Ο μπαγλαμάς του Μπάτη και τα μπουζούκια του Χιώτη

Ο μπαγλαμάς του Μπάτη και τα μπουζούκια του Χιώτη

Σχεδόν έναν αιώνα μετράει η ιστορία της οικογένειας Τσακιριάν στην κατασκευή έγχορδων οργάνων.

Ο Κάρολος Τσακιριάν που εδώ και χρόνια συνεχίζει την παράδοση έχει κατασκευάσει μεταξύ άλλων μπουζούκια για τον Γιάννη Σταματίου (Σπόρο), τον Λάκη Καρνέζη, τον Γιάννη Τατασόπουλο, ενώ το οργανοποιείο του είναι τόπος συνάντησης δεξιοτεχνών όπως ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Γιάννης Μωραΐτης και ο Μανώλης Καραντίνης. Μπαίνοντας στο μαγαζί για να τον συναντήσω το πρώτο πράγμα που μου τραβάει την προσοχή είναι μια παλιά κιθάρα. «Την έφτιαξε στις αρχές του ’60 ο πατέρας μου για τον Καζαντζίδη» μου λέει. Πάνω από τα υπό κατασκευή μπουζούκια κρέμονται φωτογραφίες σπουδαίων δεξιοτεχνών με όργανα που έχει κατασκευάσει η οικογένειά του. Του ζητάω να μου αφηγηθεί την ιστορία από την αρχή.

Η οικογένεια ξεκίνησε να ασχολείται με τον τομέα της οργανοποιίας το 1924, όταν ο Αγκόπ Τσακιριάν, πρόσφυγας στον Πειραιά μετά την καταστροφή της Σμύρνης, θέλησε να φτιάξει ένα ούτι στο εργαστήριο του γαμπρού του, Αράμ Παπαζιάν. «Κατασκεύασε το όργανο με τη βοήθεια του Αράμ αλλά τελικά έγινε τόσο καλό που κάποιος πελάτης ζήτησε να το αγοράσει. Ο παππούς μου αρχικά αρνήθηκε, αλλά επειδή ο πελάτης έδινε πολλά χρήματα, ο Αράμ τον έπεισε να το δώσει και του πρότεινε να φτιάξουν άλλο για εκείνον». Αυτή ήταν η αφορμή για να καταλάβει ότι ο δρόμος του πλέον ήταν η οργανοποιία. Αρχικά εργάστηκε ως βοηθός του Αράμ αλλά μέσα σε δέκα χρόνια έγιναν συνέταιροι. Η επιχείρηση πέρασε στα χέρια του Αγκόπ μετά τον θάνατο του Αράμ το 1943.

Επειδή ο Πειραιάς ήταν το κέντρο του εμπορίου της εποχής υπήρχε μεγάλη κίνηση και στο εμπόριο μουσικών οργάνων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60. «Πολλοί ρεμπέτες πέρασαν από το εργαστήριο του παππού μου, όπως περνούσαν κι από τα μαγαζιά άλλων οργανοποιών της περιοχής, μεταξύ των οποίων ο Βαμβακάρης, ο Μπαγιαντέρας, ο Γιοβάν Τσαούς και ο Μπάτης». Τον μπαγλαμά που κουβαλούσε ο Μπάτης στην τσέπη του παλτού του και με τον οποίο θάφτηκε, έπειτα από επιθυμία του, τον είχε φτιάξει ο Αγκόπ Τσακιριάν. Ρωτάω τον Κάρολο τι είναι αυτό που κάνει ένα όργανο τόσο μοναδικό ώστε κάποιος να ζητήσει να ταφεί μαζί του. «Το σημαντικότερο όλων έχει να κάνει με τον ήχο και την παικτικότητα, που είναι αποτέλεσμα συνδυασμού τεχνικής και εμπειρίας. Μεταξύ άλλων αφορά την ακουστική ικανότητα του κατασκευαστή, πόσο καλά δηλαδή μπορεί να ακούει κάποιες λεπτομέρειες ώστε να δώσει στο όργανο το κάτι παραπάνω που θα το κάνει ιδιαίτερο».

Στα βήματα του Οννίκ

Ο πατέρας του Καρόλου, Οννίκ, ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του στην οργανοποιία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 άνοιξε μαγαζί στον Κορυδαλλό το οποίο και κράτησε δυο τρία χρόνια, ενώ στα τέλη του 1959 εγκατέστησε την επιχείρησή του στο κέντρο της Αθήνας όπου βρίσκεται σήμερα. «Εγώ άρχισα να έρχομαι εδώ από το 1965. Η τότε πλατεία Βάθης δεν είχε σχέση με τη σημερινή. Καταρχάς είχε περατζάδα, είχε κόσμο πολύ, είχε πολλά υπουργεία, ξενοδοχεία και απέναντι ακριβώς από το μαγαζί υπήρχε ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της Αθήνας, που ανήκε στον Παντελή, ο οποίος είχε έρθει από την Πόλη μετά τα Σεπτεμβριανά. Ο πατέρας μου εκεί έτρωγε κάθε μέρα. Μια μέρα πήγε και τον Μανώλη τον Χιώτη, ο οποίος σηκώθηκε και έδωσε συγχαρητήρια στον μάγειρα».

Το πρώτο μπουζούκι που πήρε ο Χιώτης από τον Οννίκ Τσακιριάν σύμφωνα με τον γιο του ήταν ένα μαύρο με αγγελάκια, με το οποίο είχε εμφανιστεί στις ελληνικές ταινίες της εποχής. Το 1962 του έφτιαξε ένα άλλο με το οποίο τον έθαψαν όταν έφυγε από τη ζωή πρόωρα τον Μάρτιο του 1970. Ρωτάω τον Κάρολο για το μαύρο μπουζούκι με φιγούρα την Ακρόπολη που κρατάει ο Χάρης Λεμονόπουλος στην πιο γνωστή από τις σπάνιες φωτογραφίες του. Μου επιβεβαιώνει ότι κι αυτό ήταν κατασκευή του πατέρα του.

Ο Χιώτης είχε όλο το πακέτο, λέει ο Κάρολος. «Ηταν πολύ καλός συνθέτης και παίκτης και είχε πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Ο,τι έκανε το είχε με γνώμονα να αφήσει κάτι καλό στη λαϊκή μουσική και όχι για να βγάλει όσο περισσότερα χρήματα μπορούσε, όπως έκαναν άλλοι». Οταν πήγαινε ο Χιώτης να αγοράσει μπουζούκι ήταν πολύ απαιτητικός, σε αντίθεση με τον Μπέμπη (Δημήτρης Στεργίου), τον οποίο γνώρισε ο Κάρολος στο οικογενειακό οργανοποιείο. «Ο Μπέμπης δεν είχε κανένα πρόβλημα. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να ακούγεται το όργανο. Ηταν εξαιρετικός παίκτης αλλά δεν άφησε τίποτε πίσω του εφάμιλλο των ικανοτήτων του. Ηταν αυτοκαταστροφική προσωπικότητα».

Τον ρωτάω ποιος ήταν ο πιο απαιτητικός. «Ο Σπόρος (Γιάννης Σταματίου) ήταν απόλυτος σε ό,τι αφορά το παικτικό μέρος. Ηθελε συγκεκριμένα πράγματα. Λίγο να ξέφευγε το όργανο από αυτά που ζητούσε είχε πρόβλημα. Επρεπε να το φτιάξεις σε συγκεκριμένες διαστάσεις, με συγκεκριμένο τρόπο, δεν το διαπραγματευόταν. Κάποιοι άλλοι δεν ήταν τόσο απαιτητικοί. Ο Γιάννης ήταν όμως. Και ήταν και βιρτουόζος, όχι αστεία πράγματα».

Όπως λέει ο Κ. Τσακιριάν «το ξύλο που έχει δουλέψει πολύ καλά για το καπάκι του μπουζουκιού είναι το ευρωπαϊκό έλατο. Αυτό που έχει χρησιμοποιηθεί περισσότερο τα τελευταία εκατό χρόνια για το σκάφος του οργάνου είναι η καρυδιά, ενώ καλύτερες ποιότητες θεωρούνται ο πολύσανδρος και ο έβενος». Οσο συζητάμε μου αποσπά την προσοχή ένα μπουζούκι υπό κατασκευή. «Αυτό το φτιάχνω για τον Μανώλη Καραντίνη. Είναι αδερφάκι του μπουζουκιού που είχε ο Χιώτης».

Οπως λέει, ο κατασκευαστής καταλαβαίνει κατά 95% τι ήχο θα δώσει το όργανο ανάλογα με το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο. «Συμβαίνει ωστόσο κάποιες φορές να χρησιμοποιείς κάποια ξύλα που να περιμένεις ότι θα έχουν πολύ μεγάλη απόδοση και να μην ανταποκρίνονται, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ένα ξύλο να σου δώσει πολύ περισσότερα απ’ όσο περιμένεις».

Τα χρόνια στην Αμερική

Το 1971 ο Οννίκ εγκαταστάθηκε στην Αμερική. «Δούλεψε δύο χρόνια στη Fender ως ειδικός τεχνίτης και έτσι κατάφερε να πάρει την πράσινη κάρτα. Ωστόσο, επειδή στο Λος Αντζελες είχε ελάχιστους φίλους, μεταξύ των οποίων ο Γιάννης Σταματίου και ο Παναγιώτης Μπράβος, ο οποίος είχε δύο πολύ καλά μαγαζιά εκεί, είχε πάντα στο μυαλό του να πάει στη Νέα Υόρκη. Μόλις πήρε την πράσινη κάρτα πήγε στην Αστόρια». Ο Κάρολος πήγε στην Αμερική το 1977, όταν ακόμη τα μαγαζιά με ελληνική μουσική κρατούσαν καλά στο Μανχάταν. Οπως λέει, εκείνη την εποχή έβλεπες πολλούς Αμερικανούς να διασκεδάζουν με ελληνική μουσική και να θαυμάζουν χορεύτριες της κοιλιάς. «Τότε ακόμη το πρόγραμμα είχε και το αμερικανικό στοιχείο. Μετά άρχισε να χαλάει. Τα μαγαζιά άρχισαν να μη φροντίζουν αρκετά την κουζίνα τους, με αποτέλεσμα οι Αμερικανοί να σταματήσουν να πηγαίνουν. Γύρω από την 8η Λεωφόρο υπήρχαν καμιά δεκαπενταριά ελληνικά μαγαζιά, τα οποία σταδιακά έκλεισαν».

Τον ρωτάω σχετικά με τους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού που «κατάπιε» η Αμερική. «Η συντριπτική πλειονότητα φαγώθηκε εκεί» λέει. «Καταρχάς πολλοί έπεσαν στον τζόγο. Είχα γνωρίσει κάποτε στην Αστόρια έναν Κεχαγιά που μου είπε ότι ήταν το πρώτο μπουζούκι που πήγε στην Αμερική μετά τον πόλεμο. Οταν βγήκε για πρώτη φορά να παίξει σε κόσμο, στις πρώτες πέντε νότες η χαρτούρα άρχισε να καταφτάνει σε κουβάδες. Μιλάμε για πάνω από 1.000 δολάρια τη βδομάδα το 1945-50 – ιλιγγιώδες ποσό. Οπως μου είπε, τα είχε φάει όλα. Ολοι αυτοί μπήκαν σε λούκι γιατί είχαν εύκολα τα λεφτά και πολύ χρόνο. Σκέψου ότι εκεί ο ένας από τον άλλο ήταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Δεν είχαν τη δυνατότητα να βρεθούν μεταξύ τους, να παίξουν για να ακούσει ο ένας τον άλλο, με αποτέλεσμα να είναι απομονωμένοι με πολλά λεφτά και πολύ χρόνο. Κάπως έτσι έπεφταν στον τζόγο».

Στην Ελλάδα ο Κάρολος επέστρεψε το 1993, έπειτα από 17 χρόνια στην Αστόρια όπου διατηρούσε το δικό του εργαστήριο, και επέκτεινε την οικογενειακή επιχείρηση στην Αθήνα. Τον ρωτάω αν ο ίδιος παρατηρεί πτώση του μπουζουκιού σήμερα. «Ελάχιστα κομμάτια γράφονται πλέον για μπουζούκι. Στις μεγάλες πίστες είναι πολύ αισθητός ο περιορισμός του. Από την άλλη, στα μουσικά μεζεδοπωλεία ακούς πολύ μπουζούκι».

Την τελευταία πενταετία την οικογενειακή παράδοση συνεχίζει μαζί του η κόρη του, Βεανούς. «Πριν από πέντε χρόνια, την εποχή που σκεφτόταν να κάνει μεταπτυχιακό, μου είπε ότι θα ήθελε να δοκιμάσει αν μπορεί να κάνει αυτήν τη δουλειά. Δεν είχα σκεφτεί μέχρι τότε ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο και εξεπλάγην ευχάριστα. Η Βεανούς μπήκε στη δουλειά με πολλή όρεξη, περισσότερη απ’ όση είχα εγώ στην ηλικία της». Τον ρωτάω πώς νιώθει έπειτα από τόσα χρόνια εμπειρίας. «Ακόμη μαθαίνω, συνέχεια ανακαλύπτω πράγματα» απαντά.

Φωτογραφίες: Μιχάλης Καραγιάννης/Eurokinissi & Αρχείο Κάρολου Τσακιριάν

Documento Newsletter