Με την ευκαιρία της έκθεσης «Μιχάλης Κακογιάννης: Ο κόσµος του – Ο κόσµος µας» στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης θυμάται στιγμιότυπα με τον μεγάλο σκηνοθέτη.
Ο Μιχάλης Κακογιάννης είναι ο πρώτος Ελληνας σκηνοθέτης που κατάφερε να γίνει πασίγνωστος στο εξωτερικό, κυρίως χάρη στην προβολή των ταινιών του στο Φεστιβάλ Καννών (και στη συνέχεια και σε άλλα διεθνή φεστιβάλ), παρόλο που πριν από τον Κακογιάννη κάποιες άλλες ελληνικές ταινίες είχαν πάρει µέρος στο διαγωνιστικό πρόγραµµα του εν λόγω φεστιβάλ. Η επιτυχία του µε ταινίες όπως το «Κυριακάτικο ξύπνηµα» (1954), η «Στέλλα», το «Τελευταίο ψέµα», η «Ηλέκτρα» (βραβείο καλύτερης κινηµατογραφικής µεταφοράς – προβολή στην οποία είχα τότε, νεαρός δηµοσιογράφος, παραστεί στις Κάννες και αργότερα στο ξέφρενο πάρτι που οργάνωσε η United Artists στην πλαζ του ξενοδοχείου Carlton) δεν περιορίστηκε στις Κάννες, καθώς οι ταινίες του διανεµήθηκαν και προβλήθηκαν σε αίθουσες του εξωτερικού, όπως στην Αγγλία και τη Γαλλία.
Προσωπικά θυµάµαι τις προβολές των πρώτων ταινιών του σε κινηµατογράφους τέχνης του Λονδίνου – classic cinemas ονοµάζονταν. Σε αυτές, όπου συνήθως οργανώνονταν εβδοµάδες µε διάφορα αφιερώµατα στο έργο του Μπέργκµαν, του Ζακ Τατί, των αδερφών Μαρξ, του Ακίρα Κουροσάβα κ.ά., ξεχωριστή θέση είχαν και οι ταινίες του Κακογιάννη, µε το «Sight and Sound», ένα από τα πιο σοβαρά και παγκοσµίως γνωστά κινηµατογραφικά περιοδικά, να παρουσιάζει µέσα από διθυραµβικές κριτικές τις ταινίες του. Σε ένα από τα τεύχη του µάλιστα είχε βάλει στο εξώφυλλο φωτογραφία της Ελλης Λαµπέτη σε σκηνή από το «Τελευταίο ψέµα», η µόνη φορά απ’ ό,τι γνωρίζω που το περιοδικό, στα 90 µέχρι σήµερα χρόνια της ιστορίας του (από τα λιγοστά που εξακολουθούν να κυκλοφορούν µέχρι σήµερα), έχει βάλει φωτογραφία από ελληνική ταινία στο εξώφυλλό του.
Γνώρισα τον Μιχάλη Κακογιάννη προσωπικά στην Αθήνα το 1964, όταν µου έδωσε συνέντευξη που δηµοσιεύτηκε στην «Αυγή» για την ταινία του «Αλέξης Ζορµπάς» την οποία τότε ετοίµαζε. Από τότε συναντηθήκαµε αρκετές φορές, είτε σε δηµοσιογραφικές προβολές ταινιών του είτε σε ιδιωτικές συναντήσεις µε αφορµή το φεστιβάλ Πανόραµα Ευρωπαϊκού Κινηµατογράφου που διοργανώνω από το 1988 – το Πανόραµα πρέπει να πω ότι τον τίµησε µε το Ειδικό Βραβείο για το σύνολο του έργου του. Σε ένα από τα Πανοράµατα µάλιστα, όταν φιλοξενούµενος του φεστιβάλ ήταν ο Αµερικανός σκηνοθέτης Φράνσις Φορντ Κόπολα για να τιµηθεί µε το Ειδικό Βραβείο, ο Μ. Κακογιάννης µας παραχώρησε πρόθυµα την αίθουσα του ιδρύµατός του για να γίνει το Q&A µε τον σκηνοθέτη του «Νονού», ενώ ο ίδιος είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και να συνοµιλήσει από κοντά µε τον διάσηµο καλεσµένο µας.
Ενα άλλο επεισόδιο που θυµάµαι µε τον Κακογιάννη είναι όταν στο Πανόραµα αποφάσισα να ζητήσω από δέκα Eλληνες σκηνοθέτες να προτείνουν την καλύτερη ελληνική ταινία που αγάπησαν για να τις συµπεριλάβω στο πρόγραµµα. Ο Κακογιάννης, που αρχικά νόµισε πως του ζητούσα να µου υποδείξει µια από τις δικές του ταινίες, πρότεινε την πιο πρόσφατη που είχε γυρίσει. Μια στάση –αξίζει να τονίσω– που χαρακτηρίζει όλους τους σκηνοθέτες µας, οι οποίοι πάντα θεωρούν καλύτερο φιλµ τους το πιο πρόσφατο έστω κι αν αυτό συχνά δεν είναι. Πάντως όταν του εξήγησα πως εννοούσα ταινία άλλου Ελληνα σκηνοθέτη, ο Κακογιάννης µου πρότεινε να διαλέξω µια συγκεκριµένη ταινία του Σταύρου Τορνέ αναφέροντας: «Να και µια ταινία ενός σκηνοθέτη που τελευταία όλοι εσείς οι κριτικοί έχετε αγαπήσει και που αξίζει να προβληθεί και να την ξαναδούµε».