Θυμάμαι τέτοιες μέρες με καύσωνα στον θεσσαλικό κάμπο, με τον λίβα να καίει τα σπαρτά, με το θερμόμετρο να χτυπάει 45άρια, με τον πατέρα μου ανεβασμένοι στο Μπελαρούς -κάθε κομμουνιστής όφειλε να έχει ένα τρακτέρ made in USSR- με τη θερμοκρασία στην υποτυπώδη καμπίνα να φτάνει στους 60 βαθμούς, να πηγαίνουμε ντάλα μεσημέρι να ποτίσουμε το βαμβάκι.
Φτώχεια καταραμένη αυτοί οι άνθρωποι σαν τον πατέρα μου, ποτέ δεν σκέφτηκαν μέτρα προστασίας, δεν ήξεραν από ερκοντίσιον και ανεμιστήρες, ποτέ δεν διανοήθηκαν να κάτσουν στη σκιά να περάσει το καμίνι. Η ανάγκη για επιβίωση, εξάλλου, ήταν πάνω από όλα. Και τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, ήταν όλα χειροκίνητα. Όλες οι δουλειές γινόταν με το χέρι, με την πλάτη.
Μέρα μεσημέρι, λοιπόν, στον θεσσαλικό κάμπο που φλέγονταν, που όταν σήκωνες το βλέμμα έβλεπες τον ορίζοντα να πυρακτώνεται, χιλιάδες άνθρωποι σαν τον πατέρα μου, έδιναν καθημερινά έναν άνισο, σχεδόν απάνθρωπο, αγώνα για μεροκάματο. Και μαζί τους όλη η οικογένεια. Μικροί, μεγάλοι, γυναίκες και παιδιά.
Πολλές φορές τότε, ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών, αναρωτήθηκα γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν έκαναν λίγο στην άκρη, γιατί στις τρεις το μεσημέρι δεν κάθονταν κάτω από τον πλάτανο να περάσει η κάψα. Γιατί δεν έπαιρναν «ρεπό» να περάσει ο καύσωνας. Πολλά χρόνια αργότερα βρήκα την απάντηση. Όχι δεν το έκαναν μόνο γιατί έπρεπε, γιατί η δουλειά το απαιτούσε. Το έκαναν, κυρίως, γιατί είχαν πεισμώσει για τη φτώχεια τους. Σαν να νόμιζαν ότι έτσι, με επίθεση κατά μέτωπο ακόμα και στα φυσικά φαινόμενα, θα νικήσουν τη μοίρα τους. Δεν νίκησαν. Αλλά έμειναν όρθιοι…
Ο πατέρας μου, κομμουνιστής από κούνια, απόφοιτος δευτέρας Δημοτικού, σχεδόν ακτήμονας, από οικογένεια που γνώριζε από εξορίες και κυνηγητό, έζησε έτσι μέχρι το τέλος. Θυμάμαι, τα τελευταία χρόνια, αυτός ο αγράμματος και αμετανόητος κομουνιστής, που ποτέ δεν διανοήθηκε να ανταλλάξει ακόμα και τη δυστυχία του για να ζήσει καλύτερα, αναφερόμενος στις εξελίξεις συνολικότερα στην Αριστερά, χρησιμοποιούσε την έκφραση «αριστεροί του γλυκού νερού».
Σήμερα, λοιπόν, που βράζει ο τόπος και θυμήθηκα τον θεσσαλικό κάμπο και τον πατέρα μου, σκεφτόμουν ταυτόχρονα τον Νάσο Ηλιόπουλο, μέσα στο κλιματιζόμενο βουλευτικό αυτοκίνητο – να ξέρετε ότι όλοι οι οδηγοί, όλων των βουλευτών, αφήνουν το αυτοκίνητο να δουλεύει για να έχει την ιδανική θερμοκρασία όταν εισέλθει ο αφέντης- να αναφέρεται στον διάλογο για τις έδρες της Αριστεράς και να χρησιμοποιεί τον χαρακτηρισμό (για τον διάλογο) «τα γελοία».
Είναι γελοία για τον κύριο Νάσο Ηλιόπουλο η συζήτηση για τις έδρες που έκλεψε- γιατί περί αυτού πρόκειται- η Νέα Αριστερά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι γελοία για τον κύριο Ηλιόπουλο η συζήτηση που άνοιξε μετά το εκλογικό αποτέλεσμα για το ότι η Νέα Αριστερά δεν έχει την πολιτική αλλά και την ηθική νομιμοποίηση να συνεχίσει να κατέχει τις έδρες.
Να το ξεκαθαρίσουμε: Γελοίο είναι να πληρώνει ο ελληνικός λαός φόρους για βουλευτικές αποζημιώσεις αποτυχημένων πολιτικών ώστε να συνεχίσουν να παραδίδουν «μαθήματα» δήθεν αριστεροσύνης.
Κι αφού δεν αναγνωρίζουν την αλήθεια των αριθμών της κάλπης, ας μιλήσουμε με την αριθμητική της οικονομίας. Ο κάθε βουλευτής κοστίζει στον ελληνικό λαό συνολικά -συμπεριλαμβανομένης βουλευτικής αποζημίωσης, γραφείων, αυτοκινήτων, επιστημονικών συνεργατών, οδηγών, φρουράς, κλπ κλπ- περί τα 30.000 ευρώ μηνιαίως. Δηλαδή οι 11 βουλευτές της Νέας Αριστεράς κοστίζουν σχεδόν 330.000 ευρώ τον μήνα στον κρατικό προϋπολογισμό. Αν οι εκλογές γίνουν τον Μάιο του 2027 όπως προβλέπεται, θα «εισπράξουν» σχεδόν 12.000.000 ευρώ. Νομίζω ότι είναι πολλά τα λεφτά για να συνεχίσουν οι αποσχισθέντες να παραδίδουν μαθήματα αριστεροσύνης στην κοινωνία. Εξάλλου, αποδεδειγμένα η κοινωνία δεν τους ακούει. Με τα ίδια λεφτά θα μπορούσε να φτιαχτεί ένα σχολείο για να μάθουν γράμματα τα παιδιά μας και όχι να ξοδεύονται για να μάθουν να πολιτεύονται ο κύριος Ηλιόπουλος και η παρέα του. Αυτό δεν θα ήταν γελοίο και σίγουρα θα ήταν Αριστερό.
Α, ρε πατέρα. Αριστεροί του γλυκού νερού…
Διαβάστε επίσης: Νέα Αριστερά: Από την αναξιοπιστία στην εξαέρωση