Ο Μητσοτάκης τρέμει κάθε μέτρο που μειώνει τον ΦΠΑ

Ο Μητσοτάκης τρέμει κάθε μέτρο που μειώνει τον ΦΠΑ

Χαστούκι ΕΕ στην κυβέρνηση που απέφυγε να ενσωματώσει δύο ευρωπαϊκές οδηγίες για να συνεχίσει να εισπράττει υψηλά φορολογικά έσοδα εκμεταλλευόμενη την ακρίβεια

Την περασμένη εβδομάδα έγινε γνωστό ότι η Κομισιόν έστειλε προειδοποιητική επιστολή προς την ελληνική κυβέρνηση γιατί δεν ενέταξε δύο ευρωπαϊκές οδηγίες για τον ΦΠΑ στην εθνική νομοθεσία ως τις 31 Δεκεμβρίου 2024 ως όφειλε.

Η μία ήταν η οδηγία 2022/542 που επιτρέπει την ευρύτερη χρήση μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ κάτω του 5% ή και μηδενικών από τα κράτη-μέλη για πολλά βασικά προϊόντα. Τα προϊόντα αυτά είναι τα τρόφιμα και ποτά, εκτός των αλκοολούχων, οι σπόροι, τα φυτά, τα φάρμακα, ο ιατρικός εξοπλισμός, η μεταφορά επιβατών, ό,τι έχει σχέση με βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, τα ενοίκια κ.λπ.

Η δεύτερη ήταν η οδηγία 2020/285 που αφορά την απαλλαγή από τον ΦΠΑ των πολύ μικρών επιχειρήσεων. Αυξάνει ως τις 85.000 ευρώ το όριο του ετήσιου τζίρου κάτω από το οποίο επιτρέπεται στις μικρές επιχειρήσεις να πουλάνε αγαθά και υπηρεσίες χωρίς να επιβάλλουν ΦΠΑ – αν και παραμένει στη διακριτή ευχέρεια των κρατών-μελών να βάλουν τον πήχη της απαλλαγής από τον ΦΠΑ όπου θέλουν, ακόμη και πολύ χαμηλότερα από τις 85.000.

Ετσι για παράδειγμα η Ελλάδα, από τα χρόνια των μνημονίων, έχει όριο απαλλαγής από τον ΦΠΑ για τζίρους ως 10.000 ευρώ και υποτίθεται ότι εδώ και χρόνια εξετάζει, αλλά δεν αποφασίζει την αύξηση του ορίου στις 25.000 ευρώ. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες το όριο για ένταξη στον ΦΠΑ είναι πολύ υψηλότερο, π.χ. στην Ολλανδία και στο Βέλγιο είναι 25.000 ευρώ, στην Πολωνία, τη Λετονία και την Εσθονία 40.000, ενώ σε Τσεχία, Ρουμανία και Ιταλία φτάνει τις 85.000.

Για να είμαστε ειλικρινείς, το ότι η Κομισιόν έστειλε την προειδοποιητική επιστολή δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Σημαίνει ότι η κυβέρνηση έχει στη διάθεσή της δυο μήνες για να μεταφέρει τις οδηγίες στο εθνικό δίκαιο και να ενημερώσει γι’ αυτό την Κομισιόν. Μόνο αν δεν το κάνει, η Κομισιόν μπορεί να δρομολογήσει μέτρα κατά της Ελλάδας.

Ούτε… συζήτηση

Αν κάτι προκαλεί ωστόσο ερωτήματα σε αυτή την ιστορία είναι ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση δεν θέλησε να ενσωματώσει τις ευρωπαϊκές οδηγίες περί ΦΠΑ στην εθνική νομοθεσία δεδομένου ότι περιγράφουν δυνατότητες και δεν την υποχρεώνουν ούτε να μειώσει ή να μηδενίσει τους συντελεστές ΦΠΑ για ορισμένα είδη πρώτης ανάγκης –είναι γνωστό ότι δεν θέλει– ούτε να αυξήσει το όριο τζίρου για την απαλλαγή των μικρών επαγγελματιών κι επιχειρήσεων από τον ΦΠΑ. Ο προφανής λόγος είναι ότι η κυβέρνηση θέλει να αποφύγει κάθε πολιτική συζήτηση περί μείωσης του ΦΠΑ, γεγονός αδύνατο αν εισαγάγει στη Βουλή νομοσχέδιο για την ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών οδηγιών.

Το θέμα του ΦΠΑ αποτελεί πλέον τεράστιο αγκάθι για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, καθώς από το 2021 συνδέεται αφενός με την ακρίβεια που αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα των νοικοκυριών κι έχει ανάλογο πολιτικό κόστος, αφετέρου με τα πρωτογενή υπερπλεονάσματα τα οποία επιδιώκει.

Για την ιστορία, ως το 2009 η Ελλάδα είχε βασικό συντελεστή ΦΠΑ 19%. Το 2010 η κυβέρνηση Παπανδρέου τον ανέβασε στο 23% και το 2016 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τον πήγε στο 24%, ενώ η ΝΔ ασκούσε τότε σκληρή κριτική. Στο προεκλογικό πρόγραμμά της το 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποσχέθηκε μείωσή του τουλάχιστον στο 23%, αλλά όταν εκλέχθηκε άρχισε να μειώνει άλλους άμεσους φόρους.

Με εκκρεμή την προεκλογική υπόσχεση περί μείωσης του ΦΠΑ, όταν από το 2021 ξεκίνησε το μεγάλο πληθωριστικό κύμα σε τρόφιμα και ενέργεια, σύσσωμη η αγορά, σουπερμαρκετάδες, εκπρόσωποι της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών, διάφοροι επιχειρηματικοί φορείς, βεβαίως και η αντιπολίτευση ζήτησαν μετ’ επιτάσεως τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ και ο Αδωνης Γεωργιάδης, όσο ήταν στο υπουργείο Ανάπτυξης, δεν το απέκλειε.

Αυξήθηκαν τα έσοδα

Κάποια στιγμή η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι, αφού ο ΦΠΑ είναι φόρος αποκλειστικά επί των τιμών των καταναλωτικών αγαθών που πληρώνουν τα νοικοκυριά, όσο αυξάνεται η ακρίβεια τόσο αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου από τον ΦΠΑ. Οι αριθμοί μιλούσαν από μόνοι τους: στην πενταετία 2018-23, με αύξηση του ΑΕΠ κατά 16,21% σε τρέχουσες τιμές (λόγω του υψηλού πληθωρισμού), τα φορολογικά έσοδα από τον ΦΠΑ αυξήθηκαν από 16,22 δισ. ευρώ το 2018 σε 23,38 δισ. ευρώ το 2023 ή κατά 44%, περισσότερο από κάθε άλλη κατηγορία δημόσιων εσόδων. Ετσι το 2023 η κυβερνητική θέση άλλαξε κι έγινε «καμία μείωση ΦΠΑ» διότι κατά τον Θεόδωρο Σκυλακάκη «από τη μείωση του ΦΠΑ επωφελούνται περισσότερο τα υψηλά εισοδήματα» (!).

Την κυβερνητική θέση έχει υποστηρίξει με κάθε επισημότητα και η Τράπεζα της Ελλάδος. Στην Ενδιάμεση Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2024 ανέφερε ότι η μείωση του ΦΠΑ οδηγεί σε μείωση τιμών αλλά με προσωρινό χαρακτήρα και εν πάση περιπτώσει στην Ελλάδα, ακόμη κι αν μειωθεί ο ΦΠΑ, οι τιμές θα ξανανέβουν γιατί έχουμε «ατελή ανταγωνισμό» και «πολλά ολιγοπώλια».

Ο,τι κι αν δηλώνει όμως η ΤτΕ, παραμένει γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που όλο επαίρεται πως μειώνει φόρους, αν ήθελε να βοηθήσει τα λαϊκά νοικοκυριά με την ακρίβεια, θα μείωνε τον ΦΠΑ. Γι’ αυτό και το ΠΑΣΟΚ τον περασμένο Νοέμβριο πρόβαλε ως μία από τις πρώτες προτάσεις του –ως αξιωματική αντιπολίτευση πλέον– τη μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά. Τα κυβερνητικά στελέχη έσπευσαν βεβαίως να κατηγορήσουν τον Νίκο Ανδρουλάκη για λαϊκισμό, αλλά εκείνος τους έδωσε την πληρωμένη απάντηση: «Δεν λέμε κάτι διαφορετικό από ό,τι υποσχέθηκε η ΝΔ το 2019 και δεν τήρησε».

Διαβάστε επίσης:

Τέμπη – Μητέρα Ιφιγένειας: «57 νεκροί στη σειρά και κανείς φυλακή – Όλοι αγκαλιάζουν τα παιδιά τους και εγώ το κενό»

Ας μην τρελαινόμαστε, απλά να το συνηθίσουμε

Persona non grata για το Μαξίμου ο επηρμένος Αδωνης

Τέμπη: Δύο χρόνια μετά τρένα κινούνται στα τυφλά – Πατέντες για τις βλάβες και απαρχαιωμένος εξοπλισμός

Κεφαλονιά: Μεγάλες καταστροφές από την κακοκαιρία – Πλημμύρες, κατολισθήσεις και εγκλωβισμοί, δεν χτύπησε το 112 (Photos-Videos)

Documento Newsletter