Ο μετρ της μόδας Γιάννης Βούρος γυρίζει το ρολόι στη δεκαετία του ’50

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου η Ευρώπη προσπαθεί να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της. Με το σχέδιο Μάρσαλ οι χώρες που βρίσκονται υπό την επιρροή των ΗΠΑ μπαίνουν στις ράγες της δανεικής ευημερίας και σταδιακά το βιοτικό επίπεδο ανεβαίνει. Ενας τομέας που συμπαρασύρεται από την άνθηση της οικονομίας είναι η μόδα.

Η Ελλάδα με τη σειρά της προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές που έχουν αφήσει στο σώμα της η γερμανική κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος. Οι γυναίκες που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία είναι ακόμη λίγες σε σχέση με τους άντρες· το παλιό αξιακό σύστημα επανέρχεται και επιβάλλει στις γυναίκες τον στόχο της «αποκατάστασης» μέσω του γάμου, τον ρόλο της συζύγου και της μάνας (η χειραφέτηση που κέρδισαν τον καιρό της Αντίστασης είναι πλέον δαιμονοποιημένη, η γυναίκα πρέπει να είναι θηλυκή και να υπηρετεί τον κοινωνικό ρόλο της πειθήνια).

Καθώς εμφανίζονται τα πρώτα κοσμικά κέντρα και οι κινηματογραφικές επιρροές από το εξωτερικό γίνονται ολοένα πιο ισχυρές, οι νέοι ακολουθούν τη μόδα που προωθούν οι οίκοι μόδας και οι εταιρείες μαζικής ένδυσης της δύσης. Σταθερή αξία παραμένει η υψηλή ραπτική, η haute couture όπως λέγεται και στη γενέτειρα της διεθνούς μόδας, τη Γαλλία. Οι γαλλικοί οίκοι μόδας επηρεάζουν τα πράγματα παγκοσμίως και σχεδιαστές όπως οι Dior, Balmain, Givenchy, Channel, Balenciaga αφήνουν το στίγμα τους, ενώ στην Ελλάδα ο Ντίμης Κρίτσας, ο Φιλήμονας, ο Τσούχλος και ο Γιάννης Βούρος κρατούν τα εγχώρια σκήπτρα.

Από το Παρίσι και την Αχαρνών στο Κολωνάκι

Με τον Γιάννη Βούρο συναντηθήκαμε στο σπίτι του στου Ζωγράφου. Η ζωντανή ιστορία της ελληνικής μόδας, ένας καλλιτέχνης που ενώνει την Ελλάδα με την haute couture αφού σπούδασε στο Παρίσι δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα, μας μίλησε για τη δεκαετία του ’50 και όχι μόνο, καθώς έχει συνδέσει το όνομά του ως ενδυματολόγου με τον ελληνικό κινηματογράφο. «Η γυναίκα θέλει στόλισμα! Αυτή είναι η βασική αρχή της μόδας. Σκοπός είναι να γίνει όσο το δυνατόν πιο ελκυστική για τον άντρα, να την ερωτευτεί και να φτάσει στο σημείο να γίνει μητέρα» μας είπε ο γεννημένος στην Αίγυπτο σχεδιαστής και συνέχισε: «Η Αίγυπτος εκείνη την εποχή ήταν ευρωπαϊκό κέντρο για όλους και για όλα. Υπήρχαν κοινότητες από όλες τις χώρες και αυτό ήταν μεγάλη τύχη για μένα, καθώς σε εποχή πολέμου είχα εκπαίδευση υψηλού επιπέδου σε όλους τους τομείς. Η μετάβαση στο Παρίσι και μετά στην Ελλάδα με βρήκε με πολλά εφόδια, καθώς μπόρεσα και γνώρισα όλους τους μεγάλους δασκάλους».

Ο ίδιος λοιπόν είχε τη δυνατότητα να έρθει σε απευθείας επαφή με τα ρεύματα της μόδας σε όλο τον κόσμο. «Στην πραγματικότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν ποτέ δική τους μόδα, μόνο έτοιμα ρούχα, όπως ήταν τα τζιν παντελόνια και τα δερμάτινα σακάκια, όλα μαζικής παραγωγής. Η Ευρώπη έκανε εξαγωγή υψηλής ραπτικής». Εχοντας διανύσει μεγάλη διαδρομή στον χρόνο και έχοντας εικόνες από διάφορες και διαφορετικές φάσεις της μόδας, ποια θεωρεί ο ίδιος σημαντικότερη στο πεδίο της haute couture; «Δεν ξέρω αν είναι η σημαντικότερη, αλλά σίγουρα η δεκαετία του ’50 είναι η πιο κολακευτική για τις γυναίκες. Το μυστικό ήταν το ρούχο να ράβεται πάνω στα προτερήματα και τα ελαττώματα κάθε σώματος, να κρύβει τις ατέλειες και να αναδεικνύει τα προσόντα».

Αυτό ήταν το μότο στη δουλειά του; «Κάπως έτσι. Να αναδεικνύουμε το γυναικείο σώμα ώστε να εκπέμπει την απόλυτη θηλυκότητά του, να ντύνουμε το γυναικείο σώμα, όχι τη γυναίκα. Αυτό διδάχτηκα και αυτό έκανα και στη δουλειά μου, και ως σχεδιαστής κοστουμιών θεάτρου και κινηματογράφου αλλά και στα καλλιστεία με τα οποία συνεργάστηκα για δώδεκα χρόνια. Τη συγκεκριμένη δεκαετία ανέβηκε και το ύψος της φούστας, ενώ μπήκε και το παντελόνι στην καθημερινότητα – αν και προοριζόταν για όσες κυρίες ταξιδεύουν ώστε να νιώθουν πιο άνετα. Οταν ήρθα στην Ελλάδα άνοιξα το ατελιέ μου στην οδό Αχαρνών και ξεκίνησα τη συνεργασία μου με την Αντουανέτα Ροντοπούλου, που είχε την πρώτη σχολή και το πρώτο πρακτορείο μοντέλων στην Ελλάδα, τη μετέπειτα σύζυγο του δημοσιογράφου Χρήστου Οικονόμου.

Με έπεισε να μεταφερθώ στο Κολωνάκι, όπου χτυπούσε η καρδιά της haute couture στην Αθήνα. Οι επιδείξεις μόδας γίνονταν στα μεγαλύτερα ξενοδοχεία και κάθε κομμάτι ήταν μοναδικό. Απολύτως λογικό καθώς καμία κυρία δεν ήθελε να φοράει το ίδιο ρούχο με κάποια άλλη. Αυτό ήταν πολύ πιο έντονο στους καλλιτεχνικούς και κοσμικούς κύκλους, ειδικά με τις μεγάλες πρωταγωνίστριες. Ακόμη και τα κοστούμια του μπαλέτου σε μια παράσταση έπρεπε να είναι πρωτότυπες δημιουργίες, όχι μόνο αυτά των ηθοποιών».

Το καυτό στριπτίζ και ο καβγάς στις Κάννες

Με όλες τις ιστορίες που άκουγα, ήταν λογικό να ρωτήσω για το ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο. «Εντυσα όλες τις μεγάλες πρωταγωνίστριες και ήμουν ο πρώτος ενδυματολόγος που μπήκε σε τίτλους ταινίας, παρόλο που όταν ήρθα στην Ελλάδα δεν είχα ιδέα από τους ντόπιους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς. Οταν με επισκέφτηκε για πρώτη φορά ο Γιάννης Δαλιανίδης, πραγματικά δεν ήξερα ποιος είναι». Ερχονται ακόμη στη μνήμη του οι δημιουργίες που επινόησε για τις Ελληνίδες σταρ στις ταινίες του Φίνου; «Θυμάμαι το σκίσιμο στο φόρεμα της Μαίρης Χρονοπούλου στο “Μια κυρία στα μπουζούκια” και το παντελόνι που φορούσε η Μάρω Κοντού όταν έκανε στριπτίζ στην ταινία “Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη” – ήταν η πρώτη φορά στο σινεμά που χρησιμοποιήθηκε παντελόνι για τέτοιον λόγο. Μοναδική ήταν και η εμπειρία μου με την Κατίνα Παξινού, η οποία ακόμη και στον ρόλο μιας χωριάτισσας στο “Νησί της Αφροδίτης” ήθελε τα ρούχα να είναι μοναδικά και να την κολακεύουν, όπως ακριβώς πρέπει να κάνει κάθε γυναικείο ρούχο. Δεν θα ξεχάσω φυσικά ότι με άφησε να αγγίξω το Οσκαρ που είχε στη βιτρίνα της».

Η κουβέντα μας επιστρέφει στις απαιτήσεις της μόδας τη δεκαετία του ’50. «Δύο φορές τον χρόνο επισκεπτόμουν υποχρεωτικά το Παρίσι προκειμένου να ενημερώνομαι για τις νέες τάσεις της μόδας. Οι κυρίες της Αθήνας εκτιμούσαν όσους ήταν ενημερωμένοι απευθείας από το παγκόσμιο κέντρο της μόδας, ενώ επίσης βασική τους απαίτηση ήταν να γνωρίζουν την προέλευση των πρώτων υλών, των υφασμάτων». Η χειμερινή και η θερινή κολεξιόν περιλάμβαναν πρωινά, μεσημεριανά, απογευματινά και βραδινά σύνολα. Τα μεσάτα ταγέρ, που καθιέρωσε η Channel, με στενή γραμμή και γήινα χρώματα, αλλά και τα φουρό και τα εμπριμέ υφάσματα, τα γάντια, κοντά για το πρωί και μέχρι τον αγκώνα για το βράδυ, όπως και τα φορέματα στράπλες κυριαρχούσαν τους ανοιξιάτικους και τους καλοκαιρινούς μήνες, συνδυασμένα με δερμάτινες γόβες αλλά και με μαντό. Οσον αφορά την αντρική μόδα, τα πράγματα ήταν αρκετά πιο απλά, με φαρδιά κοστούμια για τις επίσημες εμφανίσεις και τα κοντομάνικα ανοιχτόχρωμα πουκάμισα για τις απλές και καθημερινές.

Στο κλείσιμο της κουβέντας μας με τον Γιάννη Βούρο μάθαμε την απίστευτη ιστορία για το εντυπωσιακό κεντητό φόρεμα που φόρεσε η Αλίκη Βουγιουκλάκη στις Κάννες (1965), σε μια επεισοδιακή βραδιά στη διάρκεια της οποίας θύμα ήταν το ίδιο το ρούχο όταν καβγάδισαν ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και ο Βίκτωρας Μιχαηλίδης. «Φτιάχτηκε ουσιαστικά μέσα σε τέσσερις ημέρες μόνο. Ολο το προσωπικό στο ατελιέ δούλευε γι’ αυτό το φόρεμα που φτιάχτηκε κομμάτι κομμάτι και το παραδώσαμε κυριολεκτικά στο αεροδρόμιο προτού η Αλίκη πετάξει για Γαλλία».

Η μόδα της δεκαετίας του ’50 ήταν σίγουρα η πιο θηλυκή στην ιστορία. Δεν είναι τυχαίο ότι τότε εμφανίστηκαν θρυλικά ονόματα αλλά και καινοτόμα σχέδια και προτάσεις. Ούτε είναι τυχαίο ότι πολλά από αυτά τα στοιχεία παραμένουν κλασικά. Σαν επιστέγασμα κρατάμε την αποστροφή του κ. Βούρου: «Οι μοναδικές δημιουργίες με στόχο την ανάδειξη της γυναικείας θηλυκότητας είναι πάντα το ζητούμενο στην υψηλή ραπτική».

*Φωτογραφίες: Προσωπικό αρχείο του Γιάννη Βούρου

Ετικέτες