Ογδόντα ένα χρόνια μετά την αυτοχειρία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, παρακολουθήσαμε πρόβα της παράστασης «Κάπου περνούσε μια φωνή» που ανεβαίνει από τη bijoux de kant και βασίζεται σε ποιήματα του sui generis εκπροσώπου της γενιάς του ’20.
Οταν έφτασα στο HOOD art space ο Ody Icons –καλλιτεχνική περσόνα του ηθοποιού και μουσικού Οδυσσέα Κωνσταντίνου– δούλευε την κίνησή του μαζί με τον βοηθό σκηνοθέτη Διονύση Νικολόπουλο. Επειτα από λίγη ώρα ήρθε και ο Γιάννης Σκουρλέτης, σκηνοθέτης της παράστασης «Κάπου περνούσε μια φωνή». Το HOOD art space, όπου ανεβαίνουν οι παραστάσεις της καλλιτεχνικής κολεκτίβας bijoux de kant, βρίσκεται σε μια στοά με επιδιορθώσεις ρούχων, μαθήματα μουσικής και είδη προικός. Στον πεζόδρομο της οδού Πολυκλείτου δεν υπάρχει ούτε μια ένδειξη που να μαρτυρά πως στον δεύτερο όροφο του αριθμού 21 η ποίηση συναντιέται με το θέατρο και τα εικαστικά μέσα από ελληνικά έργα που παίζονται για πρώτη φορά.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γιάννης Σκουρλέτης συναντιέται με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Η αρχή έγινε το 2006 με την παράσταση «Καρδιά με κόκαλα, βίος και πολιτεία του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη» και συνεχίστηκε με τις «Διανυκτερεύσεις», ένα σκηνικό πείραμα με κάθε παράσταση να παίζεται από διάφορα σχήματα μόνο για μία φορά. Τότε παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ο μονόλογος «Ο γείτονάς μου ο Λαπαθιώτης» που παίχτηκε το 2016 στον παλιό χώρο του HOOD art space και στη συνέχεια μεταφέρθηκε ως «Ναπολέων» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Στάση ζωής του ήταν η ποίηση
Οπως εξηγεί ο σκηνοθέτης: «Αυτό που ετοιμάζουμε σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Λαπαθιώτη. Μας ενδιαφέρει να σταθούμε με τρυφερότητα στη μοναξιά και τη δύναμη αυτού του ανθρώπου. Ο Ελύτης έλεγε πως πρέπει να τελειώνουμε με τον “λαπά” και τα απόνερα του γαλλικού ρομαντισμού κι αν το σκεφτείς είναι λογικό. Επρεπε η γενιά του ’30 να σκοτώσει τον “πατέρα” της για να ταΐσει τα παιδιά της που κλαίγανε πεινασμένα».
Ο Γ. Σκουρλέτης συνεχίζει για τον ποιητή λέγοντας πως εκφράζει το ανεκπλήρωτο της ερωτικής επιθυμίας, την πίκρα ενός ανθρώπου που έζησε έντονα μέσα στο περιθώριο. Τον σκιαγραφεί ως κομμουνιστή ομοφυλόφιλο που τριγυρνούσε στα μπορντέλα. «Και αυτήν τη ζωή δεν την ντράπηκε ούτε την έκρυψε, αλλά την υπερασπίστηκε μέχρι και το τέλος του βίου του. Τότε που πάμφτωχος ζητούσε να ανταλλάξει ένα ποίημα με ένα πιάτο φαγητό. Ο Λαπαθιώτης μας αποκαλύπτει ότι η στάση ζωής του είναι ποίηση. Από τη στιγμή που η ζωή του έγινε λέξεις ήταν σαν να την πρόδιδε. Ο Λαπαθιώτης έκανε παρέα με πόρνες και πότες σε αντίθεση με τη γενιά του ’30 που αποτελούνταν από αστούς και διπλωμάτες, απόλυτα αποδεκτούς στην κοινωνία» διευκρινίζει.
Ο άγγελος με το σπασμένο βέλος
Το σκηνικό της παράστασης διά χειρός Κωνσταντίνου Σκουρλέτη μας μεταφέρει στο Ζάππειο, στο σημείο όπου βρίσκεται το γλυπτό Ερωτας Τοξοθραύστης του Γεωργίου Βρούτου. Εκεί μπορούσε κάποιος να αναζητήσει ερωτικό σύντροφο και να συζητήσει μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Ηταν ένα σημείο το οποίο ο ποιητής αγαπούσε πολύ. Για τον περφόρμερ Οδυσσέα Κωνσταντίνου ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν ποίηση από μόνος του κι αυτό ενοχλούσε όσους προσπάθησαν να τον βάλουν σε καλούπια: «Δεν μπορείς να τον κατατάξεις. Ηταν μια τρύπα, μια ρωγμή στο σύστημα. Κανείς δεν νοιάζεται στα αλήθεια αν είσαι γκέι, στρέιτ ή οτιδήποτε άλλο. Αυτό που ενδιαφέρει το σύστημα είναι να μπορεί να σε κατατάξει για να σε αναγνωρίζει ως αγοραστικό προϊόν. Είμαστε καταναλωτές και όχι άνθρωποι. Ο Λαπαθιώτης ανήκε στην επιθυμία, στο ένστικτο της καύλας. Δεν μπορούσες να τον προσδιορίσεις και αυτό είναι τρομακτικό για τους ανθρώπους της εξουσίας. Πού ανήκεις; Ποιος είσαι; Τι να σου πουλήσω; Εκείνος δεν ανήκε ούτε στη μέρα ούτε στη νύχτα. Ηταν μια αυτόφωτη, sui generis μορφή».
Η παράσταση δανείζεται τον τίτλο της από τη νουβέλα «Κάπου περνούσε μια φωνή» σε επιμέλεια Νίκου Σαραντάκου, χωρίς όμως να βασίζεται στην ιστορία της. Πρόκειται για δεκατρία μελοποιημένα ποιήματα από το σύνολο του έργου του Λαπαθιώτη σε πρωτότυπη μουσική του συνθέτη Χρίστου Θεοδώρου, που έχει διατηρήσει κάτι από τον ρομαντισμό της εποχής. Μετά την παράσταση θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο.
Το «Στο κέντρο το νυχτερινό», το «Μυστικό», το «Κλείσε τα παράθυρα», το «Βράδυ που σε αγάπησα» –που είναι και το αγαπημένο του συνθέτη– είναι μόνο κάποια από τα ποιήματα που θα ακουστούν στην παράσταση. Για τον Χρίστο Θεοδώρου και τους υπόλοιπους συντελεστές είχε σημασία να καλύψουν όλη την γκάμα του ποιητή. Οπως λέει: «Προσπαθήσαμε ο κύκλος τραγουδιών που θα ακουστεί να αντιπροσωπεύει την ποίησή του. Δεν είναι μόνο τα ερωτικά κομμάτια, αλλά και τα πιο εύθυμα. Οι ήχοι είναι νοσταλγικοί, διατηρώντας κάτι από την εποχή αλλά έχουμε και πιο ευρωπαϊκά ακούσματα. Σε όλες τις μελοποιήσεις αφέθηκα στον στίχο για να με οδηγήσει εκεί που θα ήθελε και ο ίδιος ο ποιητής».
Η κόντρα με τον Οδυσσέα Ελύτη
Για τον συνθέτη ο Λαπαθιώτης αποτελεί πρότυπο σε ό,τι αφορά το συμπεριφορικό κομμάτι. «Για κάποιους αντιμετωπίζεται ως ελάσσων ποιητής ενώ υπήρξε μείζων» τονίζει και αναφέρεται στην κόντρα που υπήρχε ανάμεσα σε εκείνον και τον Ελύτη. «Τότε οι καλλιτέχνες τσακώνονταν στ’ αλήθεια, όχι όπως τώρα που επικρατούν οι ψευτοευγένειες. Η γενιά του ’30 σνόμπαρε τη γενιά του ’20. Τους θεωρούσαν παρίες, παρακατιανούς. Ηταν επικές οι επιστολές που έστελναν στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής ο Λαπαθιώτης με τον Ελύτη, “στολίζοντας” με βαριά επίθετα ο ένας τον άλλον. Ο Λαπαθιώτης θεωρούσε την επόμενη γενιά σνομπ και αποστειρωμένη. Σίγουρα έδωσαν πολλά στην ποίηση αλλά, αν το καλοσκεφτείς, οι υπερρεαλιστές –πλην του Εγγονόπουλου– ήταν όλοι τους αστοί και ευκατάστατοι. Από την άλλη, οι ρομαντικοί Λαπαθιώτης, Καρυωτάκης και αρκετοί ακόμη αυτοκτόνησαν κουβαλώντας το στίγμα των καταραμένων ποιητών» λέει.
Σύμφωνα με κάποιες πηγές στις 7 ή για άλλες στις 8 Ιανουαρίου 1944 ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε με το υπηρεσιακό περίστροφο του πατέρα του, στο διώροφο νεοκλασικό της οικογένειάς του, στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου 23 και Οικονόμου 30 στα Εξάρχεια. Ο «καταραμένος» και «ιδανικός αυτόχειρας», όπως μεταγενέστερα χαρακτηρίστηκε, ήταν κομμουνιστής, ομοφυλόφιλος και τοξικομανής. Ηταν και σπουδαίος ποιητής, εκπρόσωπος της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής. Υπήρξε ένας γενναίος άνθρωπος που αντιμετώπισε με παρρησία τον συντηρητισμό της εποχής του.
Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε με έρανο φίλων. Κάποιοι τον συνέκριναν με τον Οσκαρ Ουάιλντ. Υπήρξαν και εκείνοι που τον περιφρόνησαν. Στο Μοναστηράκι, στην καρδιά του ιστορικού κέντρου, θα τον συναντήσουμε πάλι και θα θυμηθούμε λόγια σαν κι αυτά: «Μιας και δεν ήταν να σταθείς σε ’κείνα που ’χες τάξει, τότε γιατί το λόγο αυτό μ’ ανάγκασες να πω; Τον όρκο σου τον πάτησες, μα ’γω δεν έχω αλλάξει: Ακόμα σ’ αγαπώ!».
Εκφραστής της λογοτεχνίας της παρακμής
Οπως εξηγεί ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης, ο Λαπαθιώτης εκφράζει τη λεγόμενη λογοτεχνία της παρακμής. «Αυτός ο άκρατος ρομαντισμός που ήταν γεμάτος από απαισιοδοξία και ανεκπλήρωτα όνειρα έβρισκε παρηγοριά σε έναν ποιητή που μετουσίωσε τη θλίψη σε λεκτικά σύμβολα αλλά και τρόπο ζωής. Υπάρχει όμως κάτι που για μένα έχει μεγαλύτερη αξία στο φαινόμενο Λαπαθιώτης. Την εποχή εκείνη όλοι ήθελαν να τελειώσουν με τα πολιτικά συνθήματα του μεσοπολέμου και της Μεγάλης Ιδέας. Εκείνος ανήκε στη δεύτερη ομάδα συμβολιστών ποιητών της γενιάς του ’20 που διέφερε ως προς το περιεχόμενό της από την πρώτη, που ήταν περισσότερο μεταπαλαμική με, βέβαια, σαφείς ανανεωτικές τάσεις» λέει.
Ωστόσο, σε μια εποχή που έπρεπε οπωσδήποτε όχι μόνο να αλλάξει αλλά και να ξεχαστεί, ο Λαπαθιώτης επέμενε. Ο σκηνοθέτης κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν και εξηγεί: «Τη στιγμή που η Ευρώπη αναταράζεται από τα νέα ρεύματα ο ποιητής δεν παρασύρεται από τον υπερρεαλισμό και τον μοντερνισμό κι ούτε δέχεται να καπελωθεί από τη γενιά του ’30 που έρχεται να μιλήσει με ύφος πιο κοσμοπολίτικο». Οπως λέει, εκείνη την περίοδο έχουμε την έκδοση της ποιητικής συλλογής του Σεφέρη «Στροφή», που κάποιοι τη θεωρούν σημείο αναφοράς για την αλλαγή ύφους στην ελληνική ποίηση. Κατόπιν μεταφράζεται ο Ελιοτ, έχουμε την «Υψικάμινο» του Εμπειρίκου και τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη. Οπως διευκρινίζει: «Παρ’ όλα αυτά ο Λαπαθιώτης επέμεινε στη λογοτεχνία του τέλους. Επέμεινε σε ένα ύφος και σε μια στάση ζωής που τον κάνουν μοναδικό και πολύ αντεργκράουντ. Δεν έψαχνε να βρει το νόημα και τον σκοπό της ποίησης. Ηταν ο ίδιος ένα ποιητικό πλάσμα, αυτόφωτο και πολύ πληγωμένο. Τριγυρνούσε στα Εξάρχεια με το κοστουμάκι του και ζούσε την ποίηση, δεν έγραφε γι’ αυτήν. Τις οδύνες δεν τις περιέγραφε ούτε τους έδινε χρώμα γαλάζιο. Η ελληνικότητα πάντα προσπαθούσε να βρει τρόπο να γιατρευτεί γλείφοντας τις πληγές της. Ο Λαπαθιώτης αυτές τις πληγές δεν τις απαρνήθηκε ούτε τις ντράπηκε. Τις έφερε μέσα του μέχρι και το τέλος της ζωής του».
INF0
Πρεμιέρα 8/2 HΟΟD art space