο στόμα του «Μπέμπη» έχω βάλει απόψεις και κρίσεις για χαρακτηριστικά γνωρίσματα πολλών εμβληματικών συνθετών, στιχουργών, οργανοπαιχτών του τραγουδιού μας αλλά και γνώμες για τις συνήθειες των θαμώνων στα κέντρα διασκεδάσεως πριν και μετά τον πόλεμο μέχρι το 1972, τη χρονιά που ο ήρωάς μου οδηγήθηκε – έπειτα από μια σειρά σταδιακών ταλαιπωριών και θεραπειών από οξύ αλκοολισμό– στον θάνατο. Κατά την αφήγηση παρεμβάλλονται τίτλοι, στίχοι, αποσπάσματα ή και το σώμα ολόκληρων τραγουδιών σε συνάφεια με το νόημα του κειμένου, όπως μου έρχονταν στον νου από την παιδιόθεν αδιάλειπτη μαθητεία μου, τη βιωματική μου πρόσληψη, τη μελέτη μου, την πείρα από την ερμηνεία μου στο πάλκο, την ισόβια θεραπεία και λατρεία μου του λαϊκού τραγουδιού.
Ανθρωπος με τεράστια μουσική μόρφωση
Ο «Μπέμπης» υπήρξε ένας άνθρωπος με τεράστια μουσική μόρφωση, με γνώση τόσο της δυτικής όσο και της ανατολικής μουσικής, έτσι που μπορούσε άνετα να σταθεί και να γίνει αντικείμενο θαυμασμού τόσο σε μεγάλες σάλες του λεγόμενου καλού κόσμου επιδεικνύοντας τη σπουδαία δεξιοτεχνία του στην κιθάρα παίζοντας Μπετόβεν ή «Κάρμινα Μπουράνα» όσο και σε παρακατιανά τεκεδάκια όπου οργίαζε σολάροντας ανεξάντλητα, απολαμβάνοντας ο ίδιος και επιδεικνύοντας ταυτόχρονα την απαράμιλλη δεξιότητά του στο μπουζούκι. Τον έβαλα να μιλάει ωραία, απλά ελληνικά με διάσπαρτες αργκότικες εκφράσεις, ως αποτέλεσμα της συνάφειάς του με τους μάγκες, γιατί κι ο ίδιος υπήρξε με τον τρόπο του ένας απ’ αυτούς.
Είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτό το ιδιότροπο μυθιστόρημα και επειδή στις σελίδες του απαθανατίζονται στη λογοτεχνία αυθεντικά σπαράγματα του τραγουδιού μας σε συνομιλία με τα ανθρώπινα πάθη και επειδή μου δόθηκε η χάρη να «αναστήσω» μια τόσο γοητευτική ελληνική περίπτωση συνδυασμού ιδιοφυΐας και αυτοκαταστροφής.