Ο Κωστής Τάλως γράφει στο Docville για το Ηραίο Σάμου

Θυµάµαι στο µουσείο του Βαθέος, αυτό το µουσείο που φαντάζει τόσο λίγο για το µεγαλείο των ευρηµάτων που φιλοξενεί, ένα µικροσκοπικό κεφάλι της Αιγύπτιας θεάς του έρωτα, της Αθωρ, και ταξίδεψα πίσω στην Αίγυπτο σε δύσκολες εποχές που ευτυχώς µαλάκωσαν τότε που στα ∆ένδερα µε συνοδεία αστυνοµίας επισκεφτήκαµε τον εκπληκτικό ναό της θεάς και γίναµε µικροσκοπικά ξωτικά-κοινωνοί σε ένα παραµύθι όπου χανόµαστε σε ένα δάσος κιόνων που για κιονόκρανα έχουν την πολύχρωµη κεφαλή της Αθωρ µε τα αγελαδινά αυτιά.

Η Αθωρ, αυτή η πανέµορφη ιερή γελάδα µε τα ανθρώπινα µάτια, λέγανε ότι δεν χαλούσε χατίρι στους ερωτευµένους. Την ίδια ακριβώς µορφή σε µικρογραφία κοιτάζω τώρα και τη νιώθω σαν να βρίσκεται στην παλάµη µου, να βρίσκει ανάχωµα τις γραµµές του χεριού. Οχι στην Αίγυπτο, αλλά στο µουσείο του Βαθέος. Μια κεφαλή που βρέθηκε στον ναό της Ηρας· κάποιος Αιγύπτιος µύστης πίστεψε σε εκείνη και ταξίδεψε έως τον ναό που ο σαµιακός µύθος λέει ότι είναι ο τόπος της γέννησής της, αλλά και τόπος της ιερογαµίας της µε τον ∆ία.

Μεγάλωνα διαβάζοντας αρχαιολογία και µέχρι να βρεθώ στο Ηραίο, που φλερτάρει τόσο έντονα µε τους απέναντι τούς τόσο αγαπηµένους και σαν ποτάµι στέλνει φερτά υλικά στις ακτές της Ιωνίας που διαφεντεύει η Αρτεµις, πίστευα ότι το Ηραίο είναι αυτή η µισοφαγωµένη χαροκαµένη κολόνα-θρηνωδός που ξώµεινε από 155 κολόνες και πέρασε νοσταλγικά τη ζωή της δείχνοντας σαν φάρος τον δρόµο στα πλοία. Αυτή ήταν η µοίρα των ναών-γιγάντων, ειδικά των τόσο αρχαίων σαν της Ηρας, όραµα του Πολυκράτη. Στην εποχή του µέτρου φάνταζαν γκροτέσκα φαραωνικά έργα τυράννων και αργότερα καταστράφηκαν από επιδροµείς και έγιναν λατοµεία και χρόνο µε τον χρόνο λιγόστευαν και από το άπλετο φως απέµενε πια µια ιαµατική σκιά µε σπινθήρες σαν πυγολαµπίδες. Ναός του ∆ιός στο Μπάαλµπεκ, της Αρτέµιδος στην Εφεσο, του Αδριανού στην Κύζικο, του Απόλλωνα στα ∆ίδυµα, του Ολυµπίου ∆ιός στην Αθήνα, τον οποίο ένας άλλος τύραννος, ο Πεισίστρατος ο νεότερος, από θαυµασµό για το µεγαλείο του Ηραίου ξεκίνησε να φτιάχνει και όταν η τυραννία έπεσε, το έργο του προκαλούσε γέλια για τη µαταιοδοξία των ανθρώπων που ήθελαν µε το µέγεθος των ναών να φτάσουν στις κορυφές του Ολύµπου και εστεµµένοι να καθίσουν δίπλα στους θρόνους των βασιλέων του, του ∆ιός και της Ηρας. Λένε ότι στη Σάµο έδωσαν το πρώτο τους φιλί και υποσχέσεις που δεν κρατήθηκαν και κάπως έτσι η µυθολογία των αρχαίων Ελλήνων µεγάλωνε µε ιστορίες για πόθους, µεταµορφώσεις και αντεκδικήσεις.

Οταν µπήκα στο Ηραίο και πάτησα την ιερά οδό που ένωνε τον ναό µε την αρχαία πόλη όπου είναι σήµερα το Πυθαγόρειο µε το πανάρχαιο λιµάνι του σαν να έγινε ένα µαγικό κλικ µες στο καλειδοσκόπιο και η µέρα έγινε νύχτα. Εκείνη τη νύχτα εµφανίστηκε το πιο όµορφο και κόκκινο αυγουστιάτικο φεγγάρι όλων των εποχών να λούζει τον µοναδικό κίονα που βαστάζει σαν ιερό τοτέµ την υστεροφηµία του ναού που µόνο το Αρτεµίσιο της Εφέσου έφτανε σε µεγαλοπρέπεια.

Εκείνη τη νύχτα µε πανσέληνο ξεκίνησα από το Πυθαγόρειο περπατώντας την ιερά οδό και εκατέρωθεν του δρόµου κούροι κολοσσοί λούζονταν στο φως της πανσελήνου. Εναν τέτοιο αναθηµατικό κούρο, τον µεγαλύτερο της Ελλάδας, είδα στο µουσείο του Βαθέος – θυµάµαι το κεφάλι µου να φτάνει στον µηρό του. Φαντάστηκα δεκάδες τέτοιους ως άγρυπνους φρουρούς, καµωµένους στο όνοµα της Ηρας, να µειδιούν µες στη νύχτα και το ένα χαµόγελο να διαδέχεται το άλλο. Οταν ξαφνικά βρίσκεσαι µπροστά στον ναό η ιερή πηγή –σαν κι αυτές των µαντείων, που ρέει µέσα σου και σε γεµίζει– εκβάλλει από τα µάτια σου.

Ετσι το έζησα το Ηραίο γυρνώντας στο παρελθόν, αλλά και όταν βρέθηκα στο παρόν να περπατάω στο καλοκαιρινό λιοπύρι, να περνάω από το αντίγραφο του συντάγµατος του Γενέλεω που κράτησε µια οικογένεια αθάνατη (πατέρα, µητέρα και παιδιά) και αντίκρισα τον κίονα, τα σπαρµένα αρχιτεκτονικά µέλη και το περίγραµµα του ναού, το συναίσθηµα ενδυναµώθηκε. Γιατί στο παρόν ένιωθα αυτή την ενέργεια του παρελθόντος να µε ψηλαφίζει και να ισορροπώ σε δύο κόσµους, µε το ένα πόδι στον ένα βράχο τον τωρινό, µε το άλλο στον βράχο τον παλιό που τον έχουν για ορόσηµο και κουβαλάει τα χαράγµατα των επιφανών και των τυχαίων περαστικών. Πέρα από τις πέτρες και τα απόνερα του Ιµβρασου ποταµού όπου η θεά γεννήθηκε σε µια λυγαριά και στα νερά του λουζόταν µοιάζει να ακούγονται παγόνια και κούκοι και µια µαγική φωνή να ψιθυρίζει µε ντοπιολαλιά τα ανοµολόγητα και τα άρρητα, από τα οποία µόνο την κρούστα µπορείς να γευτείς· τα υπόλοιπα η ανθρώπινη φύση δεν µπορεί να τα ακούσει και αν τα άκουγε, δεν θα µπορούσε να τα επεξεργαστεί – όχι προτού δύσει ο ήλιος. Βρέθηκα και στο Αρτεµίσιο της Εφέσου, ένα από τα επτά θαύµατα του αρχαίου κόσµου, που και αυτό σήµερα επιζεί µε µια µισοφαγωµένη κολόνα, µόνο που εκείνος ο ναός βυθίζεται στον βόρβορο της λήθης και µόνο ο πελαργός που φωλιάζει στην κολόνα κρατάει τη µνήµη ζωντανή. Το Ηραίο όµως αντέχει στο σήµερα· η δική του κολόνα προσπαθεί να θριαµβεύσει και να µιλήσει µέσα από το χαµένο ξόανο της θεάς που δεν έφτιαξαν χέρια ανθρώπων.

Κωστής Τάλως

Κάτι µεγάλο συνέβη εδώ στο Ηραίο και αν η κολόνα δεν αρκεί για να σου δείξει τον χαµένο δρόµο που από κακοτράχαλος έγινε βατός, τότε στο µουσείο του Βαθέος θα δεις τι έζησε το Ηραίο και γιατί είναι µια ξεχωριστή σελίδα στην ιστορία του παγκόσµιου πολιτισµού. Εδώ σε αυτό τον τόπο όλος ο γνωστός τότε κόσµος πίστευε στη βασίλισσα των θεών και γέµιζε µε πιστή σάρκα και ψυχή τις πέτρες του ναού της και όταν βλέπεις τι άφησαν πίσω τους θωρείς ολόκληρο τον κόσµο και τους µεγάλους του πολιτισµούς. Ταξιδεύεις από το Αιγαίο έως την Ασσυρία και από εκεί στην Αίγυπτο, τη Συροπαλαιστίνη, την Κύπρο. Οσα δεν είδες και πάντα ήθελες τα βλέπεις ως µικρά φυλαχτά, περιδέραια στο όνοµα µιας θεάς. Το Ηραίο δεν είναι απλώς ένα µνηµείο, είναι ένα σύµβολο του οικουµενικού πολιτισµού συγκρίσιµο µόνο µε το µεγαλείο των ∆ελφών. Αυτή την αξία δεν την αντιλαµβάνονται πολλοί σήµερα – πλέον οι µύστες είναι λίγοι, θα άξιζε να είναι πολλοί, αρκεί να µπορούσαν να δούνε µε τα µάτια που έχουν για ρεζέρβα όλο αυτό το πολυπολιτισµικό πλήθος µε τα διαφορετικά του έθιµα, παραµύθια, τέχνες, ενδυµασίες να βρίσκουν κάτι κοινό, µια κοινή γλώσσα που δεν τους οδηγεί σε µια Βαβέλ. Την κατανοητή Ηρα που όταν γίνεται ακατανόητη είναι η πιο µαγική βασίλισσα και τον ναό της που ακόµη και στην πρόσφατη ιστορία λεηλατήθηκε και αυτή η λεηλασία τώρα έρχεται στο φως. Ισως αν οι θησαυροί που κλάπηκαν γυρίσουν πίσω, το βιβλίο του Ηραίου να αποκτήσει µια ακόµη σελίδα που όλοι θα θέλουν να διαβάζουν ξανά και ξανά. Εξάλλου πριν από τον ναό του Θεόδωρου και τον ναό του Ροίκου η ιστορία του Ηραίου χάνεται στον χρόνο, ταξιδεύει στα αρχέτυπα και συναντάει την αυγή, τότε που όλα ξεκινούσαν.

Ο Κωστής Τάλως είναι διπλωματούχος ξεναγός – ιδρυτής της ομάδας Αθηνολόγιο στο Facebook

Ετικέτες