Ο Μίκης, ο «Επιτάφιος», ο Χατζιδάκις, η Μούσχουρη και ο Μπιθικώτσης

Ο Μίκης, ο «Επιτάφιος», ο Χατζιδάκις, η Μούσχουρη και ο Μπιθικώτσης
Καλοκαίρι του 1961, κέντρο Μυρτιά: οι Μίκης Θεοδωράκης, Αλέκα Παΐζη, Γρηγόρης Μπιθικώτσης παρουσιάζουν τον «Επιτάφιο»

Ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται την περιπέτεια της δισκογράφησης του έργου του Γιάννη Ρίτσου.

Αυτή είναι µια αφήγηση-ποταµός του Μίκη Θεοδωράκη που πραγµατοποιήθηκε το απόγευµα της 11ης Μαΐου 2017 στο σπίτι του στου Φιλοπάππου, παρουσία της κόρης του Μαργαρίτας, του Γιώργου Λιάνη, του Θέµη Ροδαµίτη, της Παυλίνας Βουλγαράκη και του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Ο Μίκης ήταν όπως πάντα ορεξάτος και απολάµβανε την παρέα των ανθρώπων γύρω του. Οταν του ζήτησα να µας µιλήσει για τον «Επιτάφιό» του σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου ήµουν σίγουρος πως δεν θα περιοριζόταν στο συγκεκριµένο έργο. Κι έτσι το κινητό µου άρχισε να καταγράφει την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.

Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Μανώλη Χιώτη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στην ηχογράφηση του «Επιτάφιου» του Γιάννη Ρίτσου στο στούντιο τον Αύγουστο του 1960

 

Ο Μίκης αφηγείται…

Εγώ τον «Επιτάφιο» δεν ήθελα καθόλου να τον κάνω. Είχα γυρίσει στην Αθήνα το 1960 και έγραφα τη µουσική για τις «Φοίνισσες», ενώ είχα πολλά συµβόλαια για να συνεχίσω τη δουλειά µου στην Ευρώπη. ∆εν σκόπευα καθόλου να µείνω στην Ελλάδα. Πώς όµως έγινα λαϊκός συνθέτης; Ηταν καλοκαίρι, οι «Φοίνισσες» είχαν παιχτεί κι ετοιµαζόµασταν οικογενειακώς να πάµε πάλι στο Παρίσι. Ηρθε και µε βρήκε όµως ένας αδερφικός φίλος που ήταν καταδικασµένος σε θάνατο, όπως κι εγώ άλλωστε, τον οποίο είχαν στείλει στον Αϊ-Στράτη. ∆ηµήτρης ∆εσποτίδης λεγότανε. Γεννούσε η γυναίκα του και τότε, το 1960, τους δίνονταν άδειες µιας εβδοµάδας για να δουν το νεογέννητο. «Τι θα γίνει µε τους 6.000 κρατούµενους που έχουµε ακόµη;» µε ρωτάει ο ∆εσποτίδης και µου ζητάει να µιλήσω στον Χατζιδάκι για να µιλήσει µε τη σειρά του στον Καραµανλή που ήταν φίλος του. Είχε το θάρρος ο ∆εσποτίδης γιατί τον Χατζιδάκι κατά έναν τρόπο εµείς τον είχαµε αναδείξει στην ΕΠΟΝ. Του είχαµε δώσει την πρώτη του δουλειά, το «Καλοκαίρι θα θερίσουµε» µε τον Αλέξη ∆αµιανό. «Αν θες να µιλήσεις του Χατζιδάκι πάµε τώρα να τον βρούµε στου Φλόκα, εκεί θα τον πετύχουµε» πρότεινα του ∆εσποτίδη στις δύο το µεσηµέρι.

Πάµε, ήταν πράγµατι εκεί ο Χατζιδάκις, ωραίος, άνετος, ευάερος. «∆ηµήτρη µου, εσύ;» λέει του ∆εσποτίδη µόλις τον βλέπει, αγκαλιές, φιλιά. «Πες του Μάνου, Μίκη, τι τον θέλουµε» µε παρότρυνε ο ∆εσποτίδης κι άρχισα εγώ: «Μάνο µου, ο ∆ηµήτρης είναι σύντροφός µας από την ΕΠΟΝ και ήρθε γιατί γεννάει η γυναίκα του, αλλά από αύριο θα ξαναπάει εξορία. Υπάρχουν 6.000 ακόµη κρατούµενοι σύντροφοί µας, όπως ξέρεις. Μήπως να έλεγες µια κουβέντα του Καραµανλή να έκανε κάποια δήλωση τουλάχιστον;». Τον Μάνο εκείνη τη στιγµή τον έπιασε το κακό του, το πολύ αντιδραστικό του. «Ακούστε να δείτε», σηκώνεται πάνω, «εγώ τα έχω ξεχάσει αυτά! Εχω το διαβατήριό µου και πηγαίνω όπου θέλω, µ’ αρέσει αυτή η κατάσταση!». «Πάµε να φύγουµε, Μίκη» µου κάνει ο ∆εσποτίδης, αλλά ο Μάνος κατάλαβε αµέσως ότι δεν µίλησε καλά. «Με συγχωρείς, έκανα λάθος» λέει… «Ρε άντε φύγε από δω» του απαντάει ο ∆ηµήτρης και βγαίνουµε µαζί έξω. Αύγουστος µήνας ήταν, αυτοκίνητο ούτε για δείγµα στην Αθήνα, 45 βαθµοί έξω. Θυµήθηκα τότε ότι από το ’58 είχα στείλει τον «Επιτάφιο» από µποµπίνα σε φίλους στην Αθήνα και τους άρεσε. «∆εν µου λες» ρωτάω τον ∆εσποτίδη, «ο Χατζιδάκις είναι διάσηµος, τον αγαπούν, αλλά γιατί πήγαµε σ’ αυτόν; Γιατί τον αγαπούν;». Μου απαντάει: «Γιατί γράφει ωραία τραγούδια». Ακολουθεί ο διάλογός µας:

– Κι εγώ γράφω ωραία τραγούδια.

– Τι τραγούδια;

– Τον «Επιτάφιο».

– Ρε άντε από δω κι εσύ, τραγούδι είναι ο «Επιτάφιος»; Πώς να διασκεδάσει ο κόσµος;

– Μα είναι ωραία λαϊκά τραγούδια. Τα έστειλα εδώ σε µερικούς και τους άρεσαν.

– Αντε, άσε µας τώρα…

Τον ψήνω όµως και πάµε στο Zonar’s για να του τα τραγουδήσω. Μου λέει: «Ξεκίνα».

Παραγγέλνουµε δυο µπίρες ξεροσφύρι και αρχίζω να χτυπάω το µάρµαρο στον ρυθµό: «Γιε µου, σπλάχνο των σπλάχνων µου». Με σταµατάει: «Παρακάτω». «∆εν είναι δυνατόν» λέω µέσα µου, «ας το πιάσω πιο µαλακά» κι αρχίζω: «Μέρα Μαγιού µου µίσεψες». Σηκώνεται απάνω ο ∆εσποτίδης: «Τώρα τραγούδι είναι αυτό;».

(παρεµβαίνει ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας στην αφήγηση): «Τι νόµιζε αυτός, τον “Επιτάφιο” στην εκκλησία;».

«Ε» σου λέει, «τίτλος για τραγούδι είν’ αυτό;». Θυµηθείτε ότι τότε είχα κάνει τα «Μάνα µου και Παναγιά», «Κλαίει η µάνα µου στο µνήµα», µετά ήρθε το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», µια ζωή νεκρολογία ήµουν εγώ, νεκροταφείο (γέλια). «Συνέχισε» µου λέει αυτός και µετά:

– Καλά, δεν θα περάσουν από λογοκρισία.

– Πώς δεν θα περάσουν…

– Καλά, εσύ είσαι κοµµουνιστής, ο Ρίτσος είναι κοµµουνιστής, πώς θα περάσουν;

– Μα είναι δύο εταιρείες που τα θέλουν, η µία είναι του Πατσιφά και η άλλη…

(παρεµβαίνει πάλι ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας): «Συγγνώµη, το ’60 υπήρχε λογοκρισία;».

Σαφώς και υπήρχε, βέβαια! Η λογοκρισία υπήρχε από καταβολής ελληνικού κράτους. Ανέκαθεν µας είχαν υπό έλεγχο. Οπως τον Κολοκοτρώνη τον είχαν όχι απλώς κάτω, αλλά σε έναν λάκκο µέσα. Τον Κολοκοτρώνη που µας απελευθέρωσε. Σαν οι Αµερικανοί να βαράνε τον Ουάσινγκτον. Αφού έβαλαν λοιπόν τον Κολοκοτρώνη στη φυλακή, µ’ εµάς θα έκαναν πίσω; Λοιπόν συνεχίζω… «Αυτές οι δύο εταιρείες» λέω του ∆εσποτίδη, «έχουν πιο µεγάλη δύναµη από τη λογοκρισία». «Τότε τι κάθεσαι;» µου κάνει αυτός κι αποφασίζω να ξεκινήσω από τον Πατσιφά. Του άρεσαν του Πατσιφά τα τραγούδια, µε πίστευε, του εξήγησα πως θέλω λαϊκά µε µπουζούκια, «πάρε την Αννα Χρυσάφη» µου λέει. Τότε τα γραφεία του Πατσιφά έβλεπαν προς το Σύνταγµα.

Με πιάνει µια µέρα και µου λέει: «Ακουσε να δεις, άκουσε τα τραγούδια η Μούσχουρη και της άρεσαν. Μήπως να τα δίναµε σ’ αυτήν;». «Και τη Χρυσάφη τι θα την κάνουµε, θα την πετάξουµε;» ρωτάω εγώ, για να λάβω την απάντησή του: «Ασ’ τη τη Χρυσάφη, θα την κανονίσω εγώ, θα της δώσω κάτι άλλα τραγούδια που θα της πηγαίνουν». Εγώ σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό τη στιγµή που Χατζιδάκις – Μούσχουρη ήταν το Νο 1 εκείνη την εποχή. Θα είχα τα µπουζούκια, αλλά µε τη Μούσχουρη δεν θα µε άκουγε µόνο η εργατιά, θα περνούσα και στους αστούς. «Κύριε Θεοδωράκη» µου είπε η Μούσχουρη, «µου άρεσαν πάρα πολύ τα τραγούδια σας, αλλά θα πρέπει να πάρω άδεια από τον κύριο Χατζιδάκι, καταλαβαίνετε. Να έρθετε το µεσηµέρι από δω που θα είναι και ο κύριος Χατζιδάκις για να του µιλήσουµε µαζί». «Μάλιστα» λέω εγώ. Ερχεται ο Χατζιδάκις κατευθείαν και λέει: «Οχι». Πετάγεται η Μούσχουρη (κάνει τη φωνή του παραπονιάρικη): «Κύριε Μάνο, ο κύριος Θεοδωράκης µου έδωσε κάτι τραγουδάκια που µ’ αρέσουν πολύ. Μπορώ να τα τραγουδήσω;» (γέλια). «Υπό έναν όγον» κάνει αυστηρά ο Μάνος. «Ο,τι θέλετε, κύριε Χατζιδάκι» του απαντάει ο Πατσιφάς, κάθεται στο γραφείο, του δίνουν πένα και αρχίζει να γράφει: «Εδώ µαντολίνο, εδώ βιολί, εδώ φλάουτο, εδώ τσέλο» και στο τέλος «πιάνο: Μάνος Χατζιδάκις»! Εγώ τα ’χασα. «Μάνο µου, σ’ ευχαριστώ, µε τιµάει πολύ αυτό που κάνεις τούτη τη στιγµή».

Με τον Βασίλη Τσιτσάνη το 1960

 

Ετσι αρχίσαµε, αλλά υπήρχε ένα πρόβληµα: πώς θα ξύπναγε ο Μάνος, αφού εµείς γράφαµε στις 2 το µεσηµέρι κι εκείνος κοιµότανε. Πηγαίνουµε λοιπόν στο σπίτι του, τρία δωµάτια όλο κι όλο. Στο ένα ήταν το πιάνο του, στον προθάλαµο ας πούµε, µια κουρτίνα υπήρχε για να αποµονώνει το κρεβάτι του και στο άλλο κοιµόταν η Μιράντα, η αδερφή του, µε τη µαµά. Η κουζίνα ήταν. Τον ξυπνάµε, του φτιάχνουµε καφέ, ροχάλιζε ο Μάνος στην κουζίνα (µιµείται το βαρύ ροχαλητό του) και µε τα πολλά, ύστερα από κάνα δίωρο, ξύπνησε και τον πήραµε για την Κολούµπια. Πάµε, «Μάνο µου, πού είναι τα αναλόγια;» τον ρωτάω. «Ποια αναλόγια;» µου απαντάει και µου εξηγεί πως έχουµε λαϊκούς µουσικούς και θα τα µάθουν µε το αυτί. «Πότε θα γίνει αυτό;» ξαναρωτάω. «Τώρα, αυτήν τη στιγµή» λέει ο Μάνος. Τέλος πάντων, αρχίζω εγώ να διευθύνω και κάνουµε τα πρώτα τρία κοµµάτια. Υστερα από λίγο όµως µου λέει ο Μάνος: «Βλέπω ότι δεν είσαι στα νερά σου. Θες να διευθύνω εγώ και να παίξεις εσύ πιάνο;». «Οπωσδήποτε» απαντάω και αρχίζει ο Μάνος να κάνει την «κουζίνα», που τα ήξερε καλά αυτά, κι εγώ να παίζω πιάνο. Εκείνο τον καιρό εγώ µε τη γυναίκα µου τη Μυρτώ είχαµε αυτοκίνητο, από τα ελάχιστα στην Αθήνα, και πηγαίναµε στην Πατριάρχου Ιωακείµ, όπου έµενε ο Αλεξανδράκης µε τη Γεωργούλη. Εκεί υπήρχε και ένα εστιατόριο όπου πήγαινε ο Σπυροµήλιος, πρόεδρος του ΕΙΡ τότε. Μας πετυχαίνουν ο Σπυροµήλιος, ο Γκάτσος και ο Χατζιδάκις. «Μίκη, έλα εδώ» µου κάνουν. Ο Σπυροµήλιος ήταν µεγάλο κεφάλι, δεν µάσαγε. Τον έπαιρνε τηλέφωνο ο Καραµανλής και του ’λεγε: «Γιατί µου βάζεις τα τραγούδια αυτού του κοµµουνιστή;» και του απαντούσε: «Γιατί έτσι µου γουστάρει». Ηταν και ο µεγάλος έρωτας της Μελίνας ο Σπυροµήλιος.

(παρεµβαίνω εγώ: «Γι’ αυτόν ο Χατζιδάκις µε τον Γκάτσο έγραψαν το “Κουρασµένο παλικάρι”».)

Ναι, ακριβώς. Ωραίος τύπος ήταν αυτός και τη µεγάλη ιστορία του µε τη Μελίνα θα την αφήσουµε για µια άλλη φορά. Την άλλη µέρα, στου Φλόκα, επειδή ο Χατζιδάκις ζήλευε και δεν άφηνε τον Γκάτσο να µου δίνει στίχους του, µου βάζει ένα σκονάκι στην τσέπη και µου λέει στο αυτί συνωµοτικά: «Να, να, διάβασέ το αυτό όταν θα ’σαι µόνος σου»… Το ανοίγω και βλέπω τους στίχους της «Μυρτιάς». Μου άρεσαν πολύ! Λέω του Γκάτσου συνωµοτικά κι εγώ: «Αύριο!». Μες στην ίντριγκα ήµασταν (γέλια). Την εποµένη ήµαστε ο Πατσιφάς, ο Γκάτσος, εγώ και µετά ήρθε και ο Χατζιδάκις. Τους παίζω τη «Μυρτιά», όπως ήδη είχα µελοποιήσει το ποίηµα. Κάνει ο Πατσιφάς: «Πολύ ωραίο είναι, πάµε να το γράψουµε αύριο. Ποιος θα διευθύνει; Μάνο, εσύ θα το κάνεις».

Με τη σύζυγό του Μυρτώ, την κόρη του Μαργαρίτα και τον γιο του Γιώργο τον Ιανουάριο του 1968

 

Εκεί τους ενηµερώνω για άλλο τραγούδι που είχα γράψει και που είχε γίνει πολύ µεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό (τραγουδάει τη µελωδία από το «Honeymoon song»). Τους το παίζω στο πιάνο και λέω στον Γκάτσο: «Νίκο, γράψε ελληνικούς στίχους εσύ». Τους έγραψε επιτόπου ο Νίκος. «Ποιος θα τα πει τα τραγούδια;» λέµε και ακούµε ξαφνικά µια φωνή από το βάθος: «Εγώ θα τα πω». Γυρίζουµε, βλέπουµε µια ξανθιά κοπέλα µε τουπέ. «Ποια είσαι εσύ;» τη ρωτάει ο Πατσιφάς. «Είµαι η Γιοβάννα» λέει αυτή, ακριβώς έτσι όπως σας το λέω! «Πού τραγουδάς;» τη ρωτάµε. «Πουθενά» απαντάει (γέλια) και αµέσως µετά: «Μπορώ να τα πω εγώ; Τα ’µαθα κιόλας απέξω». Ξανακάθοµαι στο πιάνο, βρίσκω τον τόνο της και την άλλη µέρα πράγµατι γράψαµε σε δισκάκι τα δύο κοµµάτια.

Πήγαν αµέσως, είχαν ωραίο τέµπο, έβαλε ο Μάνος και τα όργανα που ήθελε, τα είπε και εξαιρετικά η Γιοβάννα. Υπήρχε µεγάλο κέφι στην ηχογράφησή τους. Ελα όµως που µια µέρα µετά θα συνεχίζαµε µε το τέταρτο τραγούδι του «Επιτάφιου». Στην ίδια µποµπίνα είχαµε βάλει µέσα τα δύο νέα τραγούδια µε τη Γιοβάννα. Τσιµουδιά, µην το πάρει χαµπάρι η Μούσχουρη. Στο διάλειµµα όµως λέει ο Μάνος: «Ας ακούσουµε και αυτά που γράψαµε χθες». «Τι γράψατε χθες;» πετάγεται η Μούσχουρη. «Θα ακούσεις» της απαντάει ο Μάνος.

– Τι τραγούδια είναι αυτά;

– Κάτι τραγούδια που έγραψε ο Μίκης.

– Πότε τα ’γραψε;

– Χθες.

– Και ποια είναι αυτή που τα τραγούδησε;

(γέλια) Και την πιάνει µια υστερία τη Μούσχουρη, ήθελε να τα σπάσει όλα. Υπήρχαν κάτι τασάκια εµαγιέ, της τα έδινε ο Πατσιφάς: «Να, πάρε, Νάνα µου» και αυτή τα έσπαγε το ένα µετά το άλλο. Σκηνή κινηµατογραφικής ταινίας, µεγάλη κωµωδία!

Με τον Μάνο Χατζιδάκι στη Ρώμη το 1954

 

Μετά η Μούσχουρη δήλωσε: «Με αυτόν δεν θέλω να ξανασυνεργαστώ». ∆εν το είπε όµως έτσι σ’ εµένα. Σ’ εµένα είπε κάτι άλλο. Μπαίνουµε όλοι σε ένα ταξί –απορώ πώς χωρέσαµε– να µας πάει στου Φλόκα και µου λέει: «Κύριε Θεοδωράκη, θέλω να σας µιλήσω. ∆εν νοµίζω ότι µπορούµε να συνεργαστούµε. Εσείς έχετε τραγουδίστρια αυτήν τη Γιοβάννα – πώς τη λένε…». Υστερα από αυτό έπιασα εγώ τον Πατσιφά: «Ακουσε να δεις, εγώ δεν σου ζήτησα τίποτε. Εσύ ήθελες να γραφτεί ο “Επιτάφιος”, αφού όµως η Μούσχουρη είπε έτσι, δεν θέλω, αποχωρώ. Ποιος θα µου πει εµένα τι θα κάνω; Ξέρεις ποιος είµαι εγώ και πόσο έχω υποφέρει για να κάνω ό,τι έκανα; Τι πράγµατα είναι αυτά;». «Ελα, µωρέ, αφού την ξέρεις» ήταν η απάντηση του Πατσιφά. «Οχι» του λέω και κατευθείαν στην Κολούµπια. Εκεί διαπιστώνω πως έδιναν τόση σηµασία στη δισκογραφία ώστε ο διευθυντής της εταιρείας ήταν και ο υπεύθυνος του λογιστηρίου. Περιµένοντας βλέπω µια µεγάλη ουρά στην οποία περίµεναν οι καλλιτέχνες για να πληρωθούν. Ξεχωρίζω έναν αδύνατο τύπο. «Με συγχωρείτε» ρωτάω κάποιον, «µήπως αυτός εκεί είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης;».

– Ναι, αυτός είναι!

– Και κάθεται στην ουρά;

– Πού να κάτσει;

– Μα ξέρετε τι γίνεται στη Γαλλία; Ξέρετε πώς παίρνει τα λεφτά του ο Αζναβούρ; Του τα πηγαίνει η Rolls Royce στο σπίτι του τα λεφτά του.

Εµένα µου έδωσαν εφάπαξ 1.500 δραχµές το τραγούδι· πήρα συνολικά 12.000. Ο δε Μπιθικώτσης πήρε 500 δραχµές το τραγούδι. Αυτά έδιναν τότε. Η Παπαγιαννοπούλου το «∆υο πόρτες έχει η ζωή» που παιζόταν παντού το πούλησε 50 δραχµές. Ερχόταν πολλές φορές σπίτι µου µετά τη χαρτοπαιξία για να µου δώσει τραγούδια. Εγώ δεν ήθελα να της πάρω στίχους –ήδη είχα στήσει κατάσταση µε τους ποιητές–, της έφτιαχνα όµως καφέ, της έδινα και ένα πεντακοσάρικο λέγοντάς της: «Πάρε να βολευτείς και δώσ’ τους αλλού». Στη συνέχεια έδωσε µια συνέντευξη στον Λευτέρη Παπαδόπουλο και του είπε ότι µου είχε φέρει το «Είµ’ αϊτός χωρίς φτερά» – δεν το πήρα εγώ και έτσι το έδωσε στον Χατζιδάκι. Αυτή είναι η ιστορία µου µε την Παπαγιαννοπούλου. Πάµε πάλι στην Κολούµπια, όπου τους δηλώνω ότι θέλω τραγουδιστή τον Μπιθικώτση. «Ποιος είναι αυτός;» µε ρωτάνε. «Αυτός που είπε το “Γαρίφαλο στ’ αυτί”» τους απαντάω. Αυτό ήξερα εγώ! Στη Μακρόνησο, που λένε, ο Μπιθικώτσης δεν τραγουδούσε, ήταν συνθέτης. Μάλιστα το πρώτο τραγούδι του, το «Καντίλι τρεµοσβήνει», το τραγούδησε ο Βαµβακάρης. Εγώ τη φωνή του λοιπόν την είχα ακούσει στα όµορφα τραγούδια του Χατζιδάκι, την «Κυρά», το «Είµαι άντρας και το κέφι µου θα κάνω» και το «Γαρίφαλο στ’ αυτί». Τότε ήρθε ο Τάκης Λαµπρόπουλος εξ Αµερικής. «Κύριε Θεοδωράκη» µου λέει, «θέλετε οπωσδήποτε τον Μπιθικώτση; Εδώ έχουµε εξαιρετικές γυναικείες φωνές: τη Γιώτα Λύδια, την Πόλυ Πάνου, τη Μαίρη Λίντα, πείτε, ποια θέλετε;». «Τον Μπιθικώτση θέλω» επέµενα. Τότε ο Μπιθικώτσης ετοιµαζόταν να τα παρατήσει. Αυτοκράτορας ήταν ο Καζαντζίδης, ο οποίος έπαιρνε 5.000 δραχµές µεροκάµατο στις Τζιτζιφιές. Ο Μπιθικώτσης πήγε σε µαγαζί απέναντι µε 50 δραχµές µεροκάµατο. Αυτή ήταν η διαφορά στις τιµές τους. Ο Μπιθικώτσης δεν είχε καριέρα σαν φωνή, ήταν έτοιµος να γίνει υδραυλικός και να παρατήσει το τραγούδι. Εγώ τον καθιέρωσα σαν τραγουδιστή.

Με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Νίκο Γκάτσο (αρχείο Αγαθής Δημητρούκα)

 

Θυµάµαι το ίδιο πάνω κάτω διάστηµα που γράφαµε την «Πολιτεία Α» να είµαστε ο Καζαντζίδης, ο Χιώτης, η Μαίρη Λίντα και εγώ και να µπαίνει µέσα ο Μπιθικώτσης ντυµένος µε ένα ωραίο µακρύ σακάκι. Μάγκας αυθεντικός. ∆εν υπήρχε άνθρωπος, άντρας, που να χορεύει ωραιότερο ζεϊµπέκικο από τον Μπιθικώτση. Είχε αυτό το στρατιωτικό όνοµα και το αρχοντικό παρουσιαστικό που κανείς δεν µπορούσε να καταλάβει πόσο ευαίσθητος άνθρωπος ήταν. Προτού βγει στη σκηνή έκανε εµετό από το άγχος του. Ηταν µέχρι να βγάλει την πρώτη νότα, εκεί µεθούσε ο ίδιος µε τη φωνή του και άλλαζε. Ποιος θα είχε φωνές σαν του Μπιθικώτση, της Φαραντούρη και του Πανδή; Αλλοι θα πλήρωναν, όχι θα πληρώνονταν, για να τους ερµηνεύουν τέτοιες φωνές. Τέτοια ήταν η χαρά µου που τους άκουγα στα τραγούδια µου και χανόµουν.

Documento Newsletter