Ο Μήτσος Κασόλας στο Documento: «Η ποίηση δεν είναι μέρος του όλου, είναι το όλον»

«Ο πατέρας μου ήταν αριστερός και εδιώκετο συνεχώς. Αποφάσισε να βρει ένα τσαγκαράδικο στην Αθήνα, ως τσαγκάρης που ήταν, και σιγά σιγά μας τράβαγε έναν έναν εδώ. Ημασταν οκτώ άτομα, έξι παιδιά και οι γονείς», λέει ο Μήτσος Κασόλας (φωτογραφία: Σωτήρης Δημητρόπουλος / Eurokinissi)

Ο λογοτέχνης Μήτσος Κασόλας μιλάει για την ποίηση και το συλλογικό τραύμα μιας ολόκληρης γενιάς που υπέστη διώξεις, ενώ ανακαλεί μνήμες από τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μποστ, την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τα χρόνια στην Αμερική.

Ο Μήτσος Κασόλας είναι ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες λογοτέχνες, σεναριογράφους και δημοσιογράφους. Τα έργα του «Η άλλη Αμερική» (1973) και ο «Πρίγκιπας» (1981) έχουν τιμηθεί με μεγάλα βραβεία, ενώ το μυθιστόρημά του «Αγγελίνα», όπως και ο «Πρίγκιπας», μεταφέρθηκαν στην τηλεόραση. Ταυτισμένος με τον ποιητή Νίκο Καββαδία μέσα από μελέτες που συγκέντρωσε σε δύο βιβλία (το 2004 και το 2009), ο Κασόλας επέστρεψε πρόσφατα με ένα καινούργιο έργο μυθοπλασίας, το «Κατά Ιούδαν Ευαγγέλιο» (εκδόσεις ΚΨΜ), στο οποίο αναδεικνύει την επαναστατική φύση της χριστιανικής αγάπης. Στα 89 του χρόνια ο Κασόλας δηλώνει μαχητικά παρών, φιλοσοφώντας ταυτόχρονα για το επερχόμενο βιολογικό τέλος.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το 21ο βιβλίο σας, που σημαίνει πως στα 89 σας χρόνια παραμένετε δραστήριος.

Αρχισα να γράφω μόνο ποιήματα απ’ τα 14 και μέχρι τα 28 μου. Κάποια στιγμή μού πρότειναν απ’ τον Κέδρο να δείξω τα ποιήματά μου στον Γιάννη Ρίτσο. Πράγματι, ήταν καλή ιδέα, παρόλη τη συστολή μου μπροστά σε τέτοιο μεγαθήριο. Ημουν και 28 χρόνων, για τη δεκαετία του 1950 μιλάμε. Τόλμησα να συναντήσω τον Ρίτσο, που του είπα πως στην Ελλάδα οι περισσότεροι γράφουν, αν και δεν διαβάζουν ποίηση. Του εξήγησα πως, άμα δεν αξίζουν, να μην ταλαιπωρώ κι εγώ τους αναγνώστες και τον εαυτό μου. «Θα τα διαβάσω, κύριε Κασόλα» απάντησε ο Ρίτσος «και θα σας πω τη γνώμη μου, όπως μου τη ζητάτε, αλλά σε δύο μήνες από τώρα, γιατί έχω να ταξιδέψω στο εξωτερικό». Το απόγευμα της ίδιας μέρας μού τηλεφώνησε η Νανά Καλλιανέση από τον Κέδρο, φίλη όλων των αριστερών ποιητών. Πήγα από εκεί και έπεσα πάνω στον Ρίτσο. Οταν μου χαμογέλασε, σκέφτηκα πως πήγαινε να μου χρυσώσει το χάπι. Μου είπε: «Κύριε Κασόλα, τελικά θα σας απαντήσω τώρα. Παίρνοντας το τρόλεϊ να γυρίσω στο σπίτι, έριξα μια ματιά στα ποιήματά σας. Οταν έφτασα, με φώναξε η γυναίκα μου να κάτσουμε στο τραπέζι, αλλά δεν γινόταν ν’ αφήσω στη μέση κάτι που άρχισα. Να τα δημοσιεύσετε σαν μια δωρεά στη νεοελληνική ποίηση».

Τι όμορφο!

Ετσι βγήκαν οι «Μικρές μαρτυρίες», η πρώτη ποιητική συλλογή μου. Αφησα το βιβλίο στο θυρωρείο της «Αυγής» για τον Μποστ. Την επόμενη κιόλας μέρα, κάτω απ’ το χρονογράφημά του, είχε βάλει υστερόγραφο: «Προς τον Μήτσο Κασόλα: Είσαι ποιητής μέχρι το κόκαλο, σε διάβασα όλη τη νύχτα και για να μ’ ευχαριστήσεις πέρνα να γνωριστούμε». Γίναμε φίλοι με τον Μποστ επί σειρά ετών κι έχω πολλές ιστορίες γι’ αυτόν.

Είχατε ένα καλό βάπτισμα στην ποίηση με Ρίτσο και Μποστ.

Κι αμέσως ο Τάσος Λειβαδίτης είπε το εξής: «Με το πρώτο του ποιητικό βιβλίο, ο Κασόλας μπαίνει στη χωρία των ποιητών μας». Εμπνευση είχα αντλήσει απ’ τη ζωή τη δική μου και των φίλων μου. Είμαι θαυμαστής αυτού του κόσμου, ξέρετε, που θα τον χάσω σε λίγα χρόνια (χαμογελάει). Η ανάπτυξη των επιφωνημάτων θαυμασμού γεννάει την ποίηση και τη ζωγραφική, πόσο μάλλον όταν εγώ ήμουν χωρικός από ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας. Με τέτοια βιώματα μεγάλωσα εκεί ως τα 14 μου πριν έρθω στην Αθήνα το 1951. Ο πατέρας μου ήταν αριστερός και εδιώκετο συνεχώς. Αποφάσισε να βρει ένα τσαγκαράδικο στην Αθήνα, ως τσαγκάρης που ήταν, και σιγά σιγά μας τράβαγε έναν έναν εδώ. Ημασταν οκτώ άτομα, έξι παιδιά και οι γονείς.

Μια εξορία δεν ήταν να αφήνεις το χωριό σου για την Αθήνα;

Εχω έναν στίχο σχετικό στις «Μικρές μαρτυρίες»: «Από μικρό με πήραν και μ’ έφεραν στους κάμπους και μαθημένος ως ήμουν στις πέτρες να πατώ, βουλιάζω τώρα μες στους βάλτους της ασφάλτου». Γνώρισα όμως τον Ρίτσο και βγήκε η συλλογή μου – ποιος αγόραζε τότε ποίηση; Κι όμως, έμπαιναν άνθρωποι στα βιβλιοπωλεία και ζητούσαν τις «Μικρές μαρτυρίες». Τρελάθηκα εγώ τότε. Μετά ακολούθησαν η «Συγκομιδή» και το «Δελτίο καιρού» με το ομότιτλο ποίημα, ένα απ’ τα πιο σκληρά ποιήματα που έχω γράψει. Κατά τον Πάνο Γεραμάνη, ίσως ήταν το καλύτερο τραγούδι του αιώνα μας.

Βέβαια, το μελοποίησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος και το τραγούδησε η Μαρία Δημητριάδη.

Η Δημητριάδη μού έλεγε πως συγκινούνταν κάθε φορά που το τραγουδούσε. Ο Μαρκόπουλος είχε μελοποιήσει και το «Παπαντόπ» με τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Μου είχε πει ο Μαρκόπουλος ότι τη βραδιά του Πολυτεχνείου, που ήταν μέσα, έπαιζε το «Παπαντόπ» και δεν αναφέρεται πουθενά. Επεφτε η πύλη από το τανκς και ακουγόταν το «Παπαντόπ». Τώρα που μεγάλωσα πολύ και κάποιοι καταγράφουν τα γεγονότα, καλό είναι να τα λέμε αυτά. Για το ίδιο τραγούδι μού τηλεφώνησε η Μελίνα Μερκούρη από τη Νέα Υόρκη. Το ήθελαν για την ταινία «Δοκιμή» που έκαναν με τον Ντασέν. Περιαυτολογώ τώρα, αλλά ομολογώ ότι δεν ξέρω και πώς πάει με τις συνεντεύξεις. Οταν φτάνεις βέβαια στα 90 σου δεν ξέρεις τι να πεις και τι ν’ αφήσεις.

Επαγγελματίας στιχουργός δεν σας ενδιέφερε να γίνετε ποτέ;

Οχι. Η ποίηση δεν είναι μέρος του όλου, είναι το όλον. Ετσι προέκυψε ο Ομηρος που γέννησε τα παιδιά του, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο και όλους εμάς. Η ποίηση είναι σκληρό πράγμα, καμιά φορά αιμορραγείς γράφοντάς την. Εγώ, πάλι, δεν είμαι της γνώμης να κάνεις δυσνόητη την ποίησή σου, μιλώντας περί ανέμων και υδάτων. Αργότερα ακολούθησαν τα έργα μου «Χρονικό» και «Η άλλη Αμερική».

«Είμαι μπερδεμένος με την καύση ή την ταφή. Ως χωρικός θέλω τα κλασικά, τις νεκρώσιμες καμπάνες και όλα αυτά. Απ’ την άλλη, επειδή έχω παραμεγαλώσει κι έχω σκεφτεί, σαν να μην έχουν αξία όλα αυτά. Πέθανες; Τελείωσαν όλα»

Στην Αμερική βρεθήκατε κιόλας.

Αν δεν υπήρχε η Αλίκη Βουγιουκλάκη να μεσολαβήσει, δεν θα έφευγα ποτέ. Δούλευα τρία χρόνια στη Φίνος ως β΄ βοηθός του Ντίνου Δημόπουλου. Η Αλίκη, που μ’ αγαπούσε πολύ, με είδε μια μέρα στενοχωρημένο στο στούντιο. Είχα περάσει πάλι από την Ασφάλεια που με φώναζαν κάθε τρεις και λίγο. «Τι έχεις, ρε Μητσάκο;» με ρώτησε, παρόλο που δεν ήταν αριστερή, αλλά ούτε και δεξιά του κερατά. Ηταν καλός άνθρωπος και αντικειμενική. «Θα το τακτοποιήσουμε» μου είπε. Ισως είμαι ο μόνος ποιητής στην Ελλάδα που τον διάβασαν αστυνομικοί και μάλιστα ο αρχηγός της αστυνομίας. Ηθελα να φύγω απ’ την Ελλάδα γιατί έτσι και κάποιον τον τραβούσαν έτρωγε ξύλο. Η θεία της Αλίκης, που ήταν φίλη με τον αρχηγό της αστυνομίας, μεσολάβησε κι έφυγα. Θέλω να σας πω ότι η συζήτηση που είχα μ’ αυτόν τον άνθρωπο διήρκεσε μιάμιση ώρα, γιατί ήθελε να δει για ποιον θα υπέγραφε ώστε να έβγαινε εκτός Ελλάδας. Το ερώτημα του ήταν ένα: «Μορφωμένος άνθρωπος και γράφετε ωραία ποίηση, γιατί είστε κομμουνιστής;» Απάντησα: «Ο,τι γράφω είναι υπέρ της πατρίδας». Την επομένη, που ξαναπέρασα από την αστυνομία, οδός Ομήρου, είδα στο γραφείο του τον Εσταυρωμένο δακρυσμένο, το πουλί της χούντας και τα πορτρέτα του Παπαδόπουλου και των βασιλέων. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και είπα πως θα το πάρω το διαβατήριο εξαιτίας της εικόνας του Εσταυρωμένου. «Είμαι υποχρεωμένος να σας ακούσω» μου έλεγε αυτός «που έχασα τέσσερα μέλη της οικογένειάς μου από τους κομμουνιστοσυμμορίτες». Εκεί τον ρώτησα να μου πει για ποιο λόγο όμως έγινε ακροδεξιός. «Κι εγώ πιστεύω στον Εσταυρωμένο» άρχισα να του λέω, «εξακολουθεί όμως να είναι κρεμασμένος γιατί δεν υπάρχει αγάπη». Τα έχασε όταν του είπα πως έγινα αριστερός γιατί άκουγα στο χωριό μου τις κραυγές των αριστερών από τα βασανιστήρια. «Ηταν και ο πατέρας μου ανάμεσα σ’ αυτούς. Πώς θέλετε λοιπόν να μη γινόμουν κομμουνιστής; Ή θα πήγαινα με τη μεριά του ΕΛΑΣίτη πατέρα μου ή θα χανόμουν» του εξήγησα. Επειτα άρχισα να του λέω απέξω ολόκληρα εδάφια από την Καινή Διαθήκη. Είμαι παραμυθάς καλός, βλέπετε. Εφτασα στο σημείο να του πω πως όταν τελειώσει η δικτατορία, τα παιδιά θα διαβάζουν Κασόλα. Ετσι επιβεβαιώθηκα, αφού όταν ήρθε στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ με έβαλαν στα βιβλία της σχολικής μέσης εκπαίδευσης.

Πώς πήγατε τελικά στην Αμερική;

Αρχικά πήγα στο Λονδίνο. Εβλεπαν οι αστυνομικοί στο αεροδρόμιο του Λονδίνου το διαβατήριό μου, ενός μήνα μόνο, και γελούσαν. Υπήρχε ένας άλλος αστυφύλακας, ονόματι Πάνου, που απασχολούνταν στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας. Αυτός γύρισε και μου είπε: «Τα κατάφερες, θα σου δοθεί διαβατήριο, αλλά ξέρω πως θα μας καταγγείλεις διεθνώς και δεν θα ξαναγυρίσεις στην Ελλάδα». Εγώ του απάντησα: «Μα τι λέτε; Εργάζομαι βοηθός στη Φίνος Φιλμ. Θα παρατήσω τη δουλειά μου για να μείνω έξω;». Του είχε μπει η ιδέα ότι θα μιλούσα στο BBC κι εγώ σκεφτόμουν: «Ρε μαλάκα, θα σε κανονίσω τώρα. Μου άνοιξες τον δρόμο». Εφτασα λοιπόν στο Λονδίνο, όπου σπούδαζε η γυναίκα μου, η Αριάδνη. Της ζήτησα να με οδηγήσει στην ελληνική πρεσβεία την επόμενη μέρα. «Βρε Μήτσο, γλίτωσες από την Ελλάδα και θες τώρα να μπλεχτείς εδώ;» μου έλεγε, όμως ήμουν αποφασισμένος. Πήγαμε μαζί και ζήτησα τον μορφωτικό ακόλουθο. Πέρασα μέσα και, χωρίς να πω κουβέντα, πέταξα πάνω στο γραφείο του το διαβατήριο της χούντας. «Μια χαρά διαβατήριο είναι» μου είπε αυτός. «Ωραία, αφού είναι μια χαρά διαβατήριο, λέω να το πάω κι από το BBC» απάντησα. «Ε καλά, μη φτάσουμε και ως εκεί. Παρεξήγησις!». Ετσι κατάφερα να μου βγάλουν πενταετές διαβατήριο, έχοντας βέβαια φάει μέσα σ’ έναν χρόνο στο Λονδίνο όλες τις οικονομίες μου.

Η Ελλάδα σάς έλειπε;

Αν μου έλειπε; Ούτε μια μέρα δεν ήθελα να καθίσω έξω. Επιστρέψαμε το 1971 και κρατούσα κάποιες σημειώσεις απ’ τη ζωή μας στην Αμερική, που δεν άρεσε καθόλου στη γυναίκα μου. Ζητούσα πληροφορίες κοινών βιωμάτων, που είχαν σβηστεί τελείως στο μυαλό της. Ετσι προέκυψε η «Αλλη Αμερική», το πιο γνωστό μου βιβλίο. Ζήτησε να με γνωρίσει ο Νίτσος και μου υπέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος να τον γνωρίσω κι εγώ. Μου ζήτησε κομμάτια από το βιβλίο προς δημοσίευση. Φώναξε τον Λευτέρη Παπαδόπουλο στο γραφείο του: «Πάρε αυτά τα κείμενα και κάνε επιμέλεια». Ο Παπαδόπουλος λοιπόν ονόμασε το βιβλίο μου «Η άλλη Αμερική», που του άρεσε και γίναμε φίλοι έκτοτε. Η «Αλλη Αμερική» δημοσιεύτηκε σε έντεκα ολοσέλιδα στα «Νέα» και πρέπει να ’χε διαβαστεί από τουλάχιστον 400.000 ανθρώπους.

Φτάνουμε στο τωρινό βιβλίο σας.

Το έγραψα πρόπερσι το καλοκαίρι, στα 86 μου. Τριάντα χρόνια είχα στο μυαλό μου την ιδέα του. Κάποια στιγμή γελούσα με τις ανατροπές που σκεφτόμουν, έλεγα: «Κάτσε γράφε για να μην τα ξεχάσεις». Μέσα σε σαράντα μέρες το έγραψα στο χωριό μου, απάνω στα βουνά.

Γράφετε στο χέρι ή στο κομπιούτερ;

Δεν ξέρω ούτε γραφομηχανή ούτε κομπιούτερ. Ολα στο χέρι. Εχω τώρα ένα βιβλιοπωλείο στη γειτονιά που τους πηγαίνω τα χειρόγραφά μου και μου τα «χτυπάνε». Ενώ είμαι έμπειρος γραφιάς, συχνά βιάζεται το χέρι μου ή το μυαλό μου και είμαι ανορθόγραφος. Μπορείτε να το φανταστείτε;

Που μένετε, κύριε Κασόλα;

Στην Αγία Παρασκευή, αλλά έχω γυρίσει ένα σωρό γειτονιές. Εμενα για χρόνια στην Καισαριανή, μετά στη Νέα Σμύρνη και τώρα εκεί που σας είπα. Σε λίγα χρόνια θα μένω στην πιο μικρή κουκέτα της γης. Στον τάφο. Είμαι μπερδεμένος με την καύση ή την ταφή. Ως χωρικός θέλω τα κλασικά, τις νεκρώσιμες καμπάνες και όλα αυτά. Απ’ την άλλη, επειδή έχω παραμεγαλώσει κι έχω σκεφτεί, σαν να μην έχουν αξία όλα αυτά. Πέθανες; Τελείωσαν όλα, είτε σε χώσουν στη γη είτε σε κάψουν. Ελα όμως που η ιστορία διδάσκει τον απαραίτητο ύστατο χαιρετισμό στον νεκρό. Θέλει τάφο και στην Ελλάδα εν ονόματι των τάφων νίκησαν οι Αθηναίοι στην αρχαιότητα. Στις κόρες μου πάντως είπα: «Να κάνετε ό,τι δεν σας κάνει κόπο, εγώ ούτως ή άλλως τίποτα δεν θα καταλαβαίνω». Μες στο μυαλό μου, να ξέρετε, έχω πεθάνει πολλές φορές. Και όχι μόνο στο μυαλό μου. Ο ένας μου νεφρός κόντευε να σαπίσει από καρκίνο. Με πρόλαβαν στο παρά πέντε και με βάλανε στο χειρουργείο. Σκέφτομαι καμιά φορά: «Ολόκληρο σύμπαν, εσύ, γιατί με παίρνεις τώρα; Αφησε με να πάω 200 ετών, κάνε και στους άλλους το ίδιο άμα θες»…


INF0
Το βιβλίο του Μήτσου Κασόλα «Το κατά Ιούδαν Ευαγγέλιον» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ