«Ο κορονοϊός δεν κάνει διακρίσεις»

Πνευμονολόγοι εξηγούν γιατί νέοι «λυγίζουν» μπροστά σε έναν ιό που χτυπούσε κυρίως ευπαθείς και ηλικιωμένους

Ο αριθμός των νέων ανθρώπων που διασωληνώνονται ή χάνουν τη ζωή τους από κορονοϊό αυξάνεται συνεχώς και η ανησυχία χτυπάει πλέον κόκκινο ακόμη και για τις ηλικίες που μέχρι χθες έμοιαζαν άτρωτες απέναντι στον ιό.

Ο συγκεκριμένος ιός δεν κάνει τελικά διακρίσεις και τα λόγια της διευθύντριας της μονάδας εντατικής θεραπείας του ΑΧΕΠΑ Ελένης Γκέκα αγγίζουν τις πιο ευαίσθητες χορδές μας:

«Οι ηλικίες είναι πολύ μικρές. Πλέον νοσηλεύουμε από 35 χρόνων ανθρώπους, λυγίζουμε μπροστά τους, έχω πιάσει τον εαυτό μου ύστερα από 25 χρόνια σε ΜΕΘ ξεκινώντας από το σπίτι μου να δακρύζω και να λέω τι θα δω σήμερα». Μόλις πριν από λίγες ημέρες άλλωστε η ίδια η ιατρική κοινότητα αποχαιρέτησε συναδέλφους της που νικήθηκαν από τον κορονοϊό ενώ δεν είχαν ξεπεράσει τα 50 τους χρόνια.

Τα νούμερα είναι αδιάψευστος μάρτυρας ότι η ηλικιακή ομάδα που δέχεται χτυπήματα τους τελευταίους μήνες από τον κορονοϊό είναι άνθρωποι νεότερης ηλικίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην ημερήσια έκθεση του ΕΟΔΥ στις 31 Μαΐου τα κρούσματα στην ηλικιακή ομάδα 1839 χρόνων ήταν 844 από την αρχή της πανδημίας, ενώ στις 18 Νοεμβρίου είχαν φτάσει τις 31.664. Στο τέλος του Μαΐου τα κρούσματα της ηλικιακής ομάδας 40-64 ήταν 1.139 ενώ στις 18 Νοεμβρίου ήταν 30.967.

Γιατί όμως νέοι άνθρωποι «λυγίζουν» μπροστά σε έναν ιό που μέχρι χθες χτυπούσε κυρίως ευπαθείς ομάδες και ηλικιωμένους; Τις απαντήσεις δίνουν στο Documento δύο διακεκριμένοι πνευμονολόγοι.

Η μεγάλη διασπορά

«Δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι ο ιός είναι διαφορετικός από αυτόν που ήταν το προηγούμενο διάστημα» επισημαίνει ο αναπληρωτής καθηγητής Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής της Κλινικής Covid-19 του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός Γιάννης Καλομενίδης. «Ούτε έχει αλλάξει κάτι σχετικά με το ότι οι νέοι κινδυνεύουν λιγότερο να νοσήσουν βαριά και να πεθάνουν. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι η διασπορά πλέον είναι εκτεταμένη στην Ελλάδα. Ετσι λοιπόν στο διάστημα που διανύουμε έχουν μολυνθεί κατά κύριο λόγο πιο νέοι άνθρωποι. Από τον Νοέμβριο βλέπουμε να ξεκινάνε να έρχονται ηλικιωμένοι, ακόμη όμως κυριαρχούν στις μολύνσεις οι νεότερες ηλικίες» συμπληρώνει.

«Την άνοιξη» αναφέρει ο κ. Καλομενίδης «είχαμε κυρίως πιο μεγάλους ανθρώπους. Τότε η διασπορά δεν ήταν τόσο εκτεταμένη. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο η διασπορά αφορούσε κυρίως νέο κόσμο που κυκλοφορούσε πιο πολύ, ενώ οι ηλικιωμένοι είχαν μπει σε διαδικασία αυστηρής αυτοπροστασίας. Σεπτέμβριο και Οκτώβριο στην κλινική του Ευαγγελισμού είχαμε είτε νέους ανθρώπους κάτω από 50 είτε ανθρώπους από τα γηροκομεία».

Ξεκάθαρο παραμένει ότι η αποκατάσταση της υγείας των νέων ανθρώπων έχει καλύτερη πορεία όταν νοσήσουν, ωστόσο η διαφορά έχει να κάνει με τον απόλυτο αριθμό.

«Παρότι οι νέοι άνθρωποι έχουν καλύτερη πορεία και αυτό δεν έχει αλλάξει, σαν ποσοστό η πιθανότητα να αρρωστήσουν βαριά και να πάνε στη ΜΕΘ είναι χαμηλή, ωστόσο ο απόλυτος αριθμός έχει αυξηθεί παρά πολύ. Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι η πιθανότητα να νοσήσει βαριά ένας νέος είναι 1%, αν είναι 100 αυτοί που θα μολυνθούν, τότε θα νοσήσει βαριά ένας˙ αν είναι 1.000, θα νοσήσουν δέκα».

Η γενετική προδιάθεση

Από την πλευρά του ο καθηγητής Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας της Ιατρικής Αθηνών Θεόδωρος Βασιλακόπουλος εξηγεί τους λόγους για τους οποίους και ένας νέος άνθρωπος μπορεί να νοσήσει βαριά από τον κορονοϊό.

«Το γεγονός ότι βλέπουμε νέους ανθρώπους να νοσούν βαριά έχει να κάνει με πολλά πράγματα. Μπορεί να έχει να κάνει με το ιικό φορτίο, μπορεί να έχει να κάνει με τη γενετική προδιάθεση. Εχουν περιγραφεί μεταλλάξεις που κάνουν και τους νέους να νοσήσουν σοβαρά από κορονοϊό».

Οπως βέβαια εξηγεί ο κ. Βασιλακόπουλος, αυτό έχει επίσης να κάνει με κάτι που βλέπουμε σε όλες τις ιώσεις. «Ακόμη και στη γρίπη αν νοσήσουν πολλοί άνθρωποι, κάποιοι νέοι ενώ έχουν μικρές πιθανότητες τελικά θα νοσήσουν κι αυτοί και θα νοσήσουν βαριά. Δεν είναι άτρωτοι οι νέοι. Οταν έχουμε τόσο μεγάλη διασπορά σε αυτή την ηλικία είναι προφανές ότι ένα μικρό ποσοστό θα νοσήσει βαριά».

Σημαντικός παράγοντας κινδύνου παραμένουν για όλες τις ηλικίες τα υποκείμενα νοσήματα. «Η παχυσαρκία για παράδειγμα θεωρείται υποκείμενο νόσημα. Ενας νέος 35 χρόνων που είναι υπέρβαρος έχει αυξημένο κίνδυνο από τον κορονοϊό» επισημαίνει ο κ. Βασιλακόπουλος.

Οι ανυποψίαστοι πάσχοντες από ΧΑΠ

Ανάμεσα στους νεότερους ανθρώπους που κινδυνεύουν περισσότερο από άλλους είναι και οι πάσχοντες από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ). Σύμφωνα με την Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία από τον κορονοϊό κινδυνεύουν ιδιαιτέρως οι ασθενείς με ΧΑΠ, μια νόσο που προσβάλλει περίπου το 10% των ανθρώπων άνω των 50 ετών. Μάλιστα αναφέρουν ότι οι ασθενείς με ΧΑΠ διατρέχουν διπλάσιο έως τριπλάσιο κίνδυνο να καταλήξουν σε ΜΕΘ και να διασωληνωθούν. Γι’ αυτό τον λόγο η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία επισημαίνει ότι οι ασθενείς με ΧΑΠ επιβάλλεται να προηγηθούν –μεταξύ άλλων ομάδων– στον επικείμενο εμβολιασμό. Αυτό όμως που προκαλεί μεγάλη ανησυχία είναι ότι το 56% των ασθενών με ΧΑΠ στην Ελλάδα, δηλαδή περίπου 300.000 άνθρωποι, δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν, είναι δηλαδή ανυποψίαστοι για τον επιπλέον κίνδυνο που διατρέχουν από τον κορονοϊό.

—————————–

Θεόδωρος Βασιλακόπουλος Καθηγητής Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

«Δεν είναι άτρωτοι οι νέοι. Οταν έχουμε τόσο μεγάλη διασπορά σε αυτή την ηλικία είναι προφανές ότι ένα μικρό ποσοστό θα νοσήσει βαριά»

Ετικέτες