Ο «λαϊκισμός» και ο συστημικός πολιτικός λόγος

Ο «λαϊκισμός» και ο συστημικός πολιτικός λόγος

Το φάντασμα του λαϊκισμού συνιστά πλέον τη μόνιμη επωδό κάθε συστημικού πολιτικού λόγου: όποιος αμφισβητεί τις αποφάσεις της Κομισιόν και τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της αποκαλείται λαϊκιστής, είτε δεξιός είτε αριστερός. Δια αυτού του τρόπου, μέσω μιας ασαφούς ηθικής έννοιας, καταφέρνουν συχνά να τρομοκρατούν τους πολίτες. Δεν υπάρχει σήμερα πολιτικός, δημοσιολόγος ή δημοσιογράφος που να μην ξορκίζει αυτό τον δαίμονα. Ο λαϊκισμός εμφανίζεται περίπου ως κατάρα.

Πρόκειται φυσικά για έναν προπαγανδιστικό μηχανισμό της ευρωπαϊκής ελίτ, η οποία βλέπει στον λαό τον μοναδικό της αντίπαλο. Πίσω όμως από τον αντιλαϊκισμό κρύβεται απλώς το μίσος για τις μεσαίες και κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Κρύβεται ένας πολιτικός σουσουδισμός ο οποίος αποκρύπτει το γεγονός πως η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος πάνω στην πραγματική οικονομία και οι τραγικές συνέπειες της επαναφοράς του άγριου καπιταλισμού, που δεν δέχεται κανέναν κρατικό κανόνα και έλεγχο, είναι η πραγματική αιτία τής όλο και πιο μαζικής εξόδου ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων από τον έλεγχο της πολιτικής ελίτ.

Αλλά τι είναι ο λαϊκισμός; Μας λένε ότι είναι η κολακεία του λαού, οι υποσχέσεις που δίνουν οι πολιτικοί, η φτηνή ρητορεία, που στην ελληνική περίπτωση οδήγησαν στις αλόγιστες σπατάλες και παροχές και εντέλει στην πτώχευση. Μήπως όμως δεν μας πτώχευσε ο λαϊκισμός, αλλά οι συγκεκριμένες πράξεις της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας; Ο λαϊκισμός ευθύνεται για τον υπέρογκο δημόσιο δανεισμό, για τα τεχνικά έργα που υπερτιμολογούνται, για τις αντιπαραγωγικές δαπάνες και για τις ατέλειωτες μίζες στον χώρο των προμηθειών; Οχι, φυσικά.

Ο όρος δεν είναι πρόσφατος, έρχεται από την πολιτική ιστορία του 18ου αιώνα και ο κορυφαίος «λαϊκιστής» της σύγχρονης εποχής είναι ασφαλώς ο Ρουσσώ, ο οποίος όμως είναι ταυτόχρονα και ο εκπρόσωπος της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτικής σκέψης. Ο λαϊκισμός δεν ήταν παρά η αποδοχή της πλήρους πολιτικής κυριαρχίας του λαού, εν ονόματι του οποίου υπάρχουν οι θεσμοί. Στη γαλλική δημοκρατία, τη république, τίποτε δεν νομιμοποιείται χωρίς τη δική του θέληση και το κράτος εδράζεται στη λεγόμενη laïcité. Και η θέληση αυτή διαπιστώνεται διά των εκλογών, διά των αντιπροσώπων στην εθνοσυνέλευση. Ο λαϊκισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αφοσίωση των αντιπροσώπων στη λαϊκή εντολή. Ο πολιτικός είναι εντολοδόχος, δεν έχει δική του απεριόριστη εξουσία. Ο λαϊκισμός λοιπόν συνοδεύει με φυσικό τρόπο τη σύγχρονη πολιτική πρακτική· είναι όρος της. H πολιτική κολακεία και η ρητορική που τον συνοδεύουν είναι αναπόφευκτα συνοδευτικά της πολιτικής πρακτικής εν γένει και πάντως δεν αναιρούν την κυριαρχική θέληση των λαϊκών στρωμάτων στα σύγχρονα συνταγματικά κράτη. Οσοι επομένως αποστρέφονται τον όρο απλώς θέλουν να αποφασίζουν χωρίς να έχουν τον λαό στα πόδια τους.

Για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, που προκύπτουν από την ιδιότυπη φύση του ελληνικού ιστορικού παραδείγματος, ο αντιλαϊκισμός δεν ήταν συνήθως τίποτε περισσότερο από προσπάθεια να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των μόνιμων δανειστών της Ελλάδας. Η πραγματική σύγκρουση ήταν πάντα μεταξύ των παραδοσιακών λαϊκών στοιχείων και μιας μεταπρατικής τάξης τραπεζιτών και λογίων που είχε συνδέσει τη θέση της με την κίνηση του χρήματος – κυρίως με τα εξωτερικά και εσωτερικά δάνεια του ελληνικού δημοσίου. Οι προσπάθειες λοιπόν εκσυγχρονισμού του κράτους ήταν στην πραγματικότητα προσπάθειες πολιτικής και οικονομικής επιβολής, που συνήθως συγκρούονταν με τις συνταγματικές επιταγές.

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, γίνεται κατανοητό γιατί η σημερινή νεοφιλελεύθερη εμμονή εναντίον του λαϊκισμού και του δημόσιου τομέα συνδυάζεται με την αμφισβήτηση της εθνικής συνταγματικής τάξης: τα εθνικά κράτη, η λαϊκή τους βάση και τα συντάγματά τους αποτελούν μέγιστο εμπόδιο για τον έλεγχο των εθνικών θεσμών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το διεθνοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να απαντήσει ολοκληρωμένα πάνω στα ζητήματα αυτά και κυρίως να θεμελιώσει μια νέα σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ λαού και κομμάτων. Είναι σαφές ότι η αλματώδης άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ από το 5% στο 35% οφείλεται κυρίως στην αντίστοιχα μεγάλη πολιτική μετατόπιση των λαϊκών στρωμάτων από την αντιδεξιά κοίτη του ΠΑΣΟΚ στην πολιτική που εξέφρασε ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλ. Τσίπρα μετά το 2010. Το αντιδεξιό πατριωτικό ρεύμα έχει σήμερα ξανά ισχυροποιηθεί, έχοντας να αντιμετωπίσει τη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία έχει απορρυθμίσει τελείως τόσο την αγορά εργασίας όσο και γενικώς τη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών πρόνοιας.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκλέχθηκε με το όραμα να κάνει «συμφωνία αλήθειας» με τους πολίτες. Ομως θα πρέπει κάποιος να ενημερώσει τόσο τον πρωθυπουργό όσο και τους συμβούλους του πως η αλήθεια και η αναζήτησή της δεν είναι αρμοδιότητες του πολιτικού – είναι όρος που ανήκει στη σφαίρα της φιλοσοφίας και της θεολογίας. Η πολιτική είναι ζήτημα πρακτικό, ζήτημα δηλαδή επιλογής συγκεκριμένων μέσων για την εξυπηρέτηση ενός κοινού αγαθού.

Με λίγα λόγια, δεν εκλέξαμε πρωθυπουργό για να μας λέει «αλήθειες». Τον εκλέξαμε για να υπηρετήσει, ως αντιπρόσωπος, τα συμφέροντα του λαού. Να τον προστατέψει από τις αδηφάγες ορέξεις των ελίτ που ελέγχουν τη διακίνηση του χρήματος και των εμπορευμάτων. Κι εφόσον δεν τα κατάφερε θα φέρουμε άλλον στη θέση του.

Εάν παρ’ όλα αυτά θελήσουμε να αναζητήσουμε την αλήθεια, θα πάμε στον Πλάτωνα ή τον Καντ ή τον πατέρα Παΐσιο. Πάντως όχι στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Documento Newsletter