Παρακολουθήσαμε πρόβα της παράστασης «Ο πεθαμένος και η ανάσταση» του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη που ανεβαίνει στην Εθνική Λυρική Σκηνή και συνομιλήσαμε με τη σκηνοθέτρια Αναστασία Κουμίδου.
Υπάρχει μια ιστορία που προηγείται του πεζογραφήματος «Ο πεθαμένος και η ανάσταση» του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, το οποίο ανεβαίνει στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, σε λιμπρέτο Νικόλα Τζώρτζη και σκηνοθεσία Αναστασίας Κουμίδου. Μήνες πριν από τη συγγραφή του έργου ένας ξάδελφος του συγγραφέα έδωσε τέλος στη ζωή του πηδώντας από τον Λευκό Πύργο. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε την αφορμή για να γράψει ο Πεντζίκης ένα έργο στο οποίο πραγματεύεται το δίπολο της ζωής και του θανάτου, με τον έρωτα να θέτει υπαρξιακά ερωτήματα που απαντώνται στο μυστήριο της ανάστασης. Το σκηνικό του Γιάννη Κατρανίτσα τοποθετεί στα δεξιά της σκηνής το φαρμακείο του Πεντζίκη, τον οποίο υποδύεται ο Αναστάσης Ροϊλός. Διπλοί καθρέφτες απομονώνουν τον χώρο του φαρμακείου, εκεί όπου ο Πεντζίκης ξεδιπλώνει τις σκέψεις του σε έναν παραληρηματικό λόγο. Πάνω στους καθρέφτες οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου δημιουργούν μια οπτική ψευδαίσθηση με τους θεατές να διαθλώνται, δίνοντας την εντύπωση των θαμώνων του φαρμακείου. Στο κέντρο, στο κάτω μέρος μιας σκάλας που εξυπηρετεί τα δραματικά συμβάντα, προβάλλονται μεγεθυμένα μέλη, όπως συμβαίνει στα παραμορφωμένα κινηματογραφικά πλάνα του Ζαν Κοκτό.

Εμπύρετος εσωτερικός μονόλογος
Ισως η λέξη «εμπύρετος» να είναι η πιο ταιριαστή για να περιγραφεί ο λόγος του Πεντζίκη. Ο τρόπος με τον οποίο αφήνεται στις έννοιες πλέκοντας τους λεκτικούς κόσμους του θυμίζει την αυτόματη γραφή του Μπρετόν όπως τη συναντήσαμε για πρώτη φορά στο «Μανιφέστο του υπερρεαλισμού». Ούτε κανόνες ούτε περιορισμοί μπορούν να τιθασεύσουν τον λόγο του Θεσσαλονικιού συγγραφέα που καταργεί τις φόρμες επιστρατεύοντας όχι μόνο τον νου του αλλά και όλες τις αισθήσεις του. Ο μονόλογος του Πεντζίκη δεν είναι απλώς εσωτερικός, είναι και συνειρμικός, μοιάζοντας με τον ρηξικέλευθο χειμαρρώδη λόγο του Τζέιμς Τζόις.
Η μεταφορά του λόγου αυτού στη σκηνή μοιάζει με γρίφο. Η σκηνοθέτρια Αναστασία Κουμίδου, πέρα από τον λόγο, στάθηκε και στο εικαστικό σύμπαν του συγγραφέα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν και το έργο του Πεντζίκη αποκτά συγκεκριμένη δομή για να εξυπηρετήσει τη σκηνική δράση, δεν χάνει ούτε για μία στιγμή τη ροή της ποιητικότητάς του. Οπως σημειώνει η σκηνοθέτρια: «Η γραφή του Πεντζίκη στην πραγματικότητα δεν αποτελεί θεατρική αφήγηση. Η δράση, στην ουσία, παρεμβάλλεται μέσα από τον αυτοαναφορικό λόγο του. Στο συγκεκριμένο έργο η δράση είναι μια ερωτική ιστορία με φόντο τη Θεσσαλονίκη που, ενώ δονείται από την Ιστορία, βιώνει την ήττα της πόλης που πάντα έρχεται δεύτερη. Παίζει εξέχοντα ρόλο η Θεσσαλονίκη στο έργο του Πεντζίκη».
Καλλιτεχνικές συγγένειες με Τάκη Κανελλόπουλο
Η Αναστασία Κουμίδου εξηγεί ότι την απασχόλησε πολύ το πώς θα δώσει σάρκα και οστά σε έναν αδάμαστο λόγο. «Σ’ αυτό με βοήθησε να κάνω εικόνα την ιστορία. Εφτιαξα λοιπόν δώδεκα μικρές σκαλέτες σκιτσάροντας όλη την παράσταση. Να σημειώσω εδώ πως το έργο αναφέρεται στον συγγραφέα και όχι στην ιστορία. Η ιστορία απλώς εξυπηρετεί την παρόρμηση του Πεντζίκη. Βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας μεταμοντέρνας γραφής και προσωπικά εκεί τοποθετώ τον συγγραφέα» λέει.
Η σκηνοθέτρια διάβασε πολλές φορές το κείμενο και παρακολούθησε από την αρχή όλες τις ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου, εντοπίζοντας καλλιτεχνικές συγγένειες με τον συγγραφέα. Οπως τονίζει: «Τα εικαστικά σχήματα στις ταινίες του Κανελλόπουλου συνορεύουν με την εικαστική φύση του Πεντζίκη. Η έννοια του χρώματος στον συγγραφέα είναι πολύ σημαντική. Υπάρχουν στατιστικές μελέτες στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου “Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης” που εξηγούν πώς χρησιμοποιεί τα χρώματα και τους αριθμούς και πώς όλα αυτά μαζί συνθέτουν μια εικόνα όχι λεκτική αλλά εικαστική. Κάτι που εντοπίζουμε για παράδειγμα και στον “Ουρανό” του Κανελλόπουλου».
Στα άδυτα του φαρμακείου
Στην οδό Εγνατίας 114, στο ισόγειο του Mεγάρου Βαρβιτσιώτη, ήταν το φαρμακείο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Εκεί, ανάμεσα στις καμφορές και στους αιθέρες, βρισκόταν το άτυπο γραφείο του μεταπολεμικού λογοτεχνικού περιοδικού «Κοχλίας». Θαμώνες του ήταν ο Τάκης Σινόπουλος, ο Ηλίας Πετρόπουλος και ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, ο οποίος κατοικούσε πάνω από το φαρμακείο. Στην παρέα συναντούσε κανείς τους ζωγράφους Γιάννη Σβορώνο και Τάκη Ιατρού, την αδερφή του συγγραφέα, ποιήτρια και θεατρική συγγραφέα Ζωή Καρέλλη, και τον συγγραφέα Στρατή Δούκα. Εμπνευστές του «Κοχλία» υπήρξαν, εκτός του Πεντζίκη, ο Γιώργος Κιτσόπουλος, ο Λευτέρης Κονιόρδος και ο Γιάννης Σβορώνος.