Ένα παλιό κείμενο του Μίκη για τις περιπέτειες της μελοποίησης του έργου του Οδυσσέα Ελύτη
Από τις μέρες που κυκλοφόρησαν σε δίσκους οι δύο εκδόσεις του «Επιτάφιου» (1960) έως το καλοκαίρι του 1961 πηγαινοερχόμουνα ανάμεσα στην Αθήνα και στο Παρίσι με πυκνές επισκέψεις για επαγγελματικούς λόγους στο Λονδίνο.
Και ενώ συνέθετα το ένα έργο μετά το άλλο –«Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία», «Επιφάνια», «Άξιον εστί», «Το τραγούδι του νεκρού αδερφού»– καθώς και τη μουσική για την τραγωδία του Σοφοκλή «Αίας», που θ’ ανέβαζε ο Μουζενίδης με το Βασιλικό Θέατρο στην Επίδαυρο τον Ιούλιο του 1961, απ’ την άλλη μεριά συνέβαιναν πολλά και διάφορα με επίκεντρο τα τραγούδια μου και ιδιαίτερα τον «Επιτάφιο».
Τρείς ήσαν οι βασικές τάσεις: η αντίδραση της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού, που ήταν κάτω από τον έλεγχο της Δεξιάς με την απαγόρευση (την πρώτη!) μετάδοσης των τραγουδιών μου απ’ το ΕΙΡ. Η αντίδραση της ηγεσίας της Αριστεράς αλλά και των κορυφαίων διανοούμενων-καλλιτεχνών του ίδιου χώρου που οργάνωσαν τον Δεκέμβρη του 1960 συγκέντρωση στον Ελληνοκινεζικό με σκοπό να αποδείξουν ότι η μελοποίηση του «Επτάφιου» ήταν μια σκέτη ιεροσυλία. Ενώ στον Αϊ-Στράτη η τοπική ηγεσία πήρε την απόφαση να εξαφανίσει τους δίσκους μου, με αποτέλεσμα οι νεολαίοι εξόριστοι να καταφεύγουν στις βραχώδεις ακτές για να τραγουδήσουν κρυφά τον «Επιτάφιο», τη «Μυρτιά» και τα άλλα τραγούδια. Και τέλος, η τρίτη στάση, δηλαδή η αντίδραση κυρίως των νέων που αποδοκίμασαν τους «επισήμους» της Αριστεράς στον Ελληνοκινεζικό. Οργάνωσαν την παρουσίαση των δύο «Επιταφίων» στη Λέσχη Ελ. Βενιζέλου, στη Χρήστου Λαδά, μες στο 1960 και τον Μάρτη του 1961 με πρωτοβουλία του Συλλόγου Φοιτητών της Νομικής οργάνωσαν στο Νέο Θέατρο, στην οδό Πατησίων, μια συζήτηση-συναυλία στην οποία πήραν μέρος ο Δημήτρης Χριστοδούλου και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και μέσα από τη γενικευμένη συζήτηση έβγαινε η βαθιά αγάπη και πίστη των φοιτητών στο έργο μου.
Έτσι γινόταν φανερό ότι οι κατεστημένες ηγεσίες της Δεξιάς και της Αριστεράς (η καθεμιά για τους δικούς της λόγους) ενοχλήθηκαν απ’ την προσπάθειά μου και αποφάσισαν εν ψυχρώ να την εξοντώσουν πάνω στη γένεσή της και ότι από δω και στο εξής το μόνο που θα με έσωζε ήταν ο λαός με πρωτοπορία τη νεολαία.
Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσω τη συμβολή ορισμένων νέων δημοσιογράφων, όπως ο Γιώργος Πηλιχός και ο Βαγγέλης Ψυρράκης, που με τη μαχητική τους υποστήριξη βοήθησαν αποτελεσματικά την προβολή όχι μόνο του έργου μου αλλά και των ιδεών μου γύρω από το «ιδεολογικό» περιεχόμενο μιας προσπάθειας που έτσι κι αλλιώς την «πολιτικοποιούσαν» οι διώξεις και οι απαγορεύσεις της τότε κυβέρνησης, των μυστικών υπηρεσιών, της αστυνομίας, αλλά και των αφυδατωμένων, δογματικών και βαθύτατα αντιδραστικών ηγεσιών της Αριστεράς, που όμως άρχισαν από τότε να χάνουν το παιχνίδι, ιδιαίτερα στους νέους, προετοιμάζοντας έτσι οι ίδιοι, χωρίς να το θέλουν, το Κίνημα των Λαμπράκηδων, ένα κίνημα συνδεδεμένο άρρηκτα με όση πολιτιστική ιδεολογία φόρτισε εκείνους τους καιρούς η μελοποίηση του «Επιτάφιου», που σήμαινε την απαρχή του κινήματος της Έντεχνης Λαϊκής Μουσικής. Ενός κινήματος που έμελλε να δεσπόσει στη μουσική ζωή από κει και πέρα, καθώς το ασπάστηκαν ταλαντούχοι συνθέτες και άξιοι ποιητές. Αλλά και που παράλληλα φορτιζόταν με όλο και πιο μεγάλο ιδεολογικό-πολιτικό περιεχόμενο προς την κατεύθυνση μιας πολιτιστικής-πολιτικής Αναγέννησης.
Τα στοιχεία αυτά, νομίζω, είναι χρήσιμα για να κατανοηθεί το περιεχόμενο της μουσικής μου εκείνου του καιρού. Ήταν μια έκρηξη που προετοιμάστηκε από πολύ παλιά. Όποιος διαβάσει τους «Δρόμους του αρχάγγελου» θα καταλάβει τη μυστική γονιμοποίηση. Για πρώτη φορά υπήρξε συμφιλίωση, έρωτας, βαθιά ψυχική σχέση μ’ ένα ολόκληρο λαό. Και ως φαίνεται, αυτή η απέραντη ευφορία που ένιωθα, έκανε ν’ αναβλύζουν από τα μέσα μου ασταμάτητα οι μελωδίες και οι ιδέες. Ο θρίαμβος της μουσικής μου θρυμμάτιζε όλα τα εμπόδια, όλα τα κατεστημένα που με περικύκλωναν. Ηγεσίες. Εξουσίες. Βία. Ασχήμια, πράγματα που με περικύκλωναν απ’ όλες τις πλευρές : Δεξιά – Αριστερά – Κέντρο, δηλαδή το σύνολο των πολιτικών εξουσιών, αλλά και Ανατολικά – Δυτικά, δηλαδή το σύνολο των ιδεολογιών που με τρόμαζαν, γιατί πίσω από τις προσόψεις έβλεπα καθαρά, ήδη από τη δεκαετία του ’50 το αποκρουστικό πρόσωπο του Εξουσιαστή, τέλος πάντων, όλα τα αρνητικά που με καταπίεζαν και που με ανάγκασαν να απομονωθώ στις «σπηλιές» του σπιτιού του Παρισιού με συντροφιά τη συμφωνική μουσική, για πρώτη φορά τα έβλεπα να σπάζουν γύρω μου, έβλεπα ξανά ελεύθερος τον κόσμο, το λαό, τους Έλληνες, τη νεολαία, κι ίσως γι’ αυτό η μουσική μου έκφραση θέλησε να γίνει η έκφραση της ίδιας της ψυχής –της αγνής και διψασμένης– όλου αυτού του πλήθους, του λαού, του ελληνικού λαού, που αδέσμευτος μπορούσα πια να επικοινωνώ ελευθέρα μαζί του. Ήταν μια μέθη. Ήταν μια γιορτή. Ήταν μια έξαρση.
Τότε ακριβώς, κάποιο μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο Παλλάς, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ’60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον «Επιτάφιο», πρόσθεσε:
– Τελείωσα το «Άξιον εστί», το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ’θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει…
Αφού τον ευχαρίστησα, έγραψα τη διεύθυνσή μου στο Παρίσι και του την έδωσα : Rue de la Fontaine au Roi («Βασιλική Πηγή»! Πιο συμβολική ονομασία δεν μπορούσε πράγματι να βρεθεί για κείνη την εποχή).
Δεν πέρασε μήνας κι ο Παριζιάνος ταχυδρόμος άφησε στο θυρωρείο το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη.
Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ’ την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ίσως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο… Μετά συνειδητοποίηση που η σύνθεση που θα προέκυπτε θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το «Ένα το χελιδόνι», «Της αγάπης αίματα», «Ανοίγω το στόμα μου», «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Ναοί στο σχήμα τ’ ουρανού» με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική. Η κουζίνα δεν μας χωρούσε ούτε όρθιους. Η μπανιέρα ήταν φουσκωτή. Το αποχωρητήριο στην αυλή της πολυκατοικίας και το υπνοδωμάτιο μόλις και μετά βίας χωρούσε το κρεβάτι μας. Πρέπει ακόμα να πω ότι τα περισσότερα έπιπλα τα φτιάξαμε οι ίδιοι με υλικά που αγοράσαμε από το σουπερμάρκετ.
Λίγο λίγο η μορφή της νέας μου σύνθεσης άρχισε να ξεκαθαρίζει στο μυαλό μου. Πρέπει να είχα δύο πρότυπα: το ένα ήταν τα ορατόρια του Μπαχ. Εκεί που έχουμε τις άριες, τα ρετσιτατίβα και τα κοράλ. Το άλλο ήταν η λειτουργία, όπου έχουμε τις ψαλμωδίες των ιερέων, την ανάγνωση των Ευαγγελίων και τα τροπάρια του δεξιού και του αριστε-ρού ψάλτη. Τρία βασικά στοιχεία και στις δύο περιπτώσεις. Αυτά υπήρχαν στο ποίημα του Ελύτη. Έπρεπε τώρα η τελική επιλογή μου να επεκταθεί σε όλο το έργο, ώστε να μη χαθεί η ενότητά του και να μην προδοθεί ο στόχος του ποιητή: «Η γένεσις», «Τα πάθη», και «Το δοξαστικόν» θα έπρεπε να αντιπροσωπεύονται αναλογικά έτσι ώστε να μη χαλάσει η ισορροπία του έργου.
Όλες μου αυτές τις σκέψεις άρχισα να τις γράφω και να τις στέλνω στον Ελύτη. Εκείνος μου απαντούσε… Το έργο προχωρούσε… Όμως ήμουν τάχα ώριμος για να περάσω απ’ το Τραγούδι και τον Κύκλο Τραγουδιών στο Ορατόριο; Θα χρησιμοποιούσα συμφωνική ορχήστρα; Και πώς; Θα έβαζα και χορωδία; Με ποια εναρμόνιση; Ποιες άλλες τεχνικές; Άντεχε τάχα η αντίστιξη σ’ ένα έργο που ήθελα να παραμείνει λαϊκό;
Έχω γράψει έκτοτε πολλά για το «Άξιον εστί». Εδώ σ’ αυτές τις «βιογραφικές» σημειώσεις, που αφορούν την ταυτότητα των έργων και κυρίως τις συνθήκες μέσα στις οποίες γράφτηκαν, δεν έχω να πω πολλά πράγματα. Όπως βλέπετε, το βάζω τελευταίο στην Α΄ Περίοδο (1960-1965), γιατί πράγματι τότε –δηλαδή τέλος του ’60 και αρχές του ’61– άρχισε και τέλειωσε η σύνθεσή του, όμως για να το ολοκληρώσω, χρειάστηκα άλλα τρία χρόνια… […] Η πρώτη εκτέλεση του «Άξιον εστί» τον Μάρτιο του 1964 στο Rex συμπίπτει με τις εκλογές, στις οποίες πήρα μέρος κι εγώ, υποψήφιος Βουλευτής της ΕΔΑ στη Β΄ Πειραιώς, στην έδρα του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Το «Άξιον εστί» το έπαιζα συχνά στο πιάνο απ’ το 1962 και πέρα που εγκατασταθήκαμε στο σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη. Θυμάμαι μια ξεχωριστή ακρόαση: ο Γιώργος Σαββίδης και η γυναίκα του η Λένα, μαζί τους νομίζω κι ο Λέων Καραπαναγιώτης, που θέλανε σώνει και καλά να το μαγνητοφωνήσουν. Πρέπει να υπάρχει αυτή η ταινία σε μεγάλο revox, που ζύγιζε πολλά κιλά και που το κουβάλησαν για το σκοπό αυτό. Εκτός και αν την έχει καταστρέψει ο σκόρος των παθών μας…
Δεν ήταν όμως μόνο οι δικοί μου προβληματισμοί που καθυστέρησαν τόσο πολύ την παρουσίαση του έργου… Ήταν κυρίως, θα ’λεγα, το γεγονός ότι δεν ήθελα να χάσω την επαφή μου με το μεγάλο κοινό, που περίμενε με πάθος, ποιo θα ήταν το επόμενο έργο μου. Πρωτομίλησα στον Πηλιχό απ’ τα 1960 κιόλας για το «Άξιον εστί».
Στο μεταξύ, το κοινό που αγαπούσε τη μουσική μου πλήθαινε συνεχώς, μα προπαντός ωρίμαζε. Έργα, όπως «Το τραγούδι του νεκρού αδερφού», έδειχναν καθαρά πως σκοπός μου ήταν να πάω πιο μακριά, σε νέες φόρμες μουσικές και σε αναζητήσεις ιδεολογικές. Πρέπει να πω ότι υπήρξε μεγάλη ζύμωση, χάρη –όπως τόνισα– στην ύπαρξη φωτισμένων δημοσιογράφων, που τους συγκαταλέγω πάντα μέσα στους βασικούς παράγοντες για την επιτυχία εκείνης της προσπάθειας. Στα 1962, με την ίδρυση της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών, το κοινό μου, δηλαδή οι απλοί πολίτες, αρχίζουν να μυούνται στη συμφωνική μουσική. Δεν ήταν μια απλή επιθυμία μου να διευθύνω συμφωνικά έργα. Το έκανα γιατί θεωρούσα ότι η μύηση του απλού ακροατή στον συμφωνικό ήχο και τις συμφωνικές φόρμες ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να κατανοήσει έργα όπως το «Άξιον εστί». Δηλαδή έντεχνα έργα και από την άποψη του λόγου κι απ’ το πρίσμα του ήχου, που όμως έπρεπε να στηρίζονται γερά πάνω στη ζωντανή παράδοση, όπως την εξέφραζε εκείνη την εποχή ένα λαϊκό κοινό, ευαίσθητο, ευγενικό, διψασμένο για ομορφιά και αλήθεια, πράγματα που γεννούσαν μέσα του μια πρωτόφαντη ψυχική δυναμική. Έτσι, όταν έπεσε σαν σπόρος το «Άξιον εστί», έπεσε μέσα σε πλούσιο και εύφορο χώμα.
Όταν από δικής μου πλευράς όλα ήταν έτοιμα –περί το τέλος του 1963– μίλησα στην εταιρεία για τη δισκογράφηση. Και, ω! της μεγάλης εκπλήξεως, εκείνη είπε όχι! Τους λόγους (οικονομικούς; πολιτικούς;) τους παραμερίζω αυτή τη στιγμή. Τι να κάνω; Στο συμβόλαιό μου υπήρχε μια παράγραφος, που υποχρέωνε την εταιρεία να δισκογραφεί ένα μεγάλο συμφωνικό μου έργο κάθε χρόνο. Έτσι είχε γίνει με τη «Σουίτα Νο 1», που ηχογραφήθηκε στα 1961 στο Στρασβούργο με τον Σαρλ Μπρικ και κυκλοφόρησε στην Αθήνα. Αργότερα ηχογραφήσαμε τις «2 σονατίνες» για πιάνο, το «Έρως και θάνατος» και το «Οιδίποςυ τύραννος». Έτσι, σχεδόν μπροστά στην πόρτα των δικαστηρίων, η εταιρεία υποχρεώθηκε με βαριά καρδιά να δεχτεί την ηχογράφηση ενός έργου, που όπως αποδείχθηκε, θα γέμιζε τα ταμεία της. Για πολλούς αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το «Άξιον εστί» έγινε το πιο εμπορικό από όλα μου τα έργα. Όχι όμως για μένα. Γιατί είχα δουλέψει επίμονα και σωστά προετοιμάζοντας το κοινό, έτσι που να μην μπορεί να πει κανείς αν το κοινό εκείνου του καιρού ήταν άξιον του έργου ή το έργο άξιον του κοινού. («Άξιον το “Άξιον εστί” σου» μου έγραψε ο Γεώργιος Παπανδρέου όταν άκουσε το δίσκο. «Όμως ανάξιο να ανήκεις στην παράταξη εκείνη που αρνείται την Ελευθερίαν την οποίαν υμνείς»).
ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ – ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ – ΓΡΑΜΜΑΤΑ – ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ: Προσπάθησα να βρω μια χορωδία που να τραγουδά όσο γίνεται πιο απλά. Η Θάλεια Βυζαντίου κατενόησε ευθύς το έργο και την πρόθεσή μου αυτή. Ο Χορός ήταν ο οποιοσδήποτε. Ήταν οι φωνές οι συνηθισμένες, όταν τραγουδούσαν σε παρέες όλοι μαζί. Γιατί θα πρέπει να πω εδώ, ότι εκείνη την εποχή τύχαινε ν’ ακούω τραγούδια μου σε υπέροχες εκτελέσεις, όχι μόνο στις ταβέρνες και στις συγκεντρώσεις, αλλά τη νύχτα σε καντάδες στους σκοτεινούς δρόμους, ιδιαίτερα στην επαρχία, όπου οι τραγουδιστές ήσαν δεκάδες. Έτσι θα μου μείνει αξέχαστη μια βραδιά στο Αγρίνιο, στα 1966, που ύστερα από κάποια συνεστίαση, βγαίνοντας από το εστιατόριο, βρεθήκαμε μπροστά σε μια παρόμοια συντροφιά, που τραγουδούσε χορωδιακά το «Ροδόσταμο». Αξέχαστο είναι επίσης για όσους ζήσαμε στον Ωρωπό, κάποιο βράδυ, που καθώς το φεγγάρι πρόβαλε σαν ένα τεράστιο ταψί μέσα από το πέλαγο, πιαστήκαμε χέρι χέρι όλοι οι εξόριστοι και βαδίζοντας προς τη θάλασσα, κοιτώντας το φεγγάρι, αρχίσαμε αυθόρμητα να τραγουδάμε το «Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα».
Στα 1964 η φωνή του Μπιθικώτση βρισκόταν στον κολοφώνα της. Κάναμε αμέτρητες πρόβες στο γραφείο μου στη Νέα Σμύρνη, μαζί και οι τέσσερις πιστοί μουσικοί μου, ο Λάκης Καρνέζης, ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Διδίλης και ο Βαγγέλης Παπαγγελίδης.
Τη μέρα που γράφαμε τα τραγούδια του «Άξιον εστί» στο στούντιο της Κολούμπια, θυμάμαι πως είχε έρθει κάποιο σχολείο κι εγώ είπα στα παιδιά να καθίσουν στο πάτωμα ήσυχα να παρακολουθήσουν τη φωνοληψία. Οι άλλοι δεν ήθελαν από φόβο μήπως γίνουν θόρυβοι, όμως εμένα μου άρεσε που το «Ένα το χελιδόνι» θα γραφόταν οριστικά πάνω στο δίσκο με φόντο την ανάσα και τα χτυπήματα της καρδιάς των παιδιών. Μπορεί να μην ακούγονται. Όμως ποιος δεν θα αισθάνεται;
Στην Κολούμπια γράψαμε μόνο τον Μπιθικώτση και τη Λαϊκή Ορχήστρα. Για τα υπόλοιπα, ορχήστρα, χορωδία, βαρύτονος και «αρχαίος χορός» (απαγγελία), η εταιρεία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το κινηματογραφικό Στούντιο Άλφα. Πρέπει να πω ότι στη Κολούμπια όλες τις εγγραφές τις έκανε ο υπέροχος ηχολήπτης Κανελόπουλος, ενώ στο Άλφα συνεργάστηκα με τον Δεσποτίδη σε άθλιες συνθήκες, γιατί αυτός δεν μας έβλεπε. Ήταν ψηλά σ’ ένα καμαράκι. Και το χειρότερο, η εγγραφή δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο επάνω στο λεγόμενο περφορέ, δηλαδή στο ηχητικό μέρος του φιλμ. Η χορωδία τραγουδούσε play back επάνω στην ηχογράφηση της Κολούμπια. Δεν υπήρχαν ακουστικά. Ο ήχος έβγαινε μέσα από ένα μεγάφωνο, με αποτέλεσμα ο συντονισμός να γίνεται προβληματικός, καθώς οι χορωδοί δεν άκουγαν καλά. Άλλωστε αυτές οι αδυναμίες φαίνονται καθαρά στο τελικό αποτέλεσμα.
Ο βαρύτονος –τον αποκαλώ Ψάλτη– επιλέχτηκε μέσα από τους ηθοποιούς του χορού του «Αίαντα», μιας και είχαμε συνεργαστεί και τους γνώριζα έναν έναν. Διάλεξα τον Θόδωρο Δημήτριεφ και παράλληλα χρησιμοποίησα ολόκληρο το Χορό στις ομαδικές απαγγελίες που ηχογραφήθηκαν με την άμεση επίβλεψη του Ελύτη.
Η Ορχήστρα ήταν φυσικά η Μ.Ο.Α. με την προσθήκη των πνευστών και των κρουστών. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή της εγγραφής στο «Ναοί στοι σχήμα τ’ ουρανού»: ο φαγγοτίστας σηκώθηκε να φύγει κι όταν τον ρώτησα με νοήματα «γιατί;», αυτός έδειχνε με τα δάχτυλά του χρήματα… Πράγματι, η εταιρεία δεν τους είχε πληρώσει και οι μουσικοί, όπως και οι χορωδοί, έφευγαν απ’ τη μέση της δουλειάς.
Όμως εγώ δεν το έβαζα με τίποτε κάτω. Γνώριζα ότι από τεχνική άποψη η εγγραφή ενός τέτοιου έργου δεν θα έφτανε ούτε στο 50% της αρτιότητας. Παράλληλα όμως ήμουν πεπεισμένος ότι έστω και έτσι, τεχνικώς ατελές, το έργο θα μιλούσε με την ψυχή του και με την αλήθεια του. «Ο κόσμος ποτέ δεν ακούει με τ’ αυτιά του» μ’ άρεσε να λέω πάντα. «Ακούει με τη φαντασία του. Αν έχει».
Έμενε ο Αναγνώστης. Για μένα δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη: Μάνος Κατράκης. Δεν θυμάμαι ποια ήταν τότε η άποψη του Ελύτη. Ίσως κι αυτός συμφώνησε απ’ την αρχή. Είχε και αυτός τις φιλίες και τις προτιμήσεις του. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο Κατράκης τότε ήταν κόκκινο πανί. Πόσοι άλλοι άραγες ηθοποιοί και καλλιτέχνες είχαν πάει στο Μακρονήσι;
Περάσαμε ώρες πολλές ο Ελύτης, ο Κατράκης κι εγώ, στο στούντιο της Κολούμπια, έως ότου βρεθεί το σωστό ύφος, που να ταιριάζει με την ποίηση αλλά και με τον γενικό ήχο του έργου. Η ιδέα του Αναγνώστη, δηλαδή η παρουσίαση κειμένων στο δίσκο ήταν δική μου. Και γιατί, όπως είπα, ήθελα να είμαι πιστός στη μορφή της εκκλησιαστικής παράδοσης, δηλαδή στη λειτουργία, αλλά και γιατί πίστευα ότι το μεγάλο κοινό θα πρέπει να μυηθεί στον ποιητικό λόγο, όταν μάλιστα είχε να κάνει με τη μνήμη του λαού μου, που λέει και ο ποιητής. Ήθελα οι επόμενες γενιές να έχουν σαν Ευαγγέλιό τους τα σύγχρονα πάθη της φυλής: την Αλβανία, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο.
Μόλις τέλειωσε το μοντάζ του έργου, ο Τάκης Λαμπρόπουλος πήρε ένα δίσκο-δείγμα να τον πάει στου Φλόκα, στο ιερατείο της διανόησης, όπου σύχναζε και ο Ελύτης. Είχε αγωνία να δει τι σκέπτονται, γιατί ο ίδιος, όπως φαίνεται, διατηρούσε πολλές αμφιβολίες. Γνώριζε άλλωστε από πρώτο χέρι τις αντίξοες συνθήκες εργασίας, που τόσο βάραιναν την τεχνική αρτιότητα του έργου. Φαίνεται πως η ακρόαση του δείγματος ήταν άκρως αρνητική. «Δεν πρέπει να τον βγάλουμε» μου λέει. «Όσοι τον άκουσαν είπαν πως ο κόσμος θα γελάσει με το αποτέλεσμα». Πιο πολύ απ’ όλους, όπως ήταν φυσικό, είχε επηρεαστεί ο ίδιος ο Ελύτης, του οποίου η εμπιστοσύνη στις ικανότητές μου και στο έργο κλονίστηκε.
Όμως εγώ επέμενα. Έτσι φτάσαμε στο εξώφυλλο. Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε διαφορετική γνώμη ακούγοντας το δείγμα. Γνώμη που την εξέφρασε με τον θαυμάσιο πίνακα που του ενέπνευσε το έργο και που τον χρησιμοποιήσαμε για εξώφυλλο. Και ενώ γίνονταν όλα αυτά, εγώ ως πρόεδρος των Λαμπράκηδων ήμουν υποχρεωμένος να ταξιδεύω σ’ όλη την Ελλάδα. Να περιοδεύω στα χωριά. Να παίρνω μέρος σε ατελείωτες συσκέψεις και συγκεντρώσεις. Να αρθρογραφώ και φυσικά να γράφω και να ηχογραφώ τραγούδια.
Με τη λήξη της ηχογράφησης δέχτηκα να μπω υποψήφιος της ΕΔΑ στις εκλογές Μαρτίου 1964. Οι δικοί μου δεν ήθελαν ν’ ακούσουν για κάτι τέτοιο. Πήγα στον Μπιθικώτση, που μόλις είχε νοικιάσει ένα σπίτι στην Άνω Νέα Σμύρνη με θέα στη θάλασσα.
– Γρηγόρη, το και το. Εσύ τι λες;
– Όχι, μου λέει, μην το κάνεις. Γιατί θα χάσεις αυτό το αγνό που έχεις.
Για να πούμε και του θεού το δίκιο, δεν τον άκουσα, όπως δεν άκουσα ποτέ και τους υπόλοιπους συνεργάτες μου, με αποτέλεσμα να δέχονται πάνω τους και πάνω στην καριέρα τους τις αρνητικές επιπτώσεις από τις δικές μου πολιτικές πρωτοβουλίες. Κι έτσι εξηγείται σ’ ένα μεγάλο βαθμό, το ότι οι ερμηνευτές μου, που ξέρω καλά πόσο με αγαπούν και προπαντός πόσο αγαπούν τα τραγούδια μου, που έγιναν και δικά τους, κάπου κλότσησαν μέσα τους, διαμαρτυρήθηκαν, αγανάκτησαν και αρκετές φορές φτάσανε ως το άλλο άκρο: να με μισούν και να με αποδοκιμάζουν δημόσια. Πάντοτε όμως θα πιστεύω ότι αυτό είναι το μίσος της αγάπης.
Τότε και μέσα στην προεκλογική θύελλα, κάναμε τις πρόβες για την πρώτη εκτέλεση του «Άξιον εστί» μπροστά σε κοινό. Έγινε στο Rex, σ’ ένα κατάμεστο θέατρο. Η αγωνία και η συγκίνηση, μεγάλη. Ο Ελύτης στα παρασκήνια πήγαινε πάνω-κάτω. Ο Γρηγόρης και ο Δημήτριεφ, σφιγμένοι. Ο Κατράκης υπερσυγκινημένος, δεν απόφυγε τον στόμφο. Η χορωδία τρακαρισμένη. Τέλος χαιρετήσαμε όλοι κάμποσες φορές στη σκηνή.
Συμφωνήσαμε πάντως πως η υποδοχή δεν ήταν τόσο θερμή όσο την περιμέναμε.
Να όμως που κυκλοφορεί ο δίσκος και αμέσως γίνεται ανάρπαστος. Που οι τεχνικές ατέλειες και που η φυγή των τενόρων και του φαγγότου μέσα στη φωνοληψία… Είπαμε, ο κόσμος άκουγε με τη φαντασία του. Και φαίνεται πως εκείνους τους καιρούς ο ελληνικός λαός διέθετε φαντασία, ευαισθησία, δίψα για το καινούριο και προσήλωση στην ιστορική του μνήμη.
Βρίσκομαι το φθινόπωρο του 1964 στις Σέρρες για συναυλία. Οι φαντάροι ουρά μπροστά στο θέατρο, δεν έχουν λεφτά για εισιτήριο. Λέω «να μπούνε τζάμπα». Λέει ο εφοριακός, καθοδηγημένος απ’ τους ασφαλίτες που είναι πλάι του, «πρέπει να πληρώσουν το φόρο». «Μετράτε κεφάλια και πληρώνω εγώ» τους απαντώ.
Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στο δισκάδικο που ήταν απέναντι απ’ το θέατρο, βλέπω να σχηματίζεται μια μεγάλη ουρά.
– Περί τίνος πρόκειται; Ερωτώ.
– Ήρθε ο δίσκος του «Άξιον εστί».
Χάρηκα. Τότε βλέπω να μπαίνει πίσω πίσω στην ουρά ένας χωριάτης μαζί με το μουλάρι του. Περίεργο. Τον πλησιάζω.
– Πατριώτη, του λέω, γιατί κάθεσαι στην ουρά; Τι πουλάνε στο μαγαζί;
Αφού με κοίταξε από πάνω ως κάτω, τέλος αποφάσισε να μου μιλήσει. Είχε, φαίνεται, το φόβο πως μπορεί να είμαι αστυνομικός.
– Μάθαμε στο χωριό ότι σήμερα θα ’ρθει στις Σέρρες το «Άξιον εστί» και το χωριό μ’ έστειλε ν’ αγοράσω το δίσκο…
– Α! του είπα, σ’ ευχαριστώ για την πληροφορία.
Και σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή «Άραγες υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό να κάνεις στη ζωή σου; Μήπως αυτό είναι η κορυφή;».