Κάποτε στην Ευρώπη τα πράματα ήταν απλά. Η Γαλλία είχε την πολιτική δύναμη, η Γερμανία την οικονομική και η Βρετανία τις… ΗΠΑ. Τώρα η Γηραιά Αλβιώνα έχει βγει από την Ένωση, η γερμανική οικονομία πνέει τα λοίσθια και ο Εμανουέλ Μακρόν και οι επιλογές του έχουν βυθίσει την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία που ίδρυσε ο Ντε Γκολ, στην πολιτική αβεβαιότητα και στην αγκαλιά της ακροδεξιάς.
Η απόφαση του Γάλλου προέδρου να διορίσει τον Μισέλ Μπαρνιέ για πρωθυπουργό πριν από ένα τρίμηνο μετά από τις πρόωρες εκλογές που ο ίδιος προκήρυξε και από τις οποίες βγήκε μια Εθνοσυνέλευση χωρισμένη στα τρία, αποδείχθηκε πολιτικά κοντόφθαλμη, αφού πριν από λίγο η κυβέρνηση Μπαρνιέ έπεσε μετά από την σχετική υπερψήφιση από την Εθνοσυνέλευση της πρότασης δυσπιστίας εναντίον του. Ο λόγος που ήταν κοντόφθαλμη, είναι πως διορίζοντας την κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Μπαρνιέ, ο Μακρόν, απέφυγε να αποδεχθεί την πολιτική πραγματικότητα που ο ίδιος δημιούργησε ήδη από την πρώτη του θητεία, πολώνοντας την πολιτική ζωή της χώρας και προκαλώντας ενίσχυση της ακροδεξιάς σε συνδυασμό με άνοδο των αριστερών κομμάτων. Η οικονομική του πολιτική υπέρ των ελίτ του Παρισιού και άλλων μεγάλων γαλλικών πόλεων, έφερε όλα αυτά τα χρόνια σφοδρές αντιδράσεις από τα συνδικάτα και άλλους φορείς, ενώ η απόρριψη της φιλελεύθερης πολιτικής εξαιτίας της οικονομίας έφερε στροφή προς την ακροδεξιά. Η στήριξη στην Ουκρανία, οι πολιτικές ανάσχεσης του αντίκτυπου της ενεργειακής κρίσης, αλλά και των συνεπειών της πανδημίας από τον Μακρόν, είχαν όμως κι έναν ξεκάθαρο πρακτικό, αντίκτυπο: διόγκωσαν το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος, την ώρα που οι βασικές του μεταρρυθμίσεις τοποθετούσαν το βάρος για την οικονομική πολιτική του στους πιο αδύναμους της γαλλικής οικονομίας.
Το αποτέλεσμα ήταν να τοποθετήσει τον Μπαρνιέ στην πρωθυπουργία με μοναδική αποστολή να περάσει αν μπορούσε έναν προϋπολογισμό λιτότητας για το 2025 κι αν δεν μπορούσε να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει τις προβλέψεις του Συντάγματος για παράκαμψη της Εθνοσυνέλευσης για να το πετύχει ή να… πέσει. Προφανώς ο Μακρόν «τζόγαρε» ότι τα κόμματα που πριν είχε παρακάμψει για να σχηματίσει την κυβέρνηση δεν θα μπορούσαν να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε μια πρόταση μομφής, αλλά ότι θα μπορούσαν να στηρίξουν την κυβέρνηση με τα κατάλληλα «τυράκια» στον προϋπολογισμό. Φυσικά ο υπολογισμός αυτός δεν αφορούσε την Αριστέρα και το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP) που ήρθε πρώτο κόμμα, αλλά την ακροδεξιά της Λεπέν, την οποία μετεκλογικά την θεωρούσε στήριγμα για την κυβέρνηση Μπαρνιέ. Όμως η Λεπέν, δεν έμεινε ικανοποιημένη από τις υποχωρήσεις Μπαρνιέ και έτσι το κόμμα της ψήφισε υπέρ της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης.
Κατά τα φαινόμενα, ο Μακρόν, έπαιξε την χώρα στα ζάρια κι έχασε, αφού και ο Μπαρνιέ έπεσε και τώρα απομένει ελάχιστος χρόνος για να βρεθεί κάποια κυβέρνηση που θα μπορέσει να περάσει έναν προϋπολογισμό. Εάν το κοινοβούλιο δεν εγκρίνει τον προϋπολογισμό έως τις 20 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση (που θα διορίσει ο Μακρόν και αποτελεί αυτή την στιγμή ένα μεγάλο ερώτημα) μπορεί να προτείνει νομοθεσία έκτακτης ανάγκης η οποία θα παρατείνει τα όρια δαπανών και τις φορολογικές διατάξεις του 2024, μέχρι την άφιξη μιας νέας κυβέρνησης και ενός νέου νομοσχεδίου για τον προϋπολογισμό του 2025. Οι περικοπές δαπανών και οι αυξήσεις φόρων που σχεδίαζε η κυβέρνηση Μπαρνιέ θα μπουν στο ράφι. Οι εξελίξεις που έρχονται φέρνουν την Πέμπτη Δημοκρατία αντιμέτωπη με το άγνωστο.
Διαβάστε επίσης