Ο Μπελέρης, το ΜΑΒΗ και τα Καλάσνικοφ

Ξημερώματα 19 Μαρτίου 1995, Δελβινάκι Ιωαννίνων. Αστυνομικοί καταδιώκουν και ακινητοποιούν δύο οχήματα κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Οι επτά επιβαίνοντες συλλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω. Είχαν μετατρέψει τα πορτμπαγκάζ σε οπλοστάσιο. Σύμφωνα με τον «Ριζοσπάστη» (21/3/1995), εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν έξι καλάσνικοφ (κινεζικής παραγωγής), 30 γεμιστήρες με 897 σφαίρες, δύο πιστόλια με τρεις γεμιστήρες και 40 φυσίγγια, δύο μαχαίρια, μία ξιφολόγχη, ένας κόφτης περιφράξεων, κιάλια, φωτογραφική μηχανή, εννιά παντελόνια και έντεκα μπουφάν στρατιωτικής παραλλαγής.

Η χώρα σείεται από τις δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, οι οποίες συνδυάζουν μυστικές υπηρεσίες, μια εθνικιστική-παραστρατιωτική οργάνωση με αφετηρία το 1942, την αιματηρή προβοκάτσια ένα χρόνο πριν στην Ανω Επισκοπή και σχοινοβασίες εξωτερικής πολιτικής. Τότε, λοιπόν, πρωτοσυστήνεται στην ελληνική κοινή γνώμη ο Φώτης (γνωστός σήμερα ως Φρέντι) Μπελέρης, όντας ένας εκ των «επτά της ΜΑΒΗ» που ετοίμαζαν «προβοκάτσια στα σύνορα» («Ελευθεροτυπία», 25/3/1995), με το επικρατέστερο σενάριο να αφορά ένα νέο χτύπημα στο αλβανικό στρατόπεδο του Λόγγου. Οι υπόλοιποι έξι ήταν οι Γιώργος και Χαράλαμπος Παππάς, Μάριος Κούτουλας, Απόστολος Καρβελάς (πρώην αστυνομικός), Γιώργος Χρήστου και Γιώργος Αναστασούλης, ο οποίος χαρακτηρίστηκε «εγκέφαλος της ομάδας» από τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης Στέλιο Παπαθεμελή.

Το ΜΑΒΗ επανασυστήνεται

Οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. Οι έρευνες στο σπίτι του πρώην έφεδρου ανθυπολοχαγού Γ. Αναστασούλη είχαν αποτέλεσμα την κατάσχεση τεχνικών οδηγιών για την κατασκευή εμπρηστικών μηχανισμών και αντιγράφου της προκήρυξης της οργάνωσης Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου (ΜΑΒΗ), με την οποία αναλάμβανε την ευθύνη για την καταδρομική επίθεση στις 10 Απριλίου 1994 στο αλβανικό στρατόπεδο της Ανω Επισκοπής. Τότε δολοφονήθηκαν δύο Αλβανοί στρατιωτικοί, τραυματίστηκαν τουλάχιστον άλλοι τρεις, κλάπηκαν 15 καλάσνικοφ και δύο κιβώτια σφαίρες, ενώ οι προβοκάτορες πήραν και έναν αξιωματικό αιχμάλωτο, τον οποίο απελευθέρωσαν στη συνέχεια δεμένο με χειροπέδες.

Κατά το Hot Doc (τεύχος 113), το ΜΑΒΗ αρχικά είχε αναλάβει την ευθύνη του συγκεκριμένου χτυπήματος με τηλεφώνημα στην «Ελευθεροτυπία», όμως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους επανήλθε με νέα προκήρυξη και φωτογραφία που απεικόνιζε τόσο τον οπλισμό όσο και τη σημαία της οργάνωσης. Επειτα από αίτημα των ελληνικών αρχών η αλβανική κυβέρνηση απέστειλε τους αριθμούς των όπλων που είχαν κλαπεί από την Ανω Επισκοπή, γεγονός που απέδειξε πως επρόκειτο για τον ίδιο οπλισμό που κατείχαν οι επτά, αναβαθμίζοντας το κατηγορητήριό τους από παράνομη εισαγωγή, κατοχή και μεταφορά πολεμικού υλικού σε εισαγωγή και ληστεία όπλων από την Αλβανία, προσβολή της διεθνούς ειρήνης της χώρας και έκθεση των ελληνοαλβανικών σχέσεων σε κίνδυνο.

Οταν οι επτά πιάστηκαν με τα καλάσνικοφ στα πορτμπαγκάζ, η ΕΛΑΣ προχώρησε και στη σύλληψη ακόμη ενός προσώπου. Πρόκειται για τον Αγγελο Κοκαβέση, συγγενή του ιδρυτή του ΜΑΒΗ Αθ. Κοκαβέση. Εκείνη την ημέρα είχε επισκεφτεί το σπίτι του θείου του στην Παλλήνη και πήρε ένα στρατιωτικό σάκο με στολές παραλλαγής των ΛΟΚ, τον οποίο έθαψε σε κοντινό άλσος. Στην οικία του θείου του οι αρχές ξέθαψαν έξι καλάσνικοφ, ενώ λίγες μέρες αργότερα –στο πλαίσιο των ερευνών– εντοπίστηκαν κι άλλα όπλα ίδιου τύπου θαμμένα στο νεκροταφείο της Καισαριανής.

«Πράκτορες ξένων δυνάμεων»

Ο Ανδρέας Παπανδρέου παρουσιάζεται οργισμένος. Μιλά για «σαφή προβοκάτσια», παραγγέλνοντας «έρευνα έως το τέρμα». Η πρώτη αντίδραση του Στ. Παπαθεμελή ήταν να περιγράψει τους συλληφθέντες ως «πράκτορες ξένων δυνάμεων», οι οποίοι ήθελαν να δυναμιτίσουν τη διπλωματική επαναπροσέγγιση Ελλάδας – Αλβανίας μετά την επίσκεψη του τότε υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια στα Τίρανα. «Η προσέγγιση των δύο χωρών ενόχλησε τόσο την Τουρκία όσο και τα Σκόπια και σίγουρα κάποιους προστάτες και της μίας και της άλλης χώρας. Οι επτά είχαν κατά νου να διαπράξουν πράξεις που θα έθεταν σε δοκιμασία τις σχέσεις των δύο χωρών» δήλωνε ο τότε αρμόδιος υπουργός, μην αποκλείοντας ακόμη και σύνδεση των προβοκατόρων με τον έκπτωτο μονάρχη Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ.

Παράλληλα, διακινούνταν κι άλλα σενάρια. Λόγου χάρη ότι οι επτά ήταν πράκτορες της Αλβανίας, οι οποίοι και πάλι είχαν σκοπό να εκτροχιάσουν τις προσπάθειες εξομάλυνσης των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Στις 21 Μαρτίου, δηλαδή δύο μέρες μετά τη σύλληψη, το «Εθνος» κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο: «Πράκτορες της ΚΥΠ οι προβοκάτορες». Κατά την εφημερίδα, πράκτορες της ΚΥΠ είχαν χρηματοδοτήσει και δημιουργήσει το ΜΑΒΗ και άλλες παρακρατικές οργανώσεις. «Η οργάνωση δημιουργήθηκε πριν από τέσσερα περίπου χρόνια, στρατολόγησε ανθρώπους απ’ όλη την Ελλάδα, κυρίως όμως Βορειοηπειρώτες. Είχε άμεση συνεργασία και τη συμπαράσταση της ομάδας των Αμερικανών Βορειοηπειρωτών, οι οποίοι προώθησαν την ιδέα της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου» σημειωνόταν στο ρεπορτάζ.

Την επομένη η «Ελευθεροτυπία» πάει την υπόθεση ένα βήμα παρα πέρα. «Ερευνα σε ΚΥΠ και αποστράτους» ήταν το «χτύπημα» στο πρωτοσέλιδο, εξηγώντας πως «οι αρχές είναι βέβαιες ότι τα πλοκάμια του ΜΑΒΗ απλώνονται σε στελέχη της ΚΥΠ και απόστρατους αξιωματικούς». Η «Ελευθεροτυπία» ανέδειξε και τον ύποπτο ρόλο του υπαλλήλου της ελληνικής πρεσβείας στα Τίρανα Παναγιώτη Μουλιέρη, ο οποίος ανακλήθηκε στην Αθήνα γιατί πιάστηκε να μεταφέρει αυτοκόλλητα συνθήματα της φασιστικής εφημερίδας «Στόχος». Στις 22 Απριλίου το «Εθνος» κατονομάζει στο πρωτοσέλιδο κάποιους από τους στόχους της οργάνωσης. «Εξι στόχοι της ΜΑΒΗ στην Ελλάδα» είναι ο τίτλος, ο οποίος πλαισιώνεται από τα ονόματα και τις φωτογραφίες των Καρ. Παπούλια και Νίκου Κωνσταντόπουλου.

Απόλυτο κοντράστ

Τα αντανακλαστικά της κυβέρνησης Παπανδρέου στη σύλληψη των επτά εν συγκρίσει με την προβοκάτσια της Ανω Επισκοπής είναι εκ διαμέτρου αντίθετα. Τόσο η «Ελευθεροτυπία» όσο και το «Εθνος» παρατηρούν και καταγράφουν την αποκλίνουσα κυβερνητική αντίδραση με τίτλους όπως «ΜΑΒΗ: Αποκάλυψη με… καθυστέρηση» ή πρωτοσέλιδες επισημάνσεις που παρουσίαζαν την κυβέρνηση «αποφασισμένη να εξαρθρώσει σήμερα» το ΜΑΒΗ. Τα στοιχεία οδηγούν πάλι στη δολοφονική έφοδο του ΜΑΒΗ στο αλβανικό στρατόπεδο νεοσυλλέκτων το 1994. Το χτύπημα δεν απασχόλησε με την ίδια ένταση τον δημόσιο διάλογο, ενώ οι σχέσεις Ελλάδας – Αλβανίας διαρρήχθηκαν.

Σε αυτό συνέβαλαν οι συλλήψεις πέντε μελών της μειονοτικής οργάνωσης Ομόνοια από τις αλβανικές αρχές, οι οποίες τους οδήγησαν στο σκαμνί του κατηγορουμένου με τις κατηγορίες της προδοσίας, κατασκοπείας, προετοιμασίας για εξέγερση και υπονόμευση της εθνικής ασφάλειας και του κράτους. Η δίκη των πέντε προκάλεσε πολυεπίπεδα αντίποινα από την Αθήνα, τα οποία ξεκινούσαν από τις μαζικές απελάσεις μεταναστών εργατών από την Αλβανία έως το πάγωμα της επεξεργασίας νομοσχεδίου του ΥΠΕΞ που αφορούσε τη νομιμοποίηση εργατών από την Αλβανία. Ταυτόχρονα, η «Αυριανή» κυκλοφορεί με πολεμοχαρείς τίτλους: «Θα μπούμε στην Αλβανία» (14/04/1994), ενώ φασιστικές φυλλάδες, όπως ο «Στόχος», ζητούν αλβανικό αίμα.

Οπως προαναφέρθηκε, τον Οκτώβριο του 1994 το ΜΑΒΗ στέλνει προκήρυξη στην «Ελευθεροτυπία». Συγκεκριμένα, στις 6 του μηνός (έχει σημασία η ημερομηνία) η παραστρατιωτική οργάνωση καταφέρεται κατά του «κράτους των Αθηνών» που αντιδρά υποτονικά στην «πολιτική αφελληνισμού» της μετά Χότζα συνθήκης. Περιγράφει βήμα βήμα την επίθεση στην Ανω Επισκοπή, αποδίδοντας τη «νίκη» στους Ελληνες πεσόντες του αλβανικού μετώπου και καυτηριάζοντας «το δικτατορικό καθεστώς Μπερίσα» για τη «δίκη-παρωδία» των πέντε. Παρά το γεγονός ότι το ΜΑΒΗ έχει ανοίξει τα χαρτιά του εντός ελληνικών συνόρων, ο Στ. Παπαθεμελής ποιεί την νήσσαν. Λίγες μέρες μετά την προκήρυξη οι βουλευτές του ΚΚΕ Ορέστης Κολοζώφ και Στρατής Κόρακας καταθέτουν ερώτηση στον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης, ζητώντας ενημέρωση για τα στοιχεία που έχει συλλέξει η κυβέρνηση για την παραστρατιωτική οργάνωση και τα μέτρα που προτίθεται να λάβει για την αντιμετώπισή της.

Στις 26 Οκτωβρίου ο τότε υφυπουργός Δημόσιας Τάξης Σήφης Βαλυράκης απαντά στην ερώτηση των δύο βουλευτών, προκαλώντας περισσότερα ερωτήματα από εκείνα που κλήθηκε να απαντήσει. «Σας γνωρίζουμε ότι για το αναφερόμενο σε αυτή θέμα ενεργήθησαν σχετικές έρευνες από τις οποίες δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει την ύπαρξη οργάνωσης με την αναφερόμενη επωνυμία. Το όλο θέμα παρακολουθείται με την επιβαλλόμενη σοβαρότητα και ευαισθησία» ήταν η λακωνική του απάντηση τη στιγμή που το ΜΑΒΗ όχι μόνο είχε αποσαφηνίσει τις προθέσεις του μέσω της προκήρυξης, αλλά ήταν γνωστό στις αρχές ήδη μία δεκαετία. Στις 24 Ιουνίου του 1983 –και πάλι επί διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ– σημειώθηκε έκρηξη αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού σε όχημα της αλβανικής πρεσβείας, το οποίο ήταν σταθμευμένο μπροστά στην πρεσβεία. Την ευθύνη είχε αναλάβει το ΜΑΒΗ με προκήρυξη που είχε βρεθεί στη στοά Ορφέως, με τις κατ’ οίκον έρευνες ή τις εξετάσεις υπόπτων από την ΕΛΑΣ να βαίνουν άκαρπες.

Ευκαιρία «εκκαθάρισης»;

Η εξόφθαλμα αντιφατική διαχείριση της κυβέρνησης Παπανδρέου ανάμεσα στην προβοκάτσια της Ανω Επισκοπής και τη σύλληψη των επτά στο Δελβινάκι μεταφράστηκε από πολλούς ως τεκμήριο ότι το ΠΑΣΟΚ προχώρησε σε οργανωτικό επεκτατισμό εντός της ΕΥΠ καρατομώντας ακροδεξιά, «γαλάζια» ή και «μητσοτακικά» στοιχεία.

Ολα αποτυπώνονται στο δυϊστικό σχήμα «Η καλή ΚΥΠ εναντίον της κακής ΚΥΠ». Αποτυπώνοντας τη συγκυρία και πιθανώς τις κυβερνητικές επιδιώξεις, «Τα Νέα» μερικά εικοσιτετράωρα από τη σύλληψη Μπελέρη και των άλλων έξι κυκλοφορούν με τίτλο: «Η ΚΥΠ… ανακρίνει την ΚΥΠ». «Ορισμένες δραστηριότητες της ΜΑΒΗ (προπαγάνδιση θέσεων, αναγραφή συνθημάτων, στρατολόγηση μελών) έγιναν με την υποστήριξη –ηθική και υλική– συγκεκριμένων πρακτόρων της ΕΥΠ στην περιοχή των Ιωαννίνων» είναι ένα ενδεικτικό απόσπασμα από το σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας στις 21/3/1995, στο οποίο γινόταν λόγος για διασύνδεση προσώπων της υπηρεσίας με «εξτρεμιστικούς κύκλους του βορειοηπειρωτικού, καθώς επίσης και ξένων μυστικών υπηρεσιών».

Η κατάθεση Βορίδη και η δίκη

Καταλυτική για την έκβαση της υπόθεσης φαίνεται πως ήταν η κατάθεση του Μάκη Βορίδη (ναι, του γνωστού) στον αρμόδιο ανακριτή. Ο νυν υπουργός Επικρατείας κατέθεσε πως ο –κατά τον Στ. Παπαθεμελή– «εγκέφαλος» Γ. Αναστασούλης δεν μπορούσε να βρίσκεται στην Ανω Επισκοπή το βράδυ της επίθεσης διότι την ίδια μέρα έδωσε το παρών στο ιδρυτικό συνέδριο του Ελληνικού Μετώπου στο ξενοδοχείο Ντιβάνι – Ζαφόλια, κάτι που περιλήφθηκε –κατά τα δημοσιεύματα– στο εισαγγελικό βούλευμα.

Μολονότι η υπόθεση έμοιαζε δεμένη με αδιάσειστα στοιχεία που είχαν οδηγήσει ακόμη και τον τότε πρωθυπουργό ή τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης σε χρήση βαρύτατων χαρακτηρισμών κατά των κατηγορουμένων, ο τότε αντεισαγγελέας Εφετών Ελευθέριος Πατσής ανέτρεψε τα δεδομένα, αμφισβητώντας την ύπαρξη του ΜΑΒΗ (!), κρίνοντας πως η προκήρυξη δεν ήταν αυθεντική και τα ταυτοποιημένα όπλα που είχαν κλαπεί από την Ανω Επισκοπή δεν μπορεί να εισήχθησαν από την Αλβανία γιατί ήταν τοποθετημένα σε ελληνικό σάκο.

Το εισαγγελικό βούλευμα άνοιξε την πόρτα των φυλακών στους επτά προφυλακισμένους, με τη δίκη τους να διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών για εθνικούς λόγους τον Φεβρουάριο του 1997 με την κατηγορία της λαθρεμπορίας όπλων σε βαθμό πλημμελήματος και όχι κακουργήματος. Ισως πρόκειται για τη μοναδική δίκη στην ιστορία της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας που διεξάγεται υπό αυτό το καθεστώς για αδίκημα πλημμεληματικού χαρακτήρα. Η ετυμηγορία της έδρας ήταν καταδίκη έως τεσσάρων ετών με αναστολή, στην οποία άσκησαν έφεση και κρίθηκαν πάλι ένοχοι. Το καλύτερο, όμως, ήταν η αντίδραση του συνηγόρου υπεράσπισης Φιλοκλή Ασημάκη μετά το πέρας της δίκης. «Ζήτω το ΜΑΒΗ» φώναζε, με τους δικαστές να έχουν αποχωρήσει από την αίθουσα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας («Ριζοσπάστης», 21/2/1997).

«Οι νεκροί δεδικαίωνται»

«Προφανώς, η κυβέρνηση είχε σπεύσει να τοποθετηθεί για γεγονότα που διαψεύστηκαν από την έρευνα της Δικαιοσύνης» απαντά στο Documento ο Μ. Βορίδης σε σχέση με τον χαρακτηρισμό των επτά ως προβοκατόρων από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Επικαλέστηκε άγνοια για το αν είχαν σχέση με μυστικές υπηρεσίες, ενώ στο ερώτημα γιατί ο συνήγορος φώναξε μετά το πέρας της πρωτόδικης δίκης «Ζήτω το ΜΑΒΗ» αντέτεινε: «Οι νεκροί δεδικαίωνται».

Ετικέτες