«Ο Μάκης» του Κατσικονούρη με τον Λίτση είναι ένας συγκλονιστικός μονόλογος

«Ο Μάκης» του Κατσικονούρη με τον Λίτση είναι ένας συγκλονιστικός μονόλογος

Κάτι ωραίο γίνεται τα Δευτερότριτα στο θέατρο «Αποθήκη» στου Ψυρρή που γεμίζει από τον κόσμο. Καταρχάς το όνομα του συγγραφέα του έργου, Βασίλη Κατσικονούρη, είναι εγγύηση. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς με έργα πολυπαιγμένα σ’ ολόκληρη τη χώρα, βραβευμένα και δικαίως αναγνωρισμένα. Εγγύηση, όμως, αποτελεί και το όνομα του Ερρίκου Λίτση, ενός ηθοποιού δημοφιλούς από τον κινηματογράφο, αλλά και με μια αξιόλογη πορεία στο θέατρο τα τελευταία χρόνια. Η χημεία αυτών των δύο λειτούργησε απόλυτα στον «Μάκη», τον καινούργιο θεατρικό μονόλογο του Κατσικονούρη που φαίνεται να βρήκε τον ιδανικό ερμηνευτή του.

Μέσα σ’ ένα μεσοαστικό αθηναϊκό διαμέρισμα ένας ηλικιωμένος άνδρας είναι εγκαταλειμμένος από παιδιά και εγγόνια που έφυγαν για τις αυγουστιάτικες διακοπές τους. Όχι μόνο άφησαν πίσω τον παππού για να φροντίζει τάχα το χρυσόψαρο τους, αλλά μαθαίνουμε και ότι σχεδιάζουν να τον στείλουν σε οίκο ευγηρίας. Ο Μάκης, το χρυσόψαρο, είναι η μοναδική παρέα του μοναχικού αυτού ανθρώπου, μία άλλη ζωντανή άλαλη ύπαρξη που ακούει τον καημό του και δέχεται το φορτίο της αδυσώπητης ερημιάς του. Ο παππούς είναι «αναρχικό» στοιχείο: Με εξορίες στη Γυάρο την περίοδο της δικτατορίας, γκομενάκιας αθεράπευτος και μάλλον δύσκολος στην επικοινωνία με τους άλλους, για μία ώρα που διαρκεί το έργο, βγάζει τα εσώψυχα του επί σκηνής. Μέσω του λόγου του Κατσικονούρη, ενός έντονα πολιτικού λόγου, ο ήρωας του στηλιτεύει την εγκατάλειψη των ηλικιωμένων (ένα σοβαρότατο κοινωνικό θέμα), τη βιομηχανία του σεξ ως σημείο άκρατου καπιταλισμού (ο παππούς έχει μια ξεκαρδιστική τηλεφωνική συνομιλία με ροζ γραμμή), αλλά και την κατάρρευση του οράματος του σοσιαλισμού (επικαλείται έως και τον «Πατερούλη» Στάλιν της πάλαι ποτέ παντοδύναμης Σοβιετικής Ένωσης). Όταν ο δυστυχισμένος αυτός άνθρωπος θα αφεθεί στις τελευταίες καταχρήσεις της ζωής του (αλκοόλ και τσιγάρα παρά τη σοβαρή κατάσταση με τα γέρικα πνευμόνια του), θα οδηγηθεί σε μία απονενοημένη πράξη που κόβει μαχαίρι το γέλιο στα χείλη των θεατών!

Πρόκειται για ένα κείμενο αριστοτεχνικά δοσμένο. Γελάς με όσα (όχι και τόσο) απίθανα συμβαίνουν στον ήρωα, μα στο τέλος τα μάτια σου τρέχουν από ένα συναίσθημα βαριάς μελαγχολίας. Τόσο ο συγγραφέας, όσο και ο ηθοποιός, σε κάνουν κοινωνό μιας τραγικωμικής συνθήκης στην αρχή που καταλήγει σ’ ένα κανονικό δράμα στα τελευταία λεπτά της παράστασης. Δεν κλαις μόνο με τη σκιά του επικείμενου θανάτου πάνω από έναν άνθρωπο και ένα ψάρι, τη μοναδική – όπως είπαμε – συντροφιά του. Κλαις για μια ολόκληρη κοινωνία που τα μέλη της μοιάζουν μεταλλαγμένα και αποπροσωποποιημένα, για όλα όσα μπορούσαν να γίνουν και δεν έγιναν ώστε αυτός ο κόσμος να βελτιωθεί, για τα συνθήματα που κουρελιάστηκαν και για τα ιδανικά που κατέρρευσαν. Δεν είναι τυχαίο που αμέσως μετά το τέλος της παράστασης ήθελα να βγω έξω να εισπνεύσω λίγο καθαρό νυχτερινό αέρα.
Δεν μπορώ να φανταστώ το έργο αυτό με κανέναν άλλο ηθοποιό πέραν του Ερρίκου Λίτση. Η επικοινωνία του με έναν βωβό συμπαίκτη, ένα ζωντανό ψάρι μέσα σε γυάλα, είναι υπόδειγμα υποκριτικής. Οι ψυχολογικές μεταπτώσεις του, όπως ξεδιπλώνονται ενώπιον ενός εξίσου βωβού κοινού, είναι συγκλονιστικές. Μεταφέρουν ακέραια την αντισυμβατική φύση του συγκριτικά με τα, «εκτός κάδρου» πρόσωπα, τους συγγενείς του, που βουλιάζουν μέσα στον μικροαστισμό τους. Οι θεατές ταυτίζονται μαζί του, θέλουν να ανέβουν στη σκηνή και να τον βοηθήσουν να καταστρέψει το διαμέρισμα, να πετάξουν κι αυτοί τα σκουπίδια τους, να συμβάλλουν στο εκτονωτικό μπάχαλο που σταδιακά οδηγεί στην κορύφωση του δράματος.

Και κάτι ακόμη: Όταν το έργο τελειώνει και πέφτει το χειροκρότημα, ο Λίτσης είναι ακόμη μέσα σ’ αυτό. Η βαριά ανάσα του αποσαφηνίζει πόσο διάτρητα είναι τα όρια μεταξύ υποκριτικής τέχνης και ζώσας πραγματικότητας, όταν δηλαδή ο ηθοποιός είναι καλλιτέχνης με Κ κεφαλαίο και υπηρετεί ένα ρόλο ψυχή και σώματι. Εν κατακλείδι, πρόκειται για έναν μονόλογο αψεγάδιαστο και άκρως ψυχαγωγικό (το γέλιο εναλλάσσεται με το δάκρυ – δεν είναι μικρό πράγμα) που έστησαν από κοινού επί σκηνής ο συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης και ο ηθοποιός Ερρίκος Λίτσης. Μην το χάσετε!

* Ο θεατρικός μονόλογος «Ο Μάκης» των Βασίλη Κατσικονούρη – Ερρίκου Λίτση παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο «Αποθήκη» (Σαρρή 40, Ψυρρή). Ώρα έναρξης: 20.00

Documento Newsletter