Η κατάσταση στη χώρα μοιάζει με δυστοπικό σενάριο φιλμ νουάρ.
Επώνυμες που ανταλλάσσουν ηδονικά φιλιά σε τηλεοπτικά πάνελ στημένης ευζωίας, ιερείς που εκθειάζουν δημόσια εφοπλιστές ιδιοκτήτες καναλιών, εφημερίδων και ποδοσφαιρικών ομάδων, θεωρίες συνωμοσίας που δηλητηριάζουν τον δημόσιο βίο, εμβόλια με νερό και σύριγγες με καπάκια σε ανέμελα μπράτσα, διεθνείς συνωμοσίες, Εβραίοι, μασόνοι, Τζορτζ Σόρος, Μπιλ Γκέιτς, πολυεθνικές, φαρμακευτικές, παγκοσμιοποίηση, πολέμιοι του Χριστού, του Αλλάχ, του Ιεχωβά, του Βούδα, ακροδεξιοί που μπουκάρουν σε δομές ανηλίκων, δίκες που δεν γίνονται, δίκες που στήνονται, ένοχοι που απαλλάσσονται, αδικήματα που παραγράφονται, συμμορίες που στήνονται και ξεστήνονται εν μια νυκτί, πολιτικά τζάκια που κυβερνούν 100 χρόνια, δάνεια δανεικά κι απλήρωτα (ατέλειωτος είναι ο κατάλογος).
Και όλα τα παραπάνω σε μια χώρα με 17% επίσημη ανεργία, σε μια χώρα που έχει απολέσει το 25% του ΑΕΠ της, που το σκάνδαλο Novartis έγινε «σκευωρία», που η πλειονότητα του κόσμου ζει με 800 ευρώ και οι συνταξιούχοι με 500, σε μια χώρα που δεν παράγει σχεδόν τίποτε, με τις πόλεις σε απόλυτη εγκατάλειψη και τους τοπικούς άρχοντες να παίζουν κολοκυθιά με τον «Μεγάλο περίπατο» και την επαρχία σε διάλυση.
«Δεν περιγράφω άλλο», που θα έλεγε κι ένας συνάδελφος.
Υπάρχει τεράστια ανάγκη να επανέλθει ο δημόσιος διάλογος στις ράγες της σοβαρότητας, της λογικής, των πραγματικών αναγκών της χώρας και των πολιτών της.
Η δημοσιογραφία που παράγει σημαντικό μέρος του δημόσιου διαλόγου, που αξιολογεί τις ειδήσεις και θέτει τα ερωτήματα, που αναζητά τις απαντήσεις και γράφει τις σκαλέτες έχει προ πολλού εκτροχιαστεί σε επιχειρηματικές στενωπούς, μεταφέροντας όχι τα «θέλω» των πολιτών αλλά τα «δεν θέλω» των καναλαρχών.
Το ερώτημα στο ξεκίνημα της νέας χρόνιας είναι αν αλλάζουν και πώς όλα αυτά. Η απάντηση είναι πιο απλή απ’ όσο νομίζουμε: φυσικά και αλλάζουν, αρκεί να το θέλει η πλειονότητα.