Εναν μεγάλο τηλεοπτικό περίπατο έκανε την προηγούμενη εβδομάδα ο Κώστας Μπακογιάννης, επιδιώκοντας αφενός να κατευνάσει τις καθολικές διαμαρτυρίες για τις παρεμβάσεις στην Πανεπιστημίου και στο Σύνταγμα, αφετέρου να πείσει τους κατοίκους της πρωτεύουσας ότι ήρθε για να τους ξεβλαχέψει. Και αφού το μεγάλο Καρπενήσι δεν γίνεται μικρό Παρίσι, ας παραπέμπει τουλάχιστον στην προκυμαία της γαλλικής Νίκαιας με τους φοίνικες. Μόνον οι ζαρντινιέρες δεν έχουν ξεσηκωθεί ακόμη, γιατί είναι πολύ βαριές, όπως είπε για να δικαιολογήσει το κόστος τους. Το αντιγκράφιτι υλικό τους, για το οποίο επίσης καυχιόταν, τον διέψευσε πριν αλέκτορα φωνήσαι. Ο στίχος «να πετούσα στα σύννεφα», που γράφτηκε σε μια απ’ αυτές για να θυμίζει το φιάσκο με την Πρωτοψάλτη, φαίνεται πως για τον δήμαρχο της Αθήνας δεν είναι ενδόμυχος πόθος αλλά πραγματικότητα. Κανένα στοιχείο των έργων δεν εφάπτεται με τον ρεαλισμό. Το κυκλοφοριακό έμφραγμα ταλαιπωρεί καθημερινά τους οδηγούς και η ακαλαισθησία των βαμμένων λωρίδων σε χρώματα επαρχιακού λούνα παρκ, που σύντομα θα γίνουν χειρότερες από τη βρομιά, αδιαμφισβήτητη.
Οι αντιρρήσεις εκφράζονται πανταχόθεν αλλά βαραίνει ιδιαίτερα η γνώμη του Π. Νικηφορίδη, βραβευμένου για την ανάπλαση της Νέας Παραλίας Θεσσαλονίκης. «Ο δημόσιος χώρος έχει ανάγκη από σοβαρότητα». Ανήσυχοι και οι μαγαζάτορες που προβλέπουν ότι όλα αυτά θα αποθαρρύνουν τους πολίτες να κατεβαίνουν στο κέντρο, με αποτέλεσμα να δεχθούν ακόμη ένα οικονομικό πλήγμα.
Με δεδομένες την αλλοίωση του αστικού τοπίου και την απουσία συνολικού σχεδιασμού την οποία παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Μπακογιάννης μιλώντας για πιλοτικά βήματα, αναρωτιέται κανείς προς τι το όλο εγχείρημα. Μια εύκολη απάντηση θα ήταν το μεγάλο φαγοπότι, αφού το υψηλό μπάτζετ που τέθηκε ως πρώτιστος στόχος και ουχί η διευκόλυνση του πολίτη είναι η χαρά των παρατρεχάμενων της μπίζνας και της μίζας.
Ισως όμως να μην είναι μόνο αυτό. Στις πρόσφατες συνεντεύξεις του με τον αέρα του γόνου που έχει κατοχυρώσει από τα γεννοφάσκια του το copyright της εξουσίας και με βλέμμα στο οποίο αναβόσβηνε η φωτεινή επιγραφή «το μέλλον μού ανήκει», ο Κ. Μπακογιάννης δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τις πολιτικές του φιλοδοξίες. Θιασώτης μάλιστα της σύγχρονης τεχνολογίας, εξήγγειλε μια εφαρμογή στο κινητό με την οποία οι πολίτες παρακινούνται να υιοθετήσουν ένα νεοφυτεμένο δένδρο για να το ποτίζουν. Δεν διευκρινίστηκε αν το πότισμα θα γίνεται με κουβαδάκια θαλάσσης, με μπουκαλάκια νερού από το περίπτερο ή με μάνικες από το σπίτι. Τέτοια προχειρότης και βιασύνη. Αν όντως ενδιαφερόταν για τους δημότες, δεν θα ξεκινούσε το μεγαλόπνοο project από τη βιτρίνα αλλά από έργα υποδομής στις υποβαθμισμένες συνοικίες. Το πολυδάπανο και επιφανειακό εγχείρημα είναι πρόκληση αν όχι κόλαφος για τον πρωθυπουργικό θείο, στον οποίο ήδη έχει κάνει ζημιά.
Οι οικογενειακές όμως έριδες ελάχιστα απασχολούν τους πολίτες, που προσώρας το διασκεδάζουν και φαντάζονται τα ντιζαϊνάτα παγκάκια σαν ψησταριές ή σαν φιδάκια για τα κουνούπια. Το χιούμορ είναι η ευγένεια του απελπισμένου που κανείς ποτέ δεν τον ρωτάει ούτε τι θέλει ούτε αν μπορεί να πληρώνει τα δημοτικά τέλη. Μένει να δούμε ποιος θα γελάσει ή θα κλάψει τελευταίος.
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης