Στην περίοδο 1960-67 ήταν πολύ συμπυκνωμένος ο πολιτικός, o πολιτιστικός αλλά και ο κοινωνικός χρόνος. Μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη έγραψα, σε ηλικία 20 χρονών, μια σειρά μικρών ποιημάτων που τα δημοσίευσε η «Αυγή» σε ένα λογοτεχνικό ένθετο που έβγαζε κάθε Κυριακή. Από κει και πέρα αρχίζω να γράφω τους πρώτους μου στίχους, το πρώτο μου τραγούδι, το «Καράβια αλήτες» το ’64, το οποίο μετά το τραγούδησε ο Πουλόπουλος σε ένα μικρό δισκάκι που βγήκε το ’65. Και κυρίως δραστηριοποιούμαι στην Αριστερά πια ολόπλευρα.
Απ’ τη μια μεριά λοιπόν ο κύκλος των νέων ποιητών – στιχουργών, που επηρεασμένοι από το κίνημα του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη τους ακολουθούμε «κατά πόδας»· που μας εμπνέουν και κοιτάμε να δώσουμε τη δική μας προσφορά σε κείνη την επανάσταση που είχε αρχίσει. Αφετέρου η ένταξη στην Αριστερά: πρώτα στην «Αυγή», στο πολιτιστικό ρεπορτάζ, μετά στη «Δημοκρατική Αλλαγή». Και βέβαια, για μένα ήταν πολύ σημαντικές, κάτι σαν Α και Ω, η γνωριμία μου, η σύμπραξή μου και η συνεργασία μου με τον Μίκη.
Με έπαιρνε με το αυτοκίνητό του, μια Citroën που είχε, και κατεβαίναμε τη Συγγρού πολλά βράδια για να γυρίσουμε σπίτια μας, γιατί είμαστε γείτονες, εκείνος από την πλευρά της Νέας Σμύρνης και εγώ από την πλευρά της Καλλιθέας. Μου έλεγε στον δρόμο το ένα και το άλλο, με όλη εκείνη την πληθωρικότητα που τον χαρακτήριζε. Ετσι είδα πώς «γεννήθηκε» η ιδέα για το «Ζ», που ήταν το χαρακτηριστικό σήμα των Λαμπράκηδων, από το σύνθημα «Ο Λαμπράκης ΖΕΙ». Ηταν δική του ιδέα. Και μου έλεγε θα κάνουμε εκείνο, θα κάνουμε το άλλο, όπως στη Σοβιετική Ενωση, να ανεβαίνουν νέοι ποιητές πάνω στις καρέκλες και να λένε ποιήματα στον λαό και πολλά άλλα. Οπότε εγώ άλλο που δεν ήθελα, είχα γράψει και κάτι ποιήματα στην «Επιθεώρηση Τέχνης»· ιδιαίτερα ένα
«Συχνά προσπαθούσαν να σταματήσουν τις συναυλίες του, αλλά όταν ο Μίκης έφτανε σε ένα μέρος ήταν το βασικό γεγονός» με τίτλο «Ενας άνθρωπος» ταίριαζε πολύ.
Με έπαιρνε λοιπόν ο Μίκης μαζί του, για παράδειγμα στο Ναύπλιο, όπου δώσαμε μια ιστορική συναυλία στο παλιό τζαμί, στην οποία είχαν έρθει όλες οι αρχές της πόλης. Διότι ναι μεν τον διώκανε, τον κυνηγάγανε οι παρακρατικοί και όλα τα γνωστά, και συχνά προσπαθούσαν να σταματήσουν τις συναυλίες του, αλλά όταν ο Μίκης έφτανε σε ένα μέρος ήταν το βασικό γεγονός. Ελεγε, ας πούμε, η γυναίκα του νομάρχη, του διοικητή του στρατού και τα λοιπά, «έχει γούστο να μην πάμε το βράδυ στη συναυλία του Μίκη!».
Οπότε, πρώτη σειρά αυτοί, άρχιζε η συναυλία, στο μικρόφωνο ο Μπιθικώτσης και ξαφνικά έλεγε ο Μίκης «έχουμε μαζί μας ένα νέο ποιητή, θα διακόψουμε τη συναυλία για τον Φώντα τον Λάδη, να διαβάσει ένα ποίημα». Ανέβαινα εγώ, πάγωνε η αίθουσα, άρχιζα εγώ κάτι «μαγιακοφσκικά» και απήγγειλα πολιτικά ποιήματα. Αυτό ήταν το κλίμα της εποχής.
Ο Φώντας Λάδης είναι δημοσιογράφος, ποιητής και συγγραφέας