Κάθε αυταρχικός ηγέτης µεθοδεύει µια απάτη για τους άλλους και µια αυταπάτη για τον εαυτό του. Η απάτη αφορά όσα επικαλείται, πως ό,τι κάνει το κάνει για το καλό (µας). Η αυταπάτη είναι η πίστη του ότι αυτή την απάτη θα τη συνεχίσει µε επιτυχία και για πάντα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επιλέξει τον γνωστό τρόπο να πολιτεύεται. Φυσικά το κάνει για καλό (του) και είναι βέβαιος ότι αυτό το 41% είναι και επιβράβευση και άδεια να συνεχίσει. Για ένα µεγάλο, απ’ ό,τι αποδεικνύεται, κοµµάτι του πληθυσµού η επιβολή, ο ηγεµονισµός και η αυθαιρεσία είναι απόδειξη χαρακτήρα και αποφασιστικότητας. Το ερώτηµα γιατί συµβαίνει κάτι τέτοιο δεν έχει εύκολη και µονοδιάστατη απάντηση.
Η χώρα έχει ζήσει επί δεκαετίες σε καταστάσεις ανωµαλίας, οι θεσµοί ακόµη και την περίοδο της δηµοκρατίας ήταν ναρκοθετηµένοι από πρόσωπα και αντιλήψεις που υπηρέτησαν τη συντήρηση και τη διαφθορά, ενώ ο προοδευτικός κόσµος ταύτισε την πρόοδο και την αλλαγή µε τον καταναλωτισµό και την επικράτηση του προσωπικού συµφέροντος ως αντίποδες της αµφίβολης κοινωνικής σταθερότητας. Φυσικά υπάρχουν και διεθνείς παράγοντες που συνέβαλαν στην ελληνική πορεία.
Η Αριστερά και η σοσιαλδηµοκρατία στην Ευρώπη, κυρίως µετά την πτώση του Τείχους, δεν µπόρεσαν να προσδιορίσουν τη θεωρία και την πρακτική τους στον σύγχρονο κόσµο. Κράτησαν τις θεωρητικές τους ευαισθησίες για το κοινωνικό κράτος και το κράτος δικαίου, αλλά δεν µπόρεσαν να αντιπροτείνουν µια βάση για την οικονοµία και την πολιτική που θα ήταν πραγµατικό ανάχωµα στην επέλαση του ιπποδροµιακού καπιταλισµού. Η σοσιαλδηµοκρατία, µάλιστα, επέλεξε τις καταστροφικές συµµαχίες µε τα δεξιά κόµµατα. Στην Ελλάδα είχαµε το πιο γλαφυρό παράδειγµα συνεργασίας Ν∆ και ΠΑΣΟΚ τον καιρό της κρίσης που συνεχίζεται µε άλλη µορφή. Η Αριστερά ανακάλυψε ένα νέο ρόλο για να ανταποκριθεί στο αγωνιστικό της DNA: την άκρατη στήριξη σε κινήµατα αµερικανικής έµπνευσης και πολυτελούς διαµαρτυρίας που εµφάνιζαν το προσωπικό και δευτερεύον ως κοινωνικά πρωτεύον.
Σταδιακά και µε συναίνεση η κοινοβουλευτική δηµοκρατία πήρε τη µορφή είτε της τηλεοπτικής δηµοκρατίας είτε της δηµοκρατίας µε ανάθεση. Ο πολίτης µπορούσε να ψηφίζει, αλλά η ψήφος του αποτελούσε εξουσιοδότηση σε κυβερνήσεις και µη λογοδοτούσες αρχές να διαχειριστούν τη µοίρα του.
Υπήρχε καλύτερο περιβάλλον για να διαπρέψει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως τηλεοπτικό και σκηνοθετηµένο προϊόν; Εχουν περάσει πέντε χρόνια, αλλά ο Ελληνας πρωθυπουργός συνεχίζει να συναντά τυχαία στον δρόµο κοµπάρσους δανεισµένους από το κόµµα του οι οποίοι του δίνουν συγχαρητήρια µπροστά στις κάµερες.
Μπορεί να αντιστρέφει την πραγµατικότητα ξέροντας ότι απευθύνεται σε πολίτες τους οποίους έχει εκπαιδεύσει για να τους χειρίζεται.
Μπορεί να ενοχοποιεί τους νεκρούς των Τεµπών και τους συγγενείς τους αντί να απολογείται και ταυτόχρονα να παίρνει τα εύσηµα µέσω της κοινωνικής αδιαφορίας.
Οι δρόµοι της Αθήνας θυµίζουν Μπογκοτά, µε νεκρούς να δηλώνουν τη συνεχή ώσµωση µεταξύ µαφίας, αστυνοµίας και πολιτικής, αλλά όλα αυτά καταφέρνει να τα αντιλαµβανόµαστε σαν θεατές κάποιας ταινίας του Netflix.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατυπώνει τη διαµαρτυρία του για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, αλλά ο Μητσοτάκης επαναλαµβάνει διά στόµατος Μισέλ Ασηµακοπούλου βρόµικες κατηγορίες εναντίον εκείνων που ζητούν την αποκατάσταση των δηµοκρατικών αρχών. Για τραγική ειρωνεία, η ελληνική κυβέρνηση απευθύνεται στην Ολλανδή βουλευτή Σόφι Ιντ’ Φελτ που υπερασπίζεται τη δηµοκρατία στην Ελλάδα µε τα επιχειρήµατα που χρησιµοποιούσε η χούντα εναντίον του Ολλανδού ΥΠΕΞ Μαξ βαν ντερ Στουλ, ο οποίος υπήρξε εισηγητής στο Συµβούλιο της Ευρώπης υπέρ της αποκατάστασης της δηµοκρατίας στην Ελλάδα καταγγέλλοντας τα βασανιστήρια. Η Σόφι Ιντ’ Φελτ είναι ανθέλληνας, συκοφάντης και επικίνδυνη, όπως ακριβώς και ο Βαν ντερ Στουλ για τον Παπαδόπουλο.
Ο Μητσοτάκης µπορεί να επιβεβαιώνεται µέσω της εξαπάτησης, αφού αντί για τιµωρία για το καθεστώς του εισπράττει ποσοστά, αλλά υπάρχει και η αυταπάτη του. ∆εν µπορεί να το κάνει συνέχεια.
Υπάρχει ένα αδρό πολιτικό πρόβληµα. Ο Μητσοτάκης επικρατεί απέναντι σε µια αντιπολίτευση που δεν πείθει ότι µπορεί και θέλει. Αυτή η κατάσταση τον τοποθετεί σε επίπεδο ισχύος ακόµη κι αν κερδίσει µια πύρρεια νίκη στις ευρωεκλογές. Ποιος µπορεί να τον απειλήσει;
Πρώτα και κύρια η πραγµατικότητα. Ακόµη και η στρέβλωσή της δεν µπορεί εσαεί να λειτουργεί σαν όπλο. Ισχυρός αντίπαλος όµως είναι το τέρας που έφτιαξε. Η προσπάθεια του Μητσοτάκη να τελειώνει µε το σχέδιο νόµου για τον γάµο οµοφύλων και την τεκνοθεσία τους τον έφερε απέναντι σε όλα τα συντηρητικά και ακροδεξιά στοιχεία που χρησιµοποίησε και πάτησε για να φτιάξει τον θρόνο του.
Για πρώτη φορά δεν πρόκειται για κάποια τυφλή και υπόγεια µάχη ή για τον ανταρτοπόλεµο του Αντώνη Σαµαρά. Οι αντίπαλοι είναι πολλοί και κυρίως συστοιχισµένοι. ∆ηµιουργούν ενιαίο πλαίσιο αµφισβήτησης και απειλής. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που ο Μητσοτάκης δεν θέλει να καταψηφίσουν οι βουλευτές του το σχέδιο νόµο και τους προτρέπει σε αποχή.
Για πρώτη φορά, επίσης, ακόµη κι αν δεν υπάρχει τέτοια δηµόσια έκφραση, ένα πρόσωπο, ο Μάκης Βορίδης, γίνεται στα µάτια των πιο συντηρητικών οπαδών της Ν∆ ο στιβαρός πολιτικός και θαρραλέος εκφραστής τους. Γιατί όχι και ηγέτης ενός ακροδεξιού κόµµατος;
Οι πρόσφατες δηµοσκοπήσεις συµφωνούν όλες ότι ένα κόµµα τοποθετηµένο δεξιά της Ν∆ θα µπορούσε να πάρει γύρω στο 14%. Αν υπάρξει τέτοια εξέλιξη, ακόµη κι αν δεν αποτελεί αντιγραφή της πρακτικής Σαµαρά απέναντι στον πατέρα Μητσοτάκη τον οποίο έριξε από την εξουσία, θα είναι προβληµατική κατάσταση για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Γιατί δεν θα τελειώσει µόνο η αυταπάτη, αλλά θα θυµηθούν όλοι και τις υποκλοπές και τα Τέµπη και τους νεκρούς του κορονοϊού, ακόµη και ότι δεν µπορεί να µοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο.
ΥΓ.: Θέλω να θυµίσω ότι το πολιτικό σύστηµα στην Ελλάδα καθορίζεται πλέον όχι από τις πολιτικές αποφάσεις, την αξιοπρέπεια και τις φιλοδοξίες, αλλά από το υλικό που έχει καταγράψει το σύστηµα παρακολούθησης Predator. Θέλω να πω ότι είναι πολλοί που αναγκάζονται να «αγαπούν» τον Μητσοτάκη.