Σύμφωνα με δηλώσεις της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η εξάπλωση της νόσου Covid-19 έχει οδηγήσει την Ευρώπη στην πιο βαθιά οικονομική κρίση της ιστορίας της – πιο βαριά και από την κρίση του 2008.
Λόγω των χαρακτηριστικών του οικονομικού της μοντέλου της Γερμανίας, αντιμέτωπη με την πρωτόγνωρη αυτή πρόκληση, η μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα της Ευρώπης αναμένεται πως θα υποστεί ιδιαίτερα σοβαρό πλήγμα.
Το 2019 η Κίνα ήταν ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, με τις εμπορικές συναλλαγές των δύο χωρών να αντιστοιχούν σε 205,7 δισ. ευρώ . Με το εξαγωγικό της πλεόνασμα να ανέρχεται σε 293 δισ. δολάρια, η Γερμανία για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά το 2019 βρισκόταν στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης – ακολούθησαν Ιαπωνία (194 δισ.) και Κίνα (183 δισ.). Σύμφωνα με το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (IFO) το ύψος του πλεονάσματος αντιστοιχούσε σε 7,6% του ΑΕΠ της χώρας. Ήδη τον Σεπτέμβριο του 2019 ο επικεφαλής του Ινστιτούτου είχε αναφερθεί στους κινδύνους που εγκυμονεί η συγκεκριμένη κατάσταση, καθώς «η Γερμανία δημιουργεί οικονομικές απαιτήσεις απέναντι στο εξωτερικό, οι οποίες υπερβαίνουν της απαιτήσεις χωρών του εξωτερικού προς τη Γερμανία», σημειώνοντας ότι η χώρα δεν εξάγει μονάχα αυτοκίνητα, εγκαταστάσεις και χημικές ουσίες, αλλά ακόμα και τον δανεισμό μέσω του οποίο τα προϊόντα αυτά χρηματοδοτούνται .
Τα εν λόγω δεδομένα καθιστούν τη Γερμανία ιδιαίτερα ευάλωτη σε οικονομικές διαταράξεις που σημειώνονται σε χώρες του εξωτερικού, όπως υπογραμμίζεται σε κοινή δημοσίευση επτά κορυφαίων οικονομικών ινστιτούτων της χώρας με τίτλο «Οικονομικές συνέπειες της κρίσης του κορονοϊού και μέτρα οικονομικής πολιτικής προς αντιμετώπισή της» η οποία κυκλοφόρησε στις 10.03. Σύμφωνα με απαισιόδοξες εκτιμήσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το παγκόσμιο ΑΕΠ αναμένεται να καταγράψει πτώση 1,5% ενώ άλλοι αναλυτές προβλέπουν ακόμα σημαντικότερη πτώση της τάξης του 7% . Ως σημαντικό μέτρο περιορισμού των αρνητικών επιπτώσεων από τους συντάκτες προκρίνεται η διασφάλιση της ρευστότητας των επιχειρήσεων εκ μέρους του κράτους αλλά και η διεύρυνση της δυνατότητας λειτουργίας τους με μειωμένο ωράριο. Η προτεινόμενη συνταγή υιοθετήθηκε από την πολιτική ηγεσία της χώρας, η οποία ανακοίνωσε την Παρασκευή 13.03 την απεριόριστη χορήγηση δανείων μέσω της δημόσιας τράπεζας επενδύσεων σε επιχειρήσεις όλων των κλάδων της οικονομίας. Αποφασίστηκε επιπλέον η δυνατότητα καθυστέρησης καταβολής φορολογικών υποχρεώσεών των επιχειρήσεων και η ελαστικοποίηση των προδιαγραφών λειτουργίας με μειωμένο ωράριο και μειωμένες κατά έως και 40% αποδοχές για τους εργαζόμενους .
Τα εν λόγω μέτρα τα οποία περιγράφηκαν από τον Γερμανό υπουργό οικονομικών Όλαφ Σολτς ως «μπαζούκα» στον πόλεμο για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας Covid-19, στοχεύουν στη διατήρηση θέσεων εργασίας, μέχρι στιγμής ωστόσο δεν έχουν ανακοινωθεί μέτρα για την αντιμετώπιση της ραγδαίας μείωσης εισόδων πολλών νοικοκυριών, οι οικονομικές υποχρεώσεις των οποίων παραμένουν ίδιες. Υπενθυμίζεται ότι ήδη ανάμεσα στα μέλη της Ευρωζώνης, η Γερμανία είναι η χώρα που καταγράφει τη μεγαλύτερη εισοδηματική ανισότητα . Καθώς κατά τη δεκαετία 2004 – 2014 κατέγραψε όχι μόνο τη μεγαλύτερη αύξηση του ποσοστού απασχόλησης στην Ευρώπη, αλλά και τη μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων φτωχών. Το 2018 ένα στα πέντε παιδιά ζούσε κοντά ή κάτω από το όριο της φτώχειας και 16% των πολιτών που λαμβάνουν επίδομα κοινωνικής πρόνοιας είναι εργαζόμενοι, ο μισθός των οποίων δεν αρκεί για την κάλυψη των βασικών αναγκών. Το ίδιο έτος οι απολαβές 1,4 εκατομμυρίων εργαζομένων δεν υπερέβαιναν τον βασικό μισθό , ενώ 3,8 εκατομμύρια εργάζονταν είχαν ακόμα χαμηλότερους μισθούς . Ο κίνδυνος φτώχειας όσων διαμένουν σε ενοικιαζόμενα ακίνητα – πρόκειται για 50% του πληθυσμού της χώρας –κατά την τελευταία εικοσαετία διπλασιάστηκε. Εξερχόμενος από την κοινή σύσκεψη των κοινωνικών εταίρων και γερμανικής κυβέρνησης, ο πρόεδρος της Γερμανικής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (DGB) Ράινερ Χόφμαν, επεσήμανε την ανάγκη να επεξεργασίας σχεδίου στήριξης χαμηλόμισθων και άλλων επισφαλώς εργαζόμενων.