Το θρυλικό μπαρ στον Νέο Κόσμο γιορτάζει τα τριάντα χρόνια του με ένα μεγάλο πάρτι την Παρασκευή 4/10 στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο.
Την πρώτη φορά που πηγαίνεις στο Μπάτμαν δεν την ξεχνάς. Η δική μου ήταν δύο δεκαετίες πριν, την εποχή που άρχισαν να βαφτίζονται διασκέδαση κάτι άνοστες βραδιές με ανούσιες μουσικές. Ήμουν νεοσύλλεκτη ακόμη στη δημοσιογραφία όταν ένας παλιός εφημεριδάς, από εκείνους που έχουν κάνει τη νύχτα μέρα, μάζεψε τη νέα φουρνιά συναδέλφων και μας πήγε στο μαγαζί που έπαιζε Ακη Πάνου και Καλδάρα. Σύντομα καταλάβαμε ότι στο Μπάτμαν ξεκινάς για ένα χαλαρό ποτό και καταλήγεις να πιάνεσαι από τα κάγκελα της εσωτερικής σκάλας του μαγαζιού τραγουδώντας με φωνή που έχει κλείσει «Τι το θες το κουταλάκι» και «Της Λαρίσης το ποτάμι» το οποίο πριν έχεις φροντίσει να πιεις μέχρι τελευταίας σταγόνας. Το θρυλικό μπαρ στον Νέο Κόσμο που αντιστάθηκε στις τότε τάσεις και άλλαξε την ανθρωπογεωγραφία της διασκέδασης συμπληρώνει σε λίγες μέρες τριάντα χρόνια ζωής. Αυτή ήταν η αφορμή να συναντηθούμε με τον Γιώργο Νάσιο, τον άνθρωπο που το 1989 πίστεψε ότι η γειτονιά με τα συνεργεία και τα μαγαζιά με τα ανταλλακτικά αυτοκινήτων ήταν ιδανική για να φιλοξενήσει τις νύχτες των φίλων του.
«Ξεκίνησε σαν παρέα» λέει, «μια παρέα παιδιών που δουλεύαμε μαζί σε μια διαφημιστική. Εκείνη την εποχή πηγαίναμε λίγο παρακάτω σε ένα ξενοδοχείο και πίναμε καφέ και κάποια στιγμή έπεσε η ιδέα να ανοίξουμε μαγαζί. Τον πρώτο καιρό ερχόταν η γειτονιά και παίζαμε νταρτς, φλιπεράκια και ηλεκτρονικά παιχνίδια ακούγοντας Χατζιδάκι, Μάρκο και Καζαντζίδη».
Η μεγάλη άνθηση ήρθε το 1997, την εποχή που οι Παίδες Εν Τάξει είχαν ανέβει από την Πάτρα στην Αθήνα και έπαιζαν στο Χάραμα. «Τα παιδιά τότε με έπαιρναν τηλέφωνο μία δύο η ώρα τη νύχτα και μου λέγανε “Γιώργο, μην κλείσεις, ερχόμαστε”. Ερχονταν λοιπόν, έβγαζαν τα όργανα, παίζανε και πίναμε μέχρι το πρωί. Κι έτσι άρχισε να απλώνει και να εξελίσσεται σε χωνευτήρι μουσικών. Αντάλλασσαν απόψεις, θυμόνταν ιστορίες από κοινές τους εμφανίσεις, έκλειναν νέες δουλειές και έπαιζαν μουσική. Εχουμε ζήσει πολύ ωραίες στιγμές εδώ μέσα».
Πώς προέκυψε το όνομα Μπάτμαν; «Καταρχάς είμαι συλλέκτης κόμικ» λέει ο Γιώργος. «Φαντάσου ότι έχω τεύχη του “Σούπερμαν” από το 1955, τη χρονιά που γεννήθηκα δηλαδή. Ο Μπάτμαν ήταν από τους αγαπημένους μου ήρωες επειδή ζούσε τη νύχτα και φύλαγε την Γκόθαμ Σίτι από τους κακούς. Ετσι το κάναμε κι εμείς, για να προστατεύουμε την πόλη από τις κακές μουσικές. Από την αρχή παίζαμε λαϊκό τραγούδι: Αττίκ, Γούναρη, Βέμπο, Τσιτσάνη, Μητροπάνο, όλους αυτούς. Και παίζαμε και ροκ γιατί κι αυτό λαϊκό τραγούδι είναι. Για μένα η μουσική δεν έχει σύνορα. Η καλή μουσική είναι καλή μουσική». Πώς αλήθεια την ξεχωρίζει κανείς; «Είναι η μουσική που σε ανατριχιάζει, που σου φέρνει δάκρυα, που σου φέρνει χαρά που σε κάνει να τσουγκράς με τον διπλανό σου. Αυτής της μουσικής είμαι υπηρέτης».
Τον πρώτο καιρό που ο Γιώργος έπαιζε Σωκράτη Μάλαμα και Θανάση Παπακωνσταντίνου από βινύλιο ο κόσμος αναρωτιόταν τι ήταν αυτό που άκουγε. «Τους έλεγα ότι θα έρθει μια μέρα που θα με παρακαλάνε να τους παίζω αυτά τα τραγούδια σε βινύλιο και δεν θα τους τα βάζω» λέει γελώντας. «Και αυτά τα παιδιά βοήθησαν πάρα πολύ στη φήμη του Μπάτμαν, ειδικά ο Σωκράτης, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Δημήτρης Μυστακίδης. Αφού έπαιζαν στον Σταυρό του Νότου ανέβαιναν εδώ».
Κάθε τραγούδι και καημός, κάθε τραγούδι και μια ιστορία
Τι είναι αυτό που δίνει διάρκεια σε ένα τραγούδι; «Η αλήθεια του, η ιστορία του. Καλό είναι να ξέρουμε τις ιστορίες πίσω από τα τραγούδια. Κάποτε είχα ξεκινήσει στο ραδιόφωνο και έλεγα ιστορίες από κάθε τραγούδι που έβαζα. Το έκανα και στο μαγαζί όταν ήμουν σε ωραίο μουντ. Ξεκινούσα να λέω πώς γράφτηκε η “Δραπετσώνα” και πιάναμε κουβέντα με τον κόσμο. Είναι ωραίο να ξέρει ο άλλος, γι’ αυτό διατηρείται το λαϊκό τραγούδι, έτσι διατηρείται ο πολιτισμός. Ο λαός αυτό που θέλει να διατηρήσει σαν πολιτισμό το κρατάει. Κράτησε τον Ακη Πάνου, τον Θεοδωράκη, κράτησε το ηπειρώτικο, τη Θράκη, τη Μακεδονία, τα νησιά μας». Το Μπάτμαν ήταν το πρώτο μπαρ που πάντρευε σε βινύλια την ηπειρώτικη μουσική με τους Pink Floyd, κάτι που έκανε ο Γιώργος και στο ραδιόφωνο.
Τον ρωτάω αν στα τριάντα χρόνια μπήκε ποτέ στον πειρασμό να αλλάξει τη μουσική. Με κοιτάζει μάλλον ενοχλημένος και απαντά: «Γιατί; Ο κόσμος διψάει γι’ αυτά τα πράγματα. Μπορείς να αφαιρέσεις από την ελληνική μουσική τον Τσιτσάνη, τον Χατζιδάκι, τον Σπανό, τον Ξαρχάκο, τον Θεοδωράκη, τον Ακη Πάνου, τον Ζαμπέτα; Πώς να τους αφαιρέσεις αυτούς τους ανθρώπους; Αυτοί είναι στο πετσί μας. Βάζεις Μητροπάνο και τραγουδάει όλο το μαγαζί, αυτό που συμβαίνει κάθε φορά δεν περιγράφεται. Βλέπεις ανθρώπους 65-70 χρονών να τσουγκράνε και να τραγουδάνε παρέα με 25 χρονών παιδιά».
Ποιο είναι το μυστικό λοιπόν για να μπορεί να φτιάχνει τόσο ετερόκλητες αλλά δεμένες παρέες; «Μα, έτσι πρέπει να είναι. Τα μπαρ είναι σαν τα κουρεία και τα λουτρά. Από έναν ταξιτζή έχουμε απαίτηση να ξέρει τους δρόμους, άσε τώρα που βγήκε το GPS. Παλιά έπρεπε ο ταξιτζής να ξέρει τους δρόμους. Πώς γίνεται να έχουμε αυτή την απαίτηση την ίδια στιγμή που δίνουμε άδειες για μπαρ σε ανθρώπους που δεν έχουν μουσική παιδεία; Πιστεύω ότι έπρεπε να περνάμε από εξετάσεις, γιατί η μουσική δεν είναι αστείο πράγμα. Με τη μουσική παίζουμε με ψυχές. Τα αγαπάω αυτά τα τραγούδια. Το ίδιο έχει μεταλαμπαδευτεί στα παιδιά και για μένα είναι πολύ σημαντικό».
Το θέμα δεν είναι τα φράγκα, αλλά η επικοινωνία
«Ξέρεις τι απάντησα όταν με ρώτησαν ποιο είναι το αγαπημένο μου κοκτέιλ;» με ρωτάει. «Κάτσε να σου πω μια ιστορία για να καταλήξω εκεί. Ηρθε κάποτε εδώ καλή ώρα ένας σπουδαίος μουσικός, ο Μανώλης Πάππος, ένα πρωί που περίμενα την κάβα. Μπήκε στο μαγαζί με τα δυο του πιτσιρίκια. Κάθισε στο μπαρ τα παιδιά, τους έβαλα μια πορτοκαλάδα και εμείς ήπιαμε ένα σφηνάκι. Μόλις το ήπιαμε γυρνάει στον μικρό του και του λέει “αύριο, μεθαύριο θα έρχεσαι με τους φίλους σου και θα λες ότι ερχόσουν στο Μπάτμαν από τόσο δα πιτσιρίκι”. Περνάνε τα χρόνια και μια νύχτα που παίζω μουσική έρχεται ένα παλικαράκι, πολύ γλυκό παιδί, και μου λέει “τι ωραία τραγούδια είναι αυτά! Να πιούμε ένα σφηνάκι παρέα;”. Του λέω: “Να πιούμε, όμως δεν πίνω με αγνώστους”. Βάζω δύο σφηνάκια Glenfiddich και ρωτάω το όνομά του. “Οδυσσέας” μου απαντάει. “Οδυσσέας τι;” τον ξαναρωτάω. “Οδυσσέας Πάππος” απαντάει. Κι εκείνη τη στιγμή ένιωσα να μου φεύγουν δάκρυα. Ετσι, όταν με ρωτάνε ποιο είναι το αγαπημένο μου κοκτέιλ απαντώ Glenfiddich με δάκρυ».
Τα τελευταία πέντε χρόνια το Μπάτμαν λειτουργεί κάτω από την καθοδήγηση της Αθηνάς, της κόρης του Γιώργου. «Συνεχίζει με δικό της επιτελείο, με φίλους που κι αυτοί υπηρετούν το τραγούδι: μουσικοί, τραγουδιστές». Η νύχτα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Κάποιες φορές μπορεί εξαιτίας μιας άτσαλης κουβέντας να δημιουργηθεί παρεξήγηση. Πώς χειρίζεται κανείς κάτι τέτοιο; «Οπως πρέπει» λέει γελώντας ο Γιώργος, «γι’ αυτό είμαστε σε αυτό τον μικρό χώρο και όποιος μας αντέχει. Τι να κάνουμε;».
Πολλές φορές όταν ένα μαγαζί γνωρίζει μεγάλη επιτυχία ο ιδιοκτήτης μπαίνει στον πειρασμό να το μεταφέρει σε μεγαλύτερο χώρο. Στην περίπτωση του Μπάτμαν αυτό δεν συνέβη. «Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Γιατί όλα πρέπει να γίνονται για τα φράγκα δηλαδή; Αφού καλά περνάμε» λέει ο Γιώργος. «Θέλω να μπαίνει ο άλλος, να κάθεται εκεί που κάθεσαι εσύ τώρα κι εγώ την ώρα που παίζω μουσική να του λέω γεια και να με ακούει. Να μπορούμε να επικοινωνούμε, πώς το λένε. Για μένα έτσι πρέπει να είναι τα μπαρ, μικροί και ζεστοί χώροι. Αυτό δεν το κάνει μόνο ο χώρος, το κάνει ο κόσμος. Οι άνθρωποι που έρχονται εδώ και 30 χρόνια, όλοι αυτοί που θα έρθουν στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο να τραγουδήσουμε παρέα».
Ένα μεγάλο πάρτι γενεθλίων
Το Μπάτμαν (Θεοδωρήτου Βρεσθένης, Νέος Κόσμος) γιορτάζει τα 30 χρόνια απρόσκοπτης λειτουργίας του την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο (Λ. Συγγρού 143, Ν. Σμύρνη). Προσκεκλημένοι είναι όλοι όσοι μπήκαν νύχτα και βγήκαν με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Μουσικοί, τραγουδιστές, συγγραφείς, ποιητές, σκηνοθέτες, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, ανήσυχοι, απρόβλεπτοι, αντιρρησίες και όσοι τα κάνανε πλακάκια. Οσοι στριμώχτηκαν για να βαπτιστούν στη μοναδική ατμόσφαιρα που φτιάχνει στο deck ο Γιώργος Νάσιος. Τη μουσική αναδρομή αναλαμβάνουν η BandaLaika. Εναρξη: 22.30.
*Φωτογραφίες: Σωτήρης Δημητρόπουλος/Eurokinissi