Η πρόταση του κάθε άλλο παρά σοσιαλιστή Αµερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν για άρση της πατέντας στα εµβόλια για τον κορονοϊό εξέθεσε ανεπανόρθωτα την ελληνική κυβέρνηση και προσωπικά τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, όπως βέβαια και εκείνα τα στελέχη του, προεξάρχοντος του υπουργού Ανάπτυξης, τα οποία αποτελούν τους εν Ελλάδι εκφραστές ενός παρωχηµένου θατσερισµού.
Ασφαλώς, ο Κυρ. Μητσοτάκης, που σήµερα συνεπικουρούµενος από φιλικά διακείµενα προς αυτόν µέσα ενηµέρωσης διεκδικεί την πατρότητα της πρότασης για άρση των πατεντών, υπήρξε εξ αρχής αρνητικός. Αφενός διότι η αρχική πρότασή του την άνοιξη του 2020 αφορούσε την αγορά των πατεντών, τη διάθεση δηλαδή ακόµη περισσότερων χρηµάτων των Ευρωπαίων φορολογουµένων στις µεγάλες βιοµηχανίες του φαρµάκου, αφετέρου διότι από το βήµα της Βουλής ειρωνευόταν τον αρχηγό της αξιωµατικής αντιπολίτευσης όταν κατέθετε την πρόταση για πλήρη άρση των πατεντών.
Στα µέσα του περασµένου Ιανουαρίου µε λουδοβίκειο ύφος ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε την πρόταση του Αλέξη Τσίπρα αστεία και ανεδαφική. «Πάλι καλά που δεν µας ζητήσατε να κρατικοποιηθεί η Pfizer και η AstraZeneca µε ένα νόµο και µε ένα άρθρο» ανέφερε σκωπτικά, ενώ δεν δίστασε να κατηγορήσει τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ για διάθεση παραπληροφόρησης της κοινής γνώµης. Αλησµόνητη βεβαίως θα µείνει η αποστροφή του για τα «εµβολιόδεντρα».
Κατά τον πρωθυπουργό, η αξιωµατική αντιπολίτευση µετά τα «λεφτόδεντρα» είχε πια ανακαλύψει και τα «εµβολιόδεντρα». Με ακόµη επιθετικότερο τρόπο αντιµετώπιζε όσους πρότειναν εκείνο που τελικώς αξιολόγησε ως µείζον για την προάσπιση της δηµόσιας υγείας διεθνώς και η αµερικανική κυβέρνηση, η γνωστή Οµάδα Αλήθειας, η οποία χαρακτήριζε τον Αλ. Τσίπρα «µεγαλύτερο πολιτικό απατεώνα», ενώ προσωπικά τον ρόλο της προάσπισης των φαρµακευτικών κολοσσών είχε αναλάβει ο Αδωνης Γεωργιάδης.
Εκφραστές του νεοφιλελευθερισµού
Προασπιζόµενος σχεδόν εργολαβικά έναν ακραίο, αποκοµµένο από κάθε κοινωνική ανάγκη και από την ίδια την πραγµατικότητα νεοφιλελευθερισµό, ο Αδ. Γεωργιάδης απάντησε πριν από περίπου δέκα ηµέρες στον γραµµατέα της ΟΕΝΓΕ Πάνο Παπανικολάου, ο οποίος επέµενε στην ανάγκη άρσης των πατεντών, ότι αν σήµερα συνέβαινε κάτι τέτοιο καµία βιοµηχανία δεν θα ξόδευε µελλοντικά χρήµατα προκειµένου να αναπτύξει µια καινούργια θεραπεία. «Και όταν θα ξαναχρειαζόσουν κάποιος να ξοδέψει χρήµατα και να αναλάβει ρίσκο για να αναπτύξει µια καινούργια θεραπεία ποιο κορόιδο θα έβρισκες;» αναρωτιόταν ο υπουργός, ζητώντας µάλιστα από όσους δεν στήριζαν τη θέση του να καταλάβουν ότι αυτά που υποστηρίζουν εφαρµόστηκαν και απέτυχαν παταγωδώς.
Από την κεντρική γραµµή της κυβερνώσας παράταξης, η οποία λειτουργεί ως υπερασπιστής των µεγάλων οικονοµικών συµφερόντων, δεν θα µπορούσαν ασφαλώς να ξεφύγουν και λιγότερο προβεβληµένα στελέχη της όπως η Σοφία Βούλτεψη και ο Νίκος Ρωµανός. Αµφότεροι, και παρότι εµφανώς είχαν άγνοια επί του θέµατος, τοποθετήθηκαν δηµοσίως κατά της άρσης των πατεντών, η µεν Βούλτεψη διερωτώµενη αν η Ευρωπαϊκή Ενωση θα τις έκανε κορνίζα, ο δε Ρωµανός χαρακτηρίζοντας «µπούρδα» τη σχετική πρόταση. Το αφήγηµα που θέλει την κυβέρνηση να υποστηρίζει το σπάσιµο των πατεντών καταρρίπτεται άλλωστε και από το γεγονός ότι οι επτά ευρωβουλευτές της Ν∆ καταψήφισαν στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο σχετική πρόταση της Αριστεράς.
Αξίζει να επισηµανθεί ότι οι µεγάλες βιοµηχανίες του φαρµάκου, διαχρονικά αλλά και σήµερα, έχουν εισπράξει δισεκατοµµύρια δηµόσιου χρήµατος προκειµένου να αναπτύξουν τις πατέντες για τα εµβόλια.
Ψέµατα επί ψεµάτων για τα εµβόλια
Γεγονός είναι πάντως ότι από την αρχή της πανδηµίας, πολύ περισσότερο όµως µετά το δεύτερο κύµα, η κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε έναν άνευ προηγουµένου µαραθώνιο ψεµάτων. Εξάλλου οι µεγαλοστοµίες του περασµένου χειµώνα, όταν κυβερνητικά χείλη µάς πληροφορούσαν ότι µόνο τον ∆εκέµβριο θα διαθέταµε 700.000 δόσεις των εµβολίων, πολύ σύντοµα αποδείχτηκαν ψευδείς. Μπορεί βέβαια το εµπόριο ελπίδας να απέτυχε, τούτο όµως δεν περιόρισε την προσπάθεια παραπλάνησης των πολιτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές Ιανουαρίου ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωνε ότι µέχρι το τέλος Μαρτίου θα είχαµε στην Ελλάδα 4 εκατ. δόσεις, δηλαδή θα είχαν εµβολιαστεί 2 εκατ. πολίτες. Η αλήθεια είναι ότι σύµφωνα µε τα διαθέσιµα στοιχεία, µέχρι την Πέµπτη 6 Μαΐου είχαν εµβολιαστεί στην Ελλάδα 2,3 εκατ. πολίτες, εκ των οποίων µόλις 1,09 εκατ. είχε κάνει και τις δύο δόσεις.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης έλεγε ασφαλώς ψέµατα απολύτως συνειδητά. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι την ίδια στιγµή που εκείνος υπολόγιζε να διαθέτει η χώρα µας 4 εκατ. δόσεις µέχρι το τέλος Μαρτίου, ο γενικός γραµµατέας Πρωτοβάθµιας Φροντίδας Υγείας Μάριος Θεµιστοκλέους, ο οποίος κρατούσε τα προσχήµατα αντιλαµβανόµενος το µέγεθος του προβλήµατος που η κυβέρνηση καλούνταν να διαχειριστεί, εκτιµούσε ότι µέχρι το τέλος Μαρτίου δεν θα µπορούσαµε να έχουµε πάνω από 3 εκατ. δόσεις. Οι συντηρητικότερες προβλέψεις του κ. Θεµιστοκλέους βασίζονταν σε πραγµατικά νούµερα, τα οποία δεν θα µπορούσε να µη γνωρίζει ο πρωθυπουργός.
Η συνειδητή επιλογή του κ. Μητσοτάκη να παραπλανά τους πολίτες αποδείχτηκε εξάλλου όταν στο τελευταίο µήνυµά του προς τον ελληνικό λαό ενόψει του Πάσχα ισχυρίστηκε ότι περισσότεροι από 3 εκατ. πολίτες έχουν κάνει την πρώτη ή και τη δεύτερη δόση του εµβολίου. Στην πραγµατικότητα, µέχρι την 1η Μαΐου, όταν ο Μητσοτάκης έκανε την παραπάνω δήλωση, είχαν λάβει την πρώτη δόση εµβολίου 2,1 εκατοµµύρια, ενώ απ’ αυτούς µόλις 944.000 ήταν πλήρως εµβολιασµένοι. Αυτή η δηµιουργική λογιστική είναι βεβαίως το αποτέλεσµα µιας πολύ συγκεκριµένης επικοινωνιακής στρατηγικής. Το κυβερνητικό επιτελείο και προσωπικά ο πρωθυπουργός επιλέγουν µε αριθµητικές αλχηµείες –προσθέτοντας δηλαδή όσους έχουν κάνει µία δόση µε όσους έχουν κάνει και τις δύο– να εµφανίζουν µεγαλύτερο αριθµό εµβολίων απ’ όσα στην πραγµατικότητα έχουν γίνει. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιµούν σήµερα ότι µέχρι το τέλος Μαΐου θα έχουν εµβολιαστεί πάνω από 5 εκατ. πολίτες. Κάτι τέτοιο, µε βάση τους ρυθµούς των εµβολιασµών αυτήν τη στιγµή, φαντάζει παντελώς αδύνατον.