Ο Θεοδωράκης των Λαμπράκηδων μέσα από τις διηγήσεις του Παναγιώτη Πουλόπουλου, ενός παλιού νεολαίου στο Περιστέρι.
Η αφήγηση του Παναγιώτη Πουλόπουλου –παλιού µέλους της Νεολαίας Λαµπράκη– ξεδιπλώνεται ως κοµµάτι κοινωνικής ιστορίας και καταγράφει µέσα από τις µνήµες και τις αχαρτογράφητες ιστορίες µια εποχή στην οποία κάθε νήµα κοινωνικών αγώνων και διεκδικήσεων εµπνέεται από την εκρηκτική πολιτική παρουσία και τη µουσική του Μίκη Θεοδωράκη.
Τα κυνηγητά από την Ασφάλεια, οι µεγάλες συναυλίες, η περιοδεία στο Περιστέρι για να «σπάσει η τροµοκρατία», η επίσκεψη στα γραφεία της Ανθούπολης µε τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη και τον Μανώλη Γλέζο, οι γελοιογραφίες του Μποστ.
Ακολουθεί η αφήγηση του κ. Πουλόπουλου
Ξεκίνησα την πορεία µου το 1963 από τη Νεολαία της Ε∆Α. Μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαµπράκη, τον Ιούνιο του 1963, συγκροτήθηκαν οι Λαµπράκηδες µε κύριο αίτηµα πάλης την ειρήνη. Εκείνη την εποχή, ειδικά µετά την Αποστασία του 1965 και τα Ιουλιανά, ξεκίνησαν οι σκληρές διώξεις και η τροµοκρατία για όλες τις οργανώσεις της Αριστεράς. Αστυνοµοκρατία παντού.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ο πρόεδρος της νεολαίας και οι νέοι κάναµε µαζί του πολλές εξορµήσεις στις συνοικίες. Σε µια από αυτές –εγώ ήµουν οργανωµένος στον ∆ήµο Περιστερίου– ο Μίκης κατέβηκε στη γειτονιά µας για να ανεβάσει το ηθικό ανάστηµα του κόσµου. Θυµάµαι ότι µια βραδιά είχε έρθει στη συνοικία µας µε τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη και µας παρουσίασε το έργο του, ενώ σε µια άλλη συνάντηση µας έβαλε και ακούσαµε ηχογραφηµένο το «Αξιον εστί».
Είχαµε ιδρύσει µια λέσχη της νεολαίας στην Ανθούπολη και ανάµεσα στα στελέχη µας ήταν ο Βασίλης Τριαντάφυλλος ο οποίος εξορίστηκε αργότερα στη Λέρο, ο Νίκος Ηλιόπουλος που ήταν τότε φοιτητής στην ΑΣΟΕΕ, ο Παναγιώτης Βασάκος και αρκετοί ακόµη.
Ο Μποστ και η «Πυθία» της Ασφάλειας
Θυµάµαι µια αστεία περιπέτεια µε πρωταγωνιστή τον Μίκη Θεοδωράκη. Μια µέρα τον καλέσαµε στο κέντρο του Περιστερίου και του ζητήσαµε να περπατήσουµε µέχρι τη λέσχη της νεολαίας µας στην Ανθούπολη που απείχε αρκετά χιλιόµετρα. Εµείς θέλαµε να κάνουµε ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία µας στον κόσµο και να σπάσουµε το κλίµα της τροµοκρατίας. Πήραµε λοιπόν τον Μίκη συνοδεία και αρχίσαµε να ανεβαίνουµε όλοι µαζί προς την Ανθούπολη για να παραστούµε στα εγκαίνια της λέσχης. Περπατούσαµε, περπατούσαµε και κάποια στιγµή µας λέει ο Μίκης: «Ρε παιδιά, πού πάµε, ακόµη δεν φτάσαµε;». Είχε κουραστεί ο άνθρωπος να τον περιφέρουµε σε όλη τη γειτονιά. Εκείνη τη µέρα είχε έρθει στα γραφεία µας και ο Μανώλης Γλέζος και εγώ είχα αναλάβει την κεντρική οµιλία. Τα είχα βάλει µε τον τότε διευθυντή της Ασφάλειας Περιστερίου (Καστάνης ονοµαζόταν, νοµίζω) γιατί µας είχανε σπάσει τα τζάµια της λέσχης επειδή υπήρχε στην πρόσοψη το έµβληµα της νεολαίας µας, το γράµµα «Ζ». Στην οµιλία µου αποκάλεσα τον διευθυντή της Ασφάλειας «Πυθία» και ο Μποστ την επόµενη µέρα δηµοσίευσε µια γελοιογραφία για το περιστατικό.
Κάναµε µεγάλη προσπάθεια για να σπάσουµε την τροµοκρατία από τα αστυνοµικά όργανα της Ασφάλειας. Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν µε ποδήλατα και σε σταµατούσαν συχνά στη µέση του δρόµου για έλεγχο. Εµένα µου έλεγαν χαρακτηριστικά: «Πουλόπουλε, τα στοιχεία σου». Με ήξεραν όλοι µε το όνοµά µου. Τους έλεγα: «∆εν µε ξέρετε;». Τότε µου ζητούσαν την ταυτότητά µου και µετά µε έσερναν στο τµήµα για… εξακρίβωση. Τρώγαµε φάπες, µπουνιές, κλοτσιές και µετά καµιά ώρα µας άφηναν να φύγουµε. Τέτοια περιστατικά γίνονταν καθηµερινά.
«Ρε µάνα, σου άρεσε το Άξιον Εστί;»
Το 1964 ο Μίκης Θεοδωράκης παρουσίασε στο γήπεδο του Περιστερίου ολοκληρωµένο το «Αξιον εστί». Σε αυτήν τη συναυλία έκανε την εµφάνισή του στο κοινό και ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος τραγούδησε τη «Συννεφούλα» και µερικά ακόµη δικά του κοµµάτια (από τα πρώτα που είχε γράψει), ενώ ανέβηκαν στη σκηνή ο Γιάννης Πουλόπουλος και ο ∆ηµήτρης Μητροπάνος. Εκείνη την εποχή ο Μάνος Λοΐζος και ο Μίκης Θεοδωράκης είχαν ιδρύσει στο πλαίσιο της νεολαίας µια ένωση νέων µουσικών. Το «Αξιον εστί» ακούστηκε για πρώτη φορά ολόκληρο στο Περιστέρι και το καλύτερο σχόλιο νοµίζω ότι το είχε κάνει η µάνα µου, η οποία δεν είχε τελειώσει ούτε το δηµοτικό. «Ρε µάνα, σου άρεσε;» τη ρώτησα µετά τη συναυλία. «Μου άρεσε πολύ, παιδί µου, σαν λειτουργία ήτανε». Το έπιασε η γιαγιά ότι ήταν λαϊκό ορατόριο.
Η δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα τον Ιούλιο του 1965 είχε έντονη επίδραση στη νεολαία. Ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε γι’ αυτόν ένα τραγούδι που έγινε ύµνος για εµάς τους Λαµπράκηδες. Ο Σωτήρης Πέτρουλας είχε καταγωγή από τη Μάνη και η οικογένειά του έµενε στα Σεπόλια. Είχαν µετρήσει 40 νεκρούς. Μια ζωή τους κυνηγούσαν. Τα περιγράφει η αδερφή του στο βιβλίο της «Πού ’ναι η µάνα σου, µωρή».
Ο Σωτήρης ήταν λεβεντόπαιδο, µε ωραίο παράστηµα και «σκληρή» γραµµή στη νεολαία. Τη µέρα της δολοφονίας του θυµάµαι ότι είχαν χτυπήσει και τον Ανδρέα Λεντάκη λίγο πιο πάνω από τη Χρήστου Λαδά. Είχε καεί η Αθήνα εκείνο το βράδυ. Ο κόσµος δεν δεχόταν τη βία, είχε αλλάξει στάση απέναντι στα κρατικά όργανα και δεν υπέκυπτε εύκολα. Αυτό συνέβαινε επειδή είχε αναπτυχθεί έντονη αντίσταση από την Ε∆Α, από τη Νεολαία Λαµπράκη και φυσικά από τα µαχητικά εργατικά σωµατεία, µε πρώτους τους οικοδόµους. Στην οδό Αγησιλάου στο Μεταξουργείο είχαν γίνει πραγµατικές µάχες δίπλα στο Εργατικό Κέντρο Αθηνών.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν πανταχού παρών και µεγάλος εµπνευστής σε όλες τις πορείες ειρήνης. Θυµάµαι χαρακτηριστικά το πρώτο ιδρυτικό συνέδριο της Νεολαίας Λαµπράκη το 1965. Ανάµεσα στα στελέχη του κεντρικού συµβουλίου ήταν ο Μπάµπης Κοβάνης, ο Θόδωρος Κοκλάνης, ο Ανδρέας Λεντάκης, ο Γιώργος Χριστοφιλόπουλος και αρκετοί άλλοι.
Εγώ και ο Σπύρος Χαλβατζής (στέλεχος και βουλευτής του ΚΚΕ αργότερα) ήµασταν οι πιτσιρικάδες, οι πιο µικροί του συνεδρίου. Η παρουσία του Μίκη ήταν καταιγιστική. Ο λόγος του ήταν πάντοτε ενθουσιώδης και συνέπαιρνε το ακροατήριο µε το ύφος και την εκρηκτικότητά του.
Τι έμεινε για να τραβήξει τους νέους; Οι Λαμπράκηδες!
Η Νεολαία Λαµπράκη είχε µεγάλο υπόβαθρο στον πολιτισµό. Πιστεύαµε στην αυτοµόρφωση και την αλληλοδιδασκαλία. Οργανώναµε µουσικές εκδηλώσεις, συζητήσεις και εικαστικές εκθέσεις. Η νεολαία αποτελούσε εργαστήρι ιδεών και πολιτισµού. Πραγµατοποιούσαµε δενδροφυτεύσεις στον ∆ήµο Περιστερίου – είχε 90 πλατείες µε καταπατηµένα χωράφια και καθαρίζαµε τα ρέµατα. Ο ∆ηµήτρης Μυράτ είχε κάνει µια δήλωση γύρω από αυτή την προσπάθεια της Νεολαίας Λαµπράκη, η οποία µου είχε κάνει µεγάλη εντύπωση. «Τι απέµεινε γερό για να τραβήξει τους νέους; Οι Λαµπράκηδες! Ετσι είναι. Εγώ τουλάχιστον, αντικοµµουνιστής µέχρι µυελού οστέων, τους χειροκροτώ µέσα από την καρδιά µου» είχε δηλώσει σε µια απογευµατινή αθηναϊκή εφηµερίδα στα τέλη του 1965.
Η δραστηριότητα της νεολαίας γεννούσε συµπάθεια στον κόσµο γιατί ήταν ανοιχτή σε νέες ιδέες και πρωτοβουλίες. ∆εχόταν στους κόλπους της ανθρώπους µε ενδιαφέροντα και αναζητήσεις. «Κάθε νέος και Λαµπράκης». Αυτό ήταν το σύνθηµα της εποχής. Σε µια περίοδο που βρισκόταν σε µεγάλη ένταση ο Ψυχρός Πόλεµος και κορυφωνόταν η µάχη για τους εξοπλισµούς εµείς είχαµε εφεύρει και τα αντίστοιχα συνθήµατα.
«Μία σφαίρα, ένα µπουκάλι γάλα», «Ενα τανκ, ένα σχολείο», «Ενα αεροπλάνο, ένα νοσοκοµείο». Ολα αυτά ήταν εύληπτα και κατανοητά στον κόσµο. Το πρόβληµα ήταν η λιτότητα που είχε ξεκινήσει από τον Κωνσταντίνο Καραµανλή τη δεκαετία του ’60. Το κίνηµα του 15% πήρε την ονοµασία του από το αίτηµα να δοθεί το αντίστοιχο ποσό του προϋπολογισµού για την παιδεία. Εγώ τελείωσα το νυχτερινό λύκειο στο Περιστέρι. Τότε πληρώναµε δίδακτρα για να µορφωθούµε, θυµάµαι ότι έδινα περίπου 150 δραχµές τον µήνα, όσο ήταν ένα µεροκάµατο. Ολα αυτά γέννησαν ένα κίνηµα που άγγιζε πολλές πτυχές της ζωής. Τα κεντρικά µας αιτήµατα ήταν η παιδεία, η ειρήνη και φυσικά η ελευθερία, δηλαδή να σταµατήσουν τα κυνηγητά από την Ασφάλεια στους δρόµους και στα πανεπιστήµια.
Μια από τις τελευταίες φορές που συνάντησα τον Μίκη Θεοδωράκη ήταν τη δεκαετία του ’80 στη Σύρο, σε µια συναυλία ενός πολιτιστικού συλλόγου που είχαµε ιδρύσει στην Πάρο και ο οποίος παρουσίασε στο Θέατρο Απόλλων το «Αξιον εστί». Με θυµήθηκε από τη νεολαία και από το περπάτηµα που είχαµε ρίξει τότε στην Ανθούπολη. Είχε καλό µνηµονικό. «Εσείς δεν µας είχατε τραβήξει τότε εκεί πάνω;» µε ρώτησε. Θυµόταν τα πάντα, µε όλες τις λεπτοµέρειες.