Τον περιμέναμε πολύ τον «Μάκη» του Βασίλη Κατσικονούρη με πρωταγωνιστή τον Ερρίκο Λίτση. Δεν ξέρω πόσο καρμική ήταν αυτή η καθυστέρηση αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως άξιζε η αναμονή.
Στο «Δώμα» του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ο Βασίλης Κατσικονούρης παρέα με τον Ερρίκο Λίτση έχουν συν δημιουργήσει μια παράσταση που σε αρπάζει από το πρώτο λεπτό. Δεν είναι μόνο η ταχεία ερμηνευτική και σκηνοθετική κλιμάκωση που επιβάλλουν από μόνοι τους οι κανόνες του μονολόγου. Είναι η μαεστρία του Κατσικονούρη να σε περνάει από το δραματικό στο κωμικό στοιχείο με έναν τρόπο τόσο αβίαστο που απορείς και εσύ ο ίδιος με την ταχύτητα των συναισθημάτων που σου γεννιούνται. Είναι και η ικανότητα του να ανατρέπει όλα όσα σε έχει ήδη πείσει ότι συμβαίνουν. Θυμηθείτε το αυτό όταν δείτε την παράσταση.
Για την ερμηνευτική δεινότητα του Ερρίκου Λίτση ό,τι κι αν γράψει κανείς νομίζω πως δεν αρκεί για να περιγράψει την αμεσότητα του. Είναι όμως και κάτι άλλο που τον χαρακτηρίζει σε κάθε ρόλο του. Έχει μια ανεπιτήδευτη, καθαρή προσέγγιση που από το πρώτο λεπτό τοποθετεί τον θεατή πάνω στη σκηνή. Κοιτάει στην πλατεία και είναι σαν να απευθύνεται σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά.
Ο «παππούς» στο έργο δεν έχει όνομα, όπως όνομα δεν έχουν όλες οι γιαγιάδες και οι παππούδες που μας μεγάλωσαν. Έχει όμως ψυχή και όσο κι αν του ζητούν να παραδοθεί εκείνος δεν το βάζει κάτω. Όπως δεν το έβαλε και τότε που πήγε «διακοπές» στην Μακρόνησο. Το θέμα με τον «Μάκη» είναι πως πρόκειται για ένα έργο που είναι δικό μας. Η ιστορία του είναι ιστορία μας. Ένα θεριό είναι ο «Παππούς» με μόνο σύντροφο του τον «Μάκη». Μαζί μιλούν, θυμώνουν, τρώνε, ερωτοτροπούν και ελπίζουν.
Το σκηνικό της Ήρας Σπαγαδώρου θα μπορούσε να είναι το τυπικό σαλόνι μιας οπουδήποτε οικογένειας. Είπαμε, η ιστορία τους είναι ιστορία μας. Όσο για την μουσική που επιμελείται ο ίδιος ο σκηνοθέτης καλύτερα να σας αφήσω με την έκπληξη ή μάλλον με την ανατροπή. Κι αν πρέπει να δώσω έναν χαρακτηρισμό στο μονόλογο δεν θα τον έλεγα ούτε κωμικό, ούτε δραματικό. Ο «Μάκης» των Βασίλη Κατσικονούρη και Ερρίκου Λίτση είναι ένας βαθιά ανθρώπινος μονόλογος. Είμαστε εμείς.
Συζήτηση με τον Ερρίκο Λίτση και τον Βασίλη Κατσικονούρη
Πως γνωριστήκατε με τον Βασίλη Κατσικονούρη;
Ερρίκος Λίτσης: Η γνωριμία μου με τον Βασίλη ξεκίνησε πριν τρία χρόνια. Μέχρι, τότε τον ήξερα μόνο ως όνομα. Δεν γνώριζα τον ίδιο κι ούτε ήξερα τι μέρος του λόγου είναι. Συναντηθήκαμε στο «ΓΚΟΥΝΤ ΛΑΚ», σε ένα έργο που μου άρεσε πάρα πολύ και από την πρώτη στιγμή που ξεκινήσαμε τις πρόβες ένιωσα πως έχω κοντά μου ένα φίλο. Έναν άνθρωπο που με καταλαβαίνει και τον καταλαβαίνω. Μιλάμε και οι δυο την ίδια γλώσσα σε μια σειρά πραγμάτων και κυρίως σε αυτό που κάνουμε, στο θέατρο. Όταν λοιπόν μου πρότεινε ο Βασίλης να κάνουμε «Τον Μάκη» και να το σκηνοθετήσει ο ίδιος το χάρηκα πολύ.
Συμμετέχω κι εγώ στην σκηνοθεσία. Στην ουσία σκηνοθετώ τον εαυτό μου και έχω τον Βασίλη φίλο και αδερφό να με καθοδηγεί από κάτω γιατί εγώ δεν με βλέπω. Καμία φορά υπάρχει και ο κίνδυνος του ναρκισσισμού, αλλά νιώθω ασφάλεια γιατί ξέρω πως είμαι σε καλά χέρια.
Το γνωρίζατε το έργο από πριν;
Όχι, δεν το είχα διαβάσει. Μου το έδωσε ο Βασίλης και ενθουσιάστηκα. Μόλις το διάβασα ένιωσα κατευθείαν να το κουβαλάω μέσα μου. Σαν να είχε γραφτεί για εμένα και να με περίμενε. Τόσο πολύ το ένιωσα. Μου ξύπνησε μνήμες από τον δικό μου πατέρα. Από το σπίτι μου. Σπουδαίο πράγμα να νιώθεις τόσο κοντά σε έναν έργο. Για αυτό θα ξαναπώ πόσο τυχερός είμαι που γνώρισα πρώτα τον φίλο Βασίλη και μετά τον συγγραφέα.
Τι εννοείται σας ξύπνησε μνήμες από τον δικό σας πατέρα;
Αυτό το έργο το κουβαλούσαν οι γονείς μου και όσο μεγαλώνω και πηγαίνω στην ηλικία των δικών μου το νιώθω να μου μιλάει, να είναι δικό μου. Τώρα το κουβαλάω εγώ. Λίγο η μοναξιά, λίγο η ματαίωση, όλα αυτά που είδες και εσύ πριν στην πρόβα. Τους καταλαβαίνω αυτούς τους ανθρώπους. Δεν τους ερμηνεύω απλά. Στο λόγο του παππού είδα ένα κομμάτι πολύ δικό μου. Πώς αλλιώς να το πω; Με αφορά αυτό το έργο. Αυτό που είδες πάνω στη σκηνή είμαι εγώ στα αλήθεια. Δεν ερμηνεύω απλά τον ρόλο. Σε αυτόν τον μονόλογο γίνομαι ο ρόλος. Εκεί πάνω υπάρχει ένα κομμάτι του πατέρα μου. Ένα κομμάτι της μητέρας μου. Στο κείμενο του Βασίλη αναγνώρισα ένα κομμάτι της δικής μου συμπεριφοράς ως γιος προς τον πατέρα. Σαν να με χρεώνει ο πατέρας μου εκείνη την εποχή όπως χρεώνω εγώ τον δικό μου γιο στο έργο. Αυτό είναι που με ακούμπησε πολύ στο έργο. Μου ήταν πολύ οικείο. Από την μια έχουμε να κάνουμε με έναν τραγικό ήρωα και από την άλλη είναι τόσο κωμικό αυτό που βιώνει. Σκέψου έναν άνθρωπο να πατάει μια μπανανόφλουδα και να πέφτει κάτω. Για εκείνον θα ήταν κάτι το πολύ οδυνηρό αλλά για εμάς θα ήταν κάτι αστείο. Σκέψου τον Τσάρλι Τσάπλιν να τρώει μια τούμπα και να κατρακυλάει μια ολόκληρη σκάλα. Αυτό ένιωσα με αυτό το έργο. Με συντάραξε γιατί μου θύμισε μέρος της ζωής μου. Αλήθεια στο λέω πως θέλω να τον ζωντανέψω αυτόν τον άνθρωπο.
Στην ερμηνευτική διαδρομή που ακολουθήσατε κλέψατε στοιχεία δικά σας;
Σε κάθε ρόλο μου το κάνω αυτό. Από τα «Καλύτερα μας χρόνια» και το «Σπιρτόκουτο» μέχρι το «Τσίου» και τώρα τον «Μάκη». Δεν μπορώ να παίξω αλλιώς. Σε όλους τους ρόλους ψάχνω κομμάτια της ζωής μου και αυτά καταθέτω. Δεν βλέπω απ΄έξω τον ρόλο και τον μιμούμαι. Γίνομαι αυτός, ο ίδιος. Αυτή είναι η δική μου υποκριτική και σκηνοθετική σχολή. Αν δεν μπορούμε να βρούμε την αλήθεια σε έναν ρόλο τότε δεν έχει νόημα. Τι; Να κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλον; Όχι! Εγώ ψάχνω την αλήθεια. Σε όλη μου τη ζωή ψάχνω την αλήθεια. Το ίδιο κάνω και πάνω στη σκηνή. Την αλήθεια μου μοιράζομαι. Όσο σκληρό κι είναι καμιά φορά. Δεν μπορώ ούτε το δήθεν ούτε την ψευτιά. Μόνο την αλήθεια αναζητώ.
Τι περιμένετε από κάθε παράσταση; Τι θέλετε να κρατήσει ο κόσμος;
Τι θέλω; Απλά πράγματα! Να φτιάξουμε μια καλή παράσταση, να περάσουμε καλά και αν θέλουμε και μας βγει να πάμε και για ένα κρασί μετά να κουβεντιάσουμε. Να βρούμε ο ένας τον άλλον. Να ακουμπήσουμε τις αλήθειες μας. Αυτό δεν είναι η μέθεξη που λένε; Αυτό θέλω. Αλήθεια και μοίρασμα ο ένας με τον άλλον.
Είναι αληθινός αυτός ο παππούς;
Μπροστά σου τον έχεις, σου μιλάει. Την αλήθεια δεν είπαμε ότι ψάχνουμε; Εγώ είμαι αυτός ο παππούς. Με την ματαίωση μου, την μοναξιά μου, τις αδυναμίες μου και την πλάκα μου. Είδες πως υπάρχουν όλα μέσα μου; Εγώ είμαι αυτός.
Εσείς κύριε Κατσικονούρη τι περιμένετε μετά από κάθε παράσταση;
Βασίλης Κατσικονούρης: Να γίνει μια ωραία δουλειά και να περάσουμε ωραία. Να πούμε άξιζε ο κόπος αυτό που είδαμε. Να υπάρχει αυτή η αλήθεια που λέει και ο Ερρίκος. Κι αν θέλεις αυτό έρχεται και κουμπώνει σε αυτό που είπαμε και προηγουμένως. Όταν ερχόμαστε σε επαφή με κάτι αληθινό, ανεξάρτητα από το αν μας αρέσει ή δεν μας αρέσει, πάντα θα μας δημιουργεί μια ταραχή. Είναι καλό καμιά φορά να ταραζόμαστε. Αυτό σημαίνει πως μένουμε ζωντανοί. Δεν έχουμε παραδώσει ακόμα τα όπλα. Για αυτό χρειαζόμαστε και το ποτάκι μετά. Για να συνέλθουμε από την αλήθεια που μας ταρακούνησε.
Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε αυτό τον μονόλογο;
Ωχ! Αυτές είναι οι πιο δύσκολες ερωτήσεις. Δεν ξέρω, μάλλον με πιάνεις απροετοίμαστο. Δεν θυμάμαι. Τόσο καιρό Ερρίκο κάνουμε πρόβες και δεν με έχεις ρωτήσει πως έγραψα τον «Μάκη». (γέλια) Ερρίκος: Εσύ είσαι ο συγγραφέας, εσύ ξέρεις πως το έγραψες. Αν με ρωτάς εμένα θα πω αυτό που λέει και ο φίλος μου ο Γιάννης (Τσίρος). Για τον συγγραφέα όλα ξεκινάνε από το μηδέν. Κατσικονούρης: Ο συγγραφέας είναι κατά κάποιο τρόπο το μέντιουμ, ο μεσάζων. Ο καλός ο συγγραφέας ακούει. Ακούει και καταγράφει, παρατηρεί. Κάθε τέτοια διαδικασία είναι μαγική. Δεν είναι ποτέ κάτι συγκεκριμένο. Μια φράση, ένα γεγονός, ένας άνθρωπος που πέρασε από τον δρόμο και ξάφνου σου γεννιέται η ανάγκη. Μπορεί από αλλού να ξεκινήσεις και αλλού να σε οδηγήσει το χαρτί. Δεν πειράζει. Μαζεύονται μέσα σου και χωρίς να το καταλάβεις έχεις μια ιστορία να πεις που θα μιλήσει μέσα από εσένα.
Γιατί δεν δώσατε όνομα στον παππού;
Αν έχεις παρατηρήσει τους ανθρώπους την τρίτης ηλικίας δεν τους φωνάζουμε με το όνομα τους. Λέμε η γιαγιά ή ο παππούς και δεν έχει να κάνει με κάποιο βαθμό συγγένειας. Όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι χάνουν, τους κλέβουν το δικαίωμα να έχουν προσωπικότητα. Αυτό συμβαίνει και με τον χαρακτήρα του έργου. Ο περίγυρος, οι δικοί του άνθρωποι του αρνούνται την ταυτότητα του, την ιστορία του. Μια ταυτότητα που αυτός την έχει πληρώσει με αίμα και αυτό το αίμα αρνείται να παραδώσει. Έχει ζωή μέσα του, δεν έχει ξοφλήσει.
Ο «Μάκης» πως προέκυψε ως όνομα;
Ο Μάκης είναι ένα χαριτωμένο όνομα, κεφαλλονίτικο. Αν θέλεις υπάρχει και ένα παιχνίδι με το κοινό που νομίζει πως ο «Μάκης» είναι ο Ερρίκος. Δεν είναι όμως ο Ερρίκος. Και όπως είδες υπάρχει επικοινωνία. Είναι η ιστορία δύο πλασμάτων που και τα δύο ζουν στη δική τους γυάλα.
Ζουν στη γυάλα τους αλλά δεν συνθηκολογούν
Όχι! Επιμένουν να θέλουν να ζήσουν. Στα έργα μου καταπιάνομαι με χαρακτήρες που βρίσκονται λίγο πριν την πτώση, αλλά επιμένουν. Για αυτό ήθελα να παίξει αυτόν τον μονόλογο ο Ερρίκος. Γιατί ήμουν σίγουρος πως θα τον αρπάξει από τα μαλλιά που λέμε. Ο «Μάκης» βρίσκει την ιδανική του μορφή στην ερμηνεία του Ερρίκου. Και το λέω αυτό γιατί ως καλλιτέχνης μπορεί να πιάσει όλη αυτή την βεντάλια συναισθημάτων που έχει ο ρόλος. Το σημαντικότερο είναι πως μπορεί να τον επαληθεύσει και αυτό είναι σημαντικό για έναν ηθοποιό, αλλά και για έναν συγγραφέα που βλέπει να ζωντανεύει το έργο του.