Ο Κώστας Μακεδόνας στο Documento: «Το τραγούδι είναι ζήτημα ψυχής»

Ο Κώστας Μακεδόνας στο Documento: «Το τραγούδι είναι ζήτημα ψυχής»
«Νομίζω πως αυτό που πηγάζει από τη δική μου φωνή είναι η αλήθεια μου και η αγάπη για τη δουλειά μου, όπως και το ότι ποτέ δεν αντιμετώπισα επιδερμικά τα τραγούδια», λέει στο Documento ο Κώστας Μακεδόνας (φωτογραφία: Πάνος Γιαννακόπουλος)

Ο σπουδαίος ερμηνευτής Κώστας Μακεδόνας μιλά για την πορεία του στη μουσική και για τις μεγάλες συναντήσεις του με κορυφαίους δημιουργούς.

Είναι ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές που μας κληροδότησε το έντεχνο λαϊκό τραγούδι από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Φωνή καθαρή και στεντόρεια είτε ερμηνεύει τα «Κόκκινα γυαλιά» και το «Μόνο μια φορά» του Σταμάτη Κραουνάκη είτε τον «Γκρεμιστή», το ποίημα του Κωστή Παλαμά, όπως το μελοποίησε ο Δημήτρης Παπαδημητρίου στον τελευταίο κοινό τους δίσκο. Πάντα ανήσυχος από καλλιτεχνική άποψη, ο Κώστας Μακεδόνας, όποτε δεν πετάει στους αιθέρες ως κυβερνήτης κάποιου αεροσκάφους, θα τραγουδάει σε κάποια μουσική σκηνή – αυτόν τον καιρό, λόγου χάρη, εμφανίζεται μαζί με τη Γλυκερία στο Vergina Theatro της Θεσσαλονίκης, σε ένα πρόγραμμα που επιμελήθηκε ο ίδιος μαζί με τον συνθέτη Στέλιο Φωτιάδη. Είχαμε λοιπόν πολλούς λόγους γι’ αυτήν τη συνέντευξη, στην οποία ο Μακεδόνας μιλάει για το ελληνικό τραγούδι και το πώς βλέπει ο ίδιος τον εαυτό του μέσα σ’ αυτό.

Ας ξεκινήσουμε από το όνομά σας. Το ότι από Πάκας γίνατε Μακεδόνας μπορεί να παραπέμπει στον Βαρθακούρη, που ονομάστηκε Πάριος λόγω καταγωγής;

Το πραγματικό μου όνομα είναι Κωνσταντίνος Πάκας. Ετσι λεγόμουν ακόμη όταν τον Σεπτέμβριο του 1988 κατέβηκα στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη για να τραγουδήσω σ’ ένα σχήμα με τη Βίκυ Μοσχολιού και την Τάνια Τσανακλίδου. Οσο ετοιμαζόταν το άλμπουμ «Δεν έχω ιδέα», έναν χρόνο αργότερα, δεν σκόπευα να αλλάξω το επίθετό μου. Μου ήταν δύσκολο, καθώς δεν ήθελα να στενοχωρήσω τους γονείς μου. Ημουν και 22 χρόνων παιδί. Με έπεισε τελικά η Λίνα Νικολακοπούλου, δίνοντάς μου αυτό το όνομα από τη Μακεδονία, τον τόπο καταγωγής μου. Σαν τον Γιάννη Πάριο, όπως λέτε, που μετονομάστηκε έτσι από το νησί του, την Πάρο.

Συνεργάζεστε με τη Γλυκερία αυτό τον καιρό. Είστε δύο ταιριαστοί καλλιτέχνες, θα λέγαμε.

Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με τη Γλυκερία. Πρωτοσυναντηθήκαμε σε ένα αφιέρωμα του Γιώργου Παπαστεφάνου στον Απόστολο Χατζηχρήστο και τον Θοδωρή Παπαδόπουλο και έκτοτε τραγουδήσαμε μαζί στη Σφεντόνα το 2004, ενώ κάνουμε συχνά και άλλες κοινές εμφανίσεις. Την αγαπώ τη Γλυκερία και ως άνθρωπο και ως επαγγελματία.

Από τις τωρινές εμφανίσεις σας στη Θεσσαλονίκη διαπιστώνετε πως ο κόσμος παραμένει πιστός στους τραγουδιστές που αγάπησε;

Κοιτάξτε, όταν εγώ ξεκινούσα τα πρώτα χρόνια δουλεύαμε πενθήμερα ή και εφταήμερα για μεγάλο διάστημα. Αυτό δεν είχε να κάνει μόνο με το αν ο κόσμος είχε λεφτά, αλλά ουσιαστικά με εμάς τους ίδιους. Στήναμε ένα πρόγραμμα δίνοντας ουσιαστικά στον κόσμο όλο τον χρόνο για να το αφομοιώσει. Τώρα είσαι αναγκασμένος με δέκα εμφανίσεις να λες ότι βγάζεις ολόκληρη σεζόν. Παρατηρώ μια μεγάλη ανισότητα. Απ’ τη μια υπάρχουν τα μαγαζιά με τεράστια μεροκάματα, συνήθως πανάκριβα για τον κόσμο, κι απ’ την άλλη οι μουσικές σκηνές για τα πιο έντεχνα σχήματα με ελάχιστα χρήματα. Δύο άκρα, λοιπόν, αν και ευτυχώς κάτι φαίνεται πάλι να αλλάζει.

Μιλήστε μου και για τη δισκογραφική σύμπραξή σας με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου.

Με τον Παπαδημητρίου επίσης πρωτοσυναντηθήκαμε πριν από πολλά χρόνια και δημιουργήθηκε μια φιλία. Συμμετείχα ως τραγουδιστής σε συναυλίες του, μέχρι που κάποια στιγμή έπεσε η ιδέα να ηχογραφήσουμε ένα άλμπουμ με ακυκλοφόρητα τραγούδια του σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Μερικά απ’ αυτά τα είχαμε τραγουδήσει μαζί με τη Βερόνικα Δαβάκη και τον Γιώργο Φλωράκη. Ο «Γκρεμιστής», ο δίσκος στον οποίο καταλήξαμε, προέκυψε από τη μελοποίηση του ομότιτλου ποιήματος του Παλαμά κι έτσι προστέθηκαν οι υπόλοιπες μελοποιήσεις του του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του Βύρωνα Λεοντάρη και του Μάνου Ελευθερίου. Αν ο δίσκος αυτός έβγαινε τη δεκαετία του 1990, θα γινόταν viral με τα σημερινά δεδομένα, αν και εξακολουθώ να πιστεύω πως θα μείνει ως δίσκος κατάθεσης όταν εγώ δεν θα είμαι πια εδώ.

Αρα σας ενδιαφέρει η υστεροφημία σας.

Με ενδιαφέρει σε ανθρώπινο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο, χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω. Θέλω ο κόσμος να θυμάται από μένα καλά πράγματα, να λέει πως –αν μη τι άλλο– «αυτός ήταν ένας καλός άνθρωπος». Προσπαθώ να κρατάω εκτός την προσωπική μου ζωή και να εμφανίζομαι μόνο όποτε έχω κάτι να πω. Ο καλλιτέχνης εύκολα απομυθοποιείται από τον κόσμο ή γίνεται μύθος και υπάρχουν καλλιτέχνες, ξέρετε, που το 90% του ενδιαφέροντος του κοινού στρέφεται στα προσωπικά τους και όχι στο έργο τους. Είναι λίγο τραγελαφικό, ας πούμε, που ο κόσμος έμαθε για το ότι πετάω με αεροπλάνο ύστερα από ένα ατύχημα που είχα με ελικόπτερο. Πετάω από το 1993 και από το 2000 είμαι επαγγελματίας πιλότος. Για την ακρίβεια, είμαι κυβερνήτης σε Airbus A320.

Εσείς όμως δεν είστε ένας απλός τραγουδιστής ή κυβερνήτης αεροσκάφους αλλά κι ένας ολοκληρωμένος μουσικός.

Σπούδασα φωνητική και κλασική κιθάρα από τα δέκα μέχρι την εφηβεία μου, περίπου για μια επταετία. Εκείνο το διάστημα ήταν παράξενο για τις παρέες μου να ακούω Scorpions και AC/DC ταυτόχρονα με Τσιτσάνη και Παπαϊωάννου. Ημουν ένας νεαρός φαν του ροκ και του χέβι μέταλ μέχρι που άρχισα να χρησιμοποιώ την κιθάρα ως λαϊκό όργανο. Σπούδασα ακόμη ενορχήστρωση και σύγχρονη αρμονία. Στην πορεία λάτρεψα την κλασική μουσική, όπως και την τζαζ, που τη θεωρώ δύσκολο είδος έχοντας μεγάλο σεβασμό στους τζαζίστες. Μέχρι σήμερα η τζαζ είναι η μουσική που μου δίνει την απαραίτητη ηρεμία.

Ελάχιστοι γνωρίζουν πως το «Εκανες το λάθος», μία απ’ τις μεγαλύτερες επιτυχίες σας, ήταν δικό σας κατά το ήμισυ.

Ισχύει, έχω γράψει μερικά τραγούδια, αλλά ποτέ δεν θα τοποθετούσα το όνομά μου δίπλα σ’ αυτό ενός συνθέτη-δημιουργού. Οταν ο Χρήστος Νικολόπουλος με κάλεσε να κάνουμε το άλμπουμ «Ορθοπεταλιές», μου είχε δώσει μια κασέτα με τα τραγούδια. Την άκουγα στον δρόμο, θυμάμαι, πηγαίνοντας στην Τρίπολη, όπου ήμουν φαντάρος. Η δεύτερη πλευρά της κασέτας ξεκινούσε με ένα ορχηστρικό, ενορχηστρωμένο ωραία από τον Κώστα Γανωσέλη. Σταμάτησα επιτόπου σ’ ένα πάρκινγκ και του έβαλα στίχους. Στην πρώτη άδειά μου πήγα το κομμάτι στον Αρη Δαβαράκη, τον στιχουργό του δίσκου, ο οποίος με ενθάρρυνε: «Είναι μια χαρά, μην το πειράξεις καθόλου». Ευτυχώς δεν έγινε μόνο αυτό επιτυχία, αλλά και πολλά άλλα τραγούδια από τις «Ορθοπεταλιές». Είναι περίεργο γιατί ο Νικολόπουλος με συμβούλευε να γραφτώ στην ΑΕΠΙ και όταν το έκανα με μούντζωναν για το πόσα χρήματα έχασα.

Υπάρχει κάποιο τραγούδι σας που να το αγαπάτε ιδιαίτερα και, αν ναι, για ποιους λόγους;

Ενα πολύ αγαπημένο μου τραγούδι είναι το «Κοσμά και Δαμιανού». Από τότε πίστευα πως ένα καλό τραγούδι θα βρει τον δρόμο του, χωρίς να έχω την αγωνία για το αν θα «πουλήσει». Πέρασα φυσικά και την άλλη αγωνία, του πώς θα παραμείνω ενεργός και «ζωντανός», αλλά όπως μου ’ρθε έτσι και έφυγε. Εξακολουθώ να υπηρετώ το αμιγώς λαϊκό τραγούδι και δεν μπήκα στον πειρασμό να κάνω άλλα πράγματα που δεν θα μπορούσα να υποστηρίξω, όπως το λαϊκοπόπ για παράδειγμα. Εννοείται πως μέσα στα χρόνια είδα το λαϊκό τραγούδι να μεταλλάσσεται. Ακουσα αρκετές διασκευές που άλλες έδιναν μια καινούργια ματιά και άλλες ήταν απλά φρικτές.

Αν σας ζητούσα να μου δώσετε έναν χαρακτηρισμό για τη φωνή σας;

Η δική μου φωνή δεν αρέσει σε όλους απαραιτήτως. Το ίδιο συμβαίνει σε μένα και με άλλους συναδέλφους. Δεν είναι δυνατό να νιώθουμε όλοι το ίδιο ακούγοντας κάποιον. Νομίζω πως αυτό που πηγάζει από τη δική μου φωνή είναι η αλήθεια μου και η αγάπη για τη δουλειά μου, όπως και το ότι ποτέ δεν αντιμετώπισα επιδερμικά τα τραγούδια. Ο Μάνος Χατζιδάκις, τον οποίο δυστυχώς δεν γνώρισα ποτέ, με είχε ακούσει –όπως μου εκμυστηρεύθηκαν δικοί του άνθρωποι– και είχε πει: «Αυτός ο μικρός θα κάνει καριέρα». Αυτά τα καλά του λόγια ίσως με έκαναν να αναζητώ κάθε φορά από το τραγούδι τη στιγμή της ερμηνείας και της καταγραφής της. Να ακούω κάτι με τη φωνή μου έπειτα από χρόνια και να λέω πως κατάφερα να μεταδώσω το συναίσθημα των δημιουργών του.

Και δεν είναι λίγοι οι σημαντικοί δημιουργοί τους οποίους ερμηνεύσατε.

Μέντορές μου θα είναι για πάντα ο Κραουνάκης και η Νικολακοπούλου. Νιώθεις άλλος άνθρωπος και μεγάλη ευγνωμοσύνη. Είναι τεράστιο δώρο να έχεις τραγουδήσει λόγια του Μάνου Ελευθερίου επίσης. Ο Ελευθερίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Μίκης Θεοδωράκης, με τους οποίους έλαχε να συνεργαστώ, μπορεί πλέον να μην είναι εδώ, αλλά μέσω του έργου τους έχουν περάσει στην αθανασία.

Με τον Κραουνάκη μάλιστα βγάλατε πρόσφατα κι ένα καινούργιο τραγούδι.

Ποτέ δεν χαθήκαμε με τον Σταμάτη. Οταν ένιωσα την ανάγκη να πω ένα καινούργιο ζεϊμπέκικο, το ζήτησα από τον Κωνσταντίνο Βελλιάδη. Εκείνος με τη σειρά του ζήτησε από τον Σταμάτη να βάλει στίχους. Μέσα σε μία ώρα ο Σταμάτης μάς έστειλε έτοιμους τους στίχους. Οταν άκουσα το τραγούδι, τρελάθηκα, μου άρεσε πολύ.

Ο Μανώλης Λιδάκης ήταν ένας τραγουδιστής της δικής σας γενιάς. Πώς νιώσατε την ξαφνική αναχώρησή του;

Ηταν σπουδαίος τραγουδιστής με τεράστιο όγκο φωνής. Εμεινε πιστός σε ό,τι ήθελε να κάνει κι αυτό πάντα θα τον τιμάει. Η συνάντησή μας έγινε στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε έρθει για μερικές εμφανίσεις τη δεκαετία του 1980, στο ξεκίνημά του κι αυτός. Αρχικά ήρθε και με είδε στο πρόγραμμα λέγοντας «τον γουστάρω τον πιτσιρικά». Βγαίναμε και τραγουδούσαμε μαζί, κάτι που θεωρώ καθοριστικό για τη δική μου εξέλιξη. Ο θάνατός του δεν είναι μόνο απώλεια για μένα αλλά και για όλους όσοι αγάπησαν τη φωνή του.

Πώς είδατε τη μετάβαση από το format του βινυλίου σ’ αυτό του CD και κατόπιν στις ψηφιακές πλατφόρμες;

Δεν θέλω να φανώ απαισιόδοξος, αλλά μου λείπει το βινύλιο. Η κατάσταση άλλαξε με το CD, μέχρι που κι αυτό υποβαθμίστηκε βλέποντάς το στα περίπτερα και στα σουπερμάρκετ ένθετο μέσα σ’ ένα σωρό άλλα προϊόντα. Μου λείπει λοιπόν το φυσικό προϊόν, αν και τώρα με τις ψηφιακές πλατφόρμες δεν μπορούμε να μην ακολουθήσουμε την εποχή μας. Η δημιουργία δεν μπορεί να σταματήσει, το μόνο που αλλάζει μέσα στα χρόνια είναι η διανομή της τέχνης.

Με δυο λόγια, ποιο είναι το δικό σας ζητούμενο από το τραγούδι;

Το τραγούδι είναι ζήτημα ψυχής. Μπορεί, ακόμη κι αν δεν είναι άρτιο τεχνικά, να βάζει τέτοια ψυχή ο τραγουδιστής που να μην έχει καμία σημασία οτιδήποτε άλλο. Για μένα το 80% κάθε τραγουδιού είναι το δόσιμο της ψυχής κατά την ερμηνεία του.

Θα ήθελα ένα σχόλιό σας για τις συνεχιζόμενες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας με αφορμή το έγκλημα των Τεμπών.

Βλέπω το θέμα, όπως και όλοι οι υπόλοιποι Ελληνες. Με πνίγει το κοινό αίσθημα για όλη αυτή την προσπάθεια συγκάλυψης. Στην Αθήνα δεν μπόρεσα να είμαι, αλλά συμμετείχα στις εκδηλώσεις της Θεσσαλονίκης, βγήκα κι εγώ στον δρόμο. Ισως είναι η αφορμή για να ξυπνήσει ο κόσμος και να παραμείνει ξύπνιος. Οταν έχουν χαθεί τόσες ανθρώπινες ζωές και τόσο άδικα, δεν διαμαρτύρεσαι μόνο για το γιατί, αλλά ζητάς να μην ξαναγίνει ποτέ κάτι τέτοιο.

Documento Newsletter