Οταν το 1870 ξέσπασε ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος ο Κλοντ Μονέ, ο οποίος μόλις είχε παντρευτεί την Καμίλ Ντονσιέ, αναζήτησε καταφύγιο στο Λονδίνο με στόχο να αποφύγει τη στράτευση. Εκεί ήρθε σε επαφή με τα έργα των Τζον Κόνσταμπλ και Ουίλιαμ Τέρνερ και εντυπωσιάστηκε από τον τρόπο που απέδιδαν τις φωτοσκιάσεις, κυρίως στα έργα του Τέρνερ όπου αποτυπωνόταν η ομίχλη πάνω από τον Τάμεση. Την επόμενη χρονιά, με το τέλος του πολέμου, ο Μονέ επέστρεψε στη Γαλλία και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Αρζεντέιγ, όπου επηρεασμένος από τους Ολλανδούς ζωγράφους αφιερώθηκε στην απόδοση της φύσης γύρω από τον Σηκουάνα.
Φαίνεται πως το τοπίο του Αρζεντέιγ ήταν ιδιαίτερα όμορφο –επίσης ήταν πολύ κοντά στο Παρίσι– και στάθηκε πηγή έμπνευσης και για άλλους ιμπρεσιονιστές, όπως ο Μανέ και ο Ρενουάρ. Ο Μονέ ζωγράφιζε στην ύπαιθρο προσπαθώντας να αποτυπώσει το φως της περιοχής, καθώς και τη στιγμή, την εικόνα που αιχμαλωτίζει το μάτι κοιτάζοντας το τοπίο. Ο ίδιος υποστήριζε ότι είχε ολοκληρώσει τους καλύτερους πίνακές του μέσα σε μόλις μισή ώρα. «Ο Μονέ είναι μόνο ένα μάτι, αλλά, Θεέ μου, τι μάτι!» έλεγε ο Πολ Σεζάν.
Μεταξύ των έργων που φιλοτέχνησε στην περιοχή, όπου έζησε μέχρι το 1878, συγκαταλέγεται η σειρά που απεικονίζει τα λιβάδια με τις παπαρούνες στις όχθες του ποταμού. Ο πιο γνωστός πίνακας της σειράς είναι εκείνος που δημιουργήθηκε το 1873 στον οποίο αποτυπώνεται η στιγμή κατά την οποία δύο γυναίκες και δύο παιδιά διασχίζουν ένα τέτοιο λιβάδι και συγκαταλέγεται στους πιο γνωστούς του 19ου αιώνα, γεγονός στο οποίο οφείλει τις εκατοντάδες αναπαραγωγές κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν (σήμερα μπορεί να τον βρει κανείς ακόμη και σε ομπρέλα και φουλάρι για τον λαιμό). Για την ιστορία, λιβάδια με παπαρούνες δεν έχει ζωγραφίσει μόνο ο Μονέ αλλά και αρκετοί ιμπρεσιονιστές, ενώ αρκετές εκδοχές έχει φιλοτεχνήσει και ο Βαν Γκογκ.