Ο λογαριασμός της «αριστοκρατίας»

Ο λογαριασμός της «αριστοκρατίας»

Κορυφή του παγόβουνου ο Ιλον Μασκ, που κάνει την αμερικανική εξωτερική πολιτική παιχνιδάκι του, και κλειδί οι δειλές διαδηλώσεις για φορολόγησή τους

«Θα κάνουμε πραξικόπημα σε όποιον θέλουμε. Πάρτε το απόφαση ». Η αλαζονική και κυνική απάντηση ανήκει στον πολ υ δισεκατομμυριούχο Ιλον Μασκ προς επικριτή του στο Twitter ο οποίος ισχυριζόταν ότι η ανατροπή του Εβο Μοράλες στη Βολιβία ενορχηστρώθηκε προκειμένου να επωφεληθεί η εταιρεία ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων Tesla από την παραγωγή λιθίου της φτωχής λατινοαμερικανικής χώρας. Ο λα ξεκίνησαν όταν ο συνιδρυτής των εταιρειών ηλεκτρονικών πληρωμών Paypal, διαστημικής τεχνολογίας SpaceX και διάφορων άλλων πρότζεκτ «πράσινης οικονομίας» εμφανίστηκε ως… προστάτης των φτωχών εγείροντας αντιρρήσεις στο πακέτο στήριξης προς τους πληττόμενους από την πανδημία.

Ο ίδιος έσπευσε να διασκεδάσει τις χείριστες εντυπώσεις κάνοντας λόγο για αστείο –διεκτραγωδώντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση–, αλλά η αλαζονική συμπεριφορά του δεν έχει πλάκα. Στο αγαπημένο κοινωνικό μέσο του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, το Twitter, στα τέλη του περασμένου Απριλίου είχε ανακράξει «Free America now» εξαπολύοντας μύδρους εναντίον του κυβερνήτη της Καλιφόρνιας επειδή λόγω lockdown δεν μπορούσαν να βγουν αυτοκίνητα από τις γραμμές παραγωγής, κάτι που μεταφραζόταν σε απώλεια κερδών εκατομμυρίων δολαρίων. Οι πιέσεις του Μασκ με την 11,5 δισ. δολαρίων περιουσία ήταν αφόρητες και ο πρόεδρος Τραμπ σιγοντάριζε επιμένοντας να αρθούν τα αυστηρά μέτρα ώστε να επανεκκινήσει η οικονομία.

Τόσο πολύ σκεφτόταν το μέλος του κλειστού κλαμπ του ανώτατου 1% των ισχυρών, που κερδίζει σχεδόν διπλάσια από τον εργατικό πληθυσμό στο σύνολό του, τη δημόσια υγεία και την οικονομική τους κατάσταση, που έγραψε πάλι στο Twitter στις 24 Ιουλίου: «Στόχος της κυβέρνησης πρέπει να είναι η μεγιστοποίηση της ευτυχίας του κόσμου. Δίνοντας χρήματα σε καθέναν τούς επιτρέπει να αποφασίσουν τι ικανοποιεί τις ανάγκες τους σε σχέση με ένα αμβλύ εργαλείο νομοθεσίας που δημιουργεί αυτοεξυπηρετούμενα ειδικά συμφέροντα». Ο στόχος προφανής για τον δηλωμένο θαυμαστή της Θάτσερ («ήταν σκληρή αλλά είχε δίκιο», έχει πει). Αυτό το νεοφιλελεύθερο μοντέλο προβάλλουν οι υπερπλούσιοι, την αποθέωση της ατομικής πρωτοβουλίας έναντι της συλλογικής δράσης, «φιλάνθρωπες» δράσεις και όχι συμμετοχή στην κοινότητα.

«Φορολογήστε μας» ήταν η πρόσφατη προτροπή 83 δισεκατομμυριούχων μέσω ανοιχτής επιστολής. Εμφανίζονται στην πράξη συνοδοιπόροι των Τζορτζ Σόρος, Μπιλ Γκέιτς και Ουόρεν Μπάφετ που το ζητούν από καιρό. Μια χειρονομία χωρίς αντίκρισμα αφού οι μεγιστάνες επωφελούνται από ειδικές ρυθμίσεις φορολόγησης αλλά και από τις επιχειρήσεις φοροαπόκρυψης και φοροαποφυγής. Ο «επιτυχημένος επενδυτής» Μπάφετ διατείνεται ότι φορολογείται για τα εισοδήματά του, ωστόσο όπως τεκμηριώνουν οι Εμανουέλ Σαέζ και Γκαμπριέλ Ζουκμάν στο βιβλίο τους «Ο θρίαμβος της αδικίας» (Εκδόσεις Πόλις) αποδίδει αναλογικά ελάχιστα, καθώς φορολογείται με συντελεστή μικρότερο από τη γραμματέα του!

Η αντιμετώπιση κοινών κινδύνων δεν είναι ίδια από όλους. Διαφορετικά κινείται ο εργαζόμενος στη Microsoft ή την Tesla, εφόσον έχει επαρκή (ιδιωτική) κάλυψη, όταν ενσκήπτει πανδημία και απαιτούνται επιστράτευση υγειονομικού προσωπικού, κλινών εντατικής θεραπείας και αναπνευστήρες. Θα έπρεπε να έχει προνοήσει μια συλλογική έκφραση της κοινότητας, όπως το κράτος, ωστόσο οι πολυδισεκατομμυριούχοι δεν συμμετέχουν ανάλογα με τον πλούτο που διαθέτουν. Μπορούν να εξασφαλίσουν σαφώς καλύτερη θέση από τα ανώτερα στελέχη των εταιρειών τους, ενώ κάποιοι «οραματιστές» κάνουν ένα βήμα παραπέρα. Συμπεριφέρονται σαν φιλάνθρωποι για την υστεροφημία τους ή για να δώσουν διέξοδο στους εφιάλτες τους; Ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο μέσω του ιδρύματός του Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς έχει διαθέσει 250 εκατ. δολάρια για την καταπολέμηση του SARS-CoV-2 και έχει προσφέρει επί σειρά ετών πολλά δισεκατομμύρια σε προγράμματα βελτίωσης της ποιότητας ζωής, καταπολέμησης της φτώχειας και των ασθενειών και αναβάθμισης της εκπαίδευσης. Αντίστοιχα και ο Ιλον Μασκ, που συμμετέχει μαζί με τους Ουόρεν Μπάφετ, Λάρι Ελισον, Μαρκ Ζάκερμπεργκ και άλλους βαθύπλουτους στην πρωτοβουλία The Giving Pledge (Η Υπόσχεση της Προσφοράς), αναζητεί διέξοδο στο σύμπαν για τις επικείμενες καταστροφές στον πλανήτη, από την οικολογική καταστροφή μέχρι τις πανδημίες, επενδύοντας δισεκατομμύρια στην έρευνα και σε ένα ταξίδι στον Αρη!

Οι βαθύπλουτοι σωτήρες

Η ατομικότητα εμφανίζεται κυρίως μέσα στον αστικό κοινωνικό σχηματισμό, όπως τόνιζε ο Κάρολος Μαρξ, με τη δογματική αναζήτηση των λύσεων στις αγορές να έχει λάβει διαστάσεις ιδεολογήματος από την εποχή των Ρέιγκαν και Θάτσερ, καθώς το «αντίπαλο δέος» κατέρρεε με πάταγο κάτω από την πίεση της ευημερίας του καταναλωτισμού. Πλέον δεν υπάρχει η ανάγκη για το κοινωνικό πρόσημο του κράτους πρόνοιας, ενώ η απόδοση της επένδυσης και το κέρδος θεοποιούνται. Ετσι η σχετική αυτονομία του κράτους συρρικνώνεται στη διαρκή διαπάλη για την ηγεμονία από τις μερίδες που εκφράζουν την αστική τάξη και οι ίδιοι οι κεφαλαιοκράτες παραμερίζουν τους «μεσολαβητές» πολιτικούς για να παραγάγουν απευθείας πολιτική βασισμένη στο ιδεολόγημα των αγορών, όπως ο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, ο διεκδικητής της προεδρίας Ρος Περό και ο Τραμπ στις ΗΠΑ, ο Πινιέρα στη Χιλή κ.ά. Ο Ιλον Μασκ και άλλοι μεγιστάνες μπορεί να μην έχουν εκφράσει (ακόμη) την πρόθεση να κυβερνήσουν, ωστόσο έχουν πολιτικές απόψεις, πιέζουν για λύσεις που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους (στις ΗΠΑ ο Μασκ χρηματοδοτούσε και τα δύο κόμματα για να κάνει λόμπινγκ στην Ουάσινγκτον, όπως και άλλοι).

Και στις ΗΠΑ –μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις προ πανδημίας στη Χιλή και αλλού για τις ακραίες κοινωνικές αντιθέσεις– γίνεται σταδιακά ευρύτερα κατανοητό ότι οι ακραίες πολιτικές οδηγούν σε ακραίες λύσεις και ακραίες αντιδράσεις. Οι– σοσιαλδημοκρατι- κές και μεταρρυθμιστικές–απόψεις του γερουσιαστή Τζο Μπάιντεν φαίνεται ότι βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και το κίνημα «Occupy» πέρασε στην Ιστορία, ωστόσο οι ιδέες του έχουν γίνει ευρύτερα αποδεκτές. Οι βιαιότητες εναντίον της αφροαμερικανικής κοινότητας ήταν η σπίθα αμφισβήτησης που φούντωσε αφού είχε ανάψει με τις αλλοπρόσαλλες προεδρικές πρακτικές στην αντιμετώπιση της πανδημίας.

Και είναι ο ίδιος ο Τραμπ που έδωσε μεγαλύτερη ισχύ στην (δική του) αριστοκρατική κάστα του κεφαλαίου μειώνοντας έτι περαιτέρω τη φορολογία το 2017, με πρόσχημα –τι άλλο;– την ανάπτυξη (οποιαδήποτε σύγκριση με την Ελλάδα είναι εφικτή) με τον Νόμο Φορολογικών Ελαφρύνσεων και Θέσεων Εργασίας. Σαέζ και Ζουκμάν αναλύουν διεξοδικά στο βιβλίο τους πώς η φορολογική βάση έχει μεταβληθεί, καθώς τα βάρη έχουν μεταφερθεί σε μισθωτούς και «μεσαία τάξη», με τους υπερπλούσιους και τις επιχειρήσεις τους να απολαβαίνουν απαλλαγές, τρικ φοροαποφυγής, παραδείσους φοροδιαφυγής και απόκρυψης κεφαλαίων και τριγωνικές συναλλαγές μέσα από μια ολόκληρη «συμβουλευτική» βιομηχανία που παράγει αυτές τις ληστρικές προς το κοινωνικό σύνολο υπηρεσίες.

Μπορεί το φαινόμενο να αναλύεται ως αμερικανικό, αλλά οι φοροαπαλλαγές έχουν γίνει νόμος σε Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Ελληνες εφοπλιστές που κερδίζουν ρισκάροντας εκατομμύρια στη θάλασσα και κεφαλαιοποιούν τα κέρδη τους στη στεριά με αγορά μεγάλων επιχειρήσεων, ΜΜΕ και επηρεάζουν κυβερνήσεις που δεν έχουν τολμήσει να τους φορολογήσουν ακόμη κι αν ήταν στόχος της φοβερής τρόικας των μνημονίων – αρκέστηκαν στον βολικό ΕΝΦΙΑ του Βενιζέλου με τη μεγάλη φορολογική βάση, τον οποίο η νέα διακυβέρνηση Μητσοτάκη μείωσε για μεγαλοκεφαλαιούχους ακινήτων. Και η διεθνοποίηση της αντιδημοκρατικής φορολογίας αποκρυσταλλώνεται στην παρουσία υπερθεσμών, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το Eurogroup κ.ά., που επιβάλλουν πολιτική κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της δογματικής ορθοδοξίας των αγορών και, όλως τυχαίως, δεν λογοδοτούν στο κοινωνικό σύνολο.

Η μοίρα των πλουσίων

Οι μεγιστάνες ακόμη και μες στην πανδημία πολύ δύσκολα φαίνεται ότι θα βαρέσουν κανόνι, με περιουσία αμύθητη που θυμίζει ΑΕΠ κρατών. Εξακολουθούν να επηρεάζουν με τις πρακτικές τους το κοινωνικό σύνολο, που βλέπει τις επιλογές του να αλλάξει «κοινωνική πίστα» να έχουν εκμηδενιστεί. Σαέζ και Ζουκμάν αποτυπώνουν ανάγλυφα στο βιβλίο τους την κατάσταση ευημερίας του αμερικανικού ονείρου των δεκαετιών 1950 και 1960, όταν η φορολόγηση του πλούτου ήταν αρκετά υψηλή. Η οριζόντια διάχυση του πλούτου και η αποτροπή συγκέντρωσης μεγαλοπεριουσιών σε λίγους οδήγησαν στην κοινωνική ανέλιξη όσων «έπιασαν την καλή». Απέναντί της η Δύση είχε μια Ανατολή που, παράτα πολιτικοκοινωνικά παραστρατήματά της, έδινε το μίνιμουμ ασφάλειας σε παιδεία, υγεία, στέγη και εργασία.

«Οι φοιτητές που λαμβάνουν τεράστια δάνεια μπαίνοντας στις σχολές είναι απίθανο να σκεφτούν να αλλάξουν την κοινωνία. Οταν παγιδεύεις τον κόσμο σε ένα σύστημα χρέους δεν έχει χρόνο ούτε να σκεφτεί». Ο Αμερικανός γλωσσολόγος και διανοητής Νόαμ Τσόμσκι εκφράζει επανειλημμένως αυτή την άποψή του στο Twitter. Η παγίδα είναι μεγάλη. Λίγες οι διέξοδοι ανέλιξης για τους Αφροαμερικανούς και αυτές μόνο μέσα από τον αθλητισμό και τη μουσική. Οι υπόλοιποι είναι εγκλωβισμένοι, μαζί με τους μισθωτούς και μεσαίας τάξης λευκούς Αμερικανούς, σε ένα σπιράλ εξυπηρέτησης ολοένα μεγαλύτερου χρέους προς ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν τροφοδοτείται από κοινωνικές δαπάνες αλλά από ιδιωτικά κεφάλαια διδάκτρων. Ποιος και πώς θα υποθηκεύσει το μέλλον του αν υπάρχει πιθανότητα να μην τα καταφέρει; Το δόκανο ετοιμάζεται να μπει και στην ελληνική εκπαίδευση με τα περιλάλητα ιδιωτικά πανεπιστήμια της οικονομικής αριστείας. Το ίδιο και στην υγεία. Οι ιδιωτικές δαπάνες περίθαλψης (κυρίως) και ασφάλειας ροκανίζουν το εισόδημα των μισθωτών και των μεσαίων στρωμάτων – αχνοφαίνεται τρίτος πυλώνας στην Ελλάδα.

Η ώρα της… πληρωμής;

Ενα επεισόδιο στον… ακήρυχτο πόλεμο που διαφαίνεται να εξελίσσεται πλέον στις ΗΠΑ εκτυλίχτηκε στο Χάμπτονς του Λονγκ Αϊλαντ την τελευταία μέρα του Ιουλίου με αφορμή την πανδημία. Εκατοντάδες διαδηλωτές εμφανίστηκαν στα πεζοδρόμια του δημοφιλούς παραθεριστικού προορισμού της υψηλής κοινωνίας ήδη από τον 19ο αιώνα απαιτώντας από τον κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Αντριου Κουόμο να αυξήσει και να μη μειώσει τους φόρους στους πλούσιους κατοίκους.

Αν και το μέλος της Βουλής Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτές και η κινηματογραφίστρια Αμπιγκέιλ Ντίσνεϊ (προφανώς ο Μάικλ Μουρ θα συμφωνεί) έχουν εκφραστεί ανοιχτά υπέρ της επιβολής ειδικού φόρου σε δισεκατομμυριούχους για να κλείσουν οι «τρύπες» στον προϋπολογισμό, η έκφραση του αιτήματος στους δρόμους δείχνει ότι κάτι φαίνεται να αλλάζει στις ΗΠΑ. Από τη στιγμή που οι μεγιστάνες αυτοαναπαράγονται εμποδίζοντας τους υπόλοιπους να ανελιχθούν, ίσως μια νέα Βαστίλη διαγραφεί στον ορίζοντα.

Ετικέτες

Documento Newsletter