Έξι μήνες από τότε που άρχισαν οι τρελές αυξήσεις στο ρεύμα καθίσταται σαφές σε όλους ότι η κατάσταση όχι μόνο δεν φτιάχνει αλλά βαίνει επιδεινούμενη. Τα νοικοκυριά τον Φεβρουάριο έλαβαν ακόμη πιο φουσκωμένους λογαριασμούς, όχι μόνο γιατί περιλάμβαναν την υψηλή χειμερινή κατανάλωση αλλά και γιατί σε πολλές περιπτώσεις δεν περιλάμβαναν την έστω και μειωμένη κρατική επιδότηση μηνός Ιανουαρίου, αφού ο ΔΕΔΔΗΕ δεν κατάφερε να βγάλει άκρη με τη σύνδεση ΑΦΜ πρώτης κατοικίας με αριθμούς μετρητή. Το ίδιο ισχύει και για τις επιχειρήσεις με υψηλή κατανάλωση, παρότι επιδοτήθηκαν για πρώτη φορά αυτό τον μήνα με 50% του επιπλέον κόστους ρεύματος.
Όλοι τελικά τον μήνα αυτό κλήθηκαν να πληρώσουν το ρεύμα σε τετραπλάσια τιμή από ό,τι πέρσι και πάνω σε αυτά μάθαμε ότι η Κομισιόν ετοιμάζει έγγραφο με το οποίο δίνει μια ζοφερή εικόνα για τη διάρκεια της παρούσας ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης, αναγνωρίζοντας για πρώτη φορά επίσημα πως οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια, τουλάχιστον έως το 2023, τροφοδοτώντας μια βόμβα διασποράς του πληθωρισμού που θα πλήξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, όπως κι εμείς στο Documento αρχίσαμε να λαμβάνουμε περισσότερα μηνύματα από αναγνώστες σχετικά με τους φουσκωμένους λογαριασμούς ρεύματος, έτσι κι ο κόσμος αποφάσισε επιτέλους να αντιδράσει και πήγε μαζικά στα γραφεία των κυβερνητικών βουλευτών.
Η πίεση του κόσμου έφτασε στη Βουλή
Την περασμένη Δευτέρα, 21 Φεβρουαρίου, είχαμε το πρώτο σημάδι ότι ο κόμπος φτάνει στο χτένι, όταν τέσσερις βουλευτές της ΝΔ σε συνεδρίαση της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου με άλλη, άσχετη ημερήσια διάταξη άδραξαν την ευκαιρία της εκεί παρουσίας του υπουργού Ενέργειας Κώστα Σκρέκα για να μεταφέρουν την αγωνία των πολιτών και των επιχειρήσεων για τους φουσκωμένους λογαριασμούς του ρεύματος.
Τι είπαν οι τέσσερις βουλευτές της ΝΔ; Πρώτον, ότι «η πίεση στα βουλευτικά γραφεία για το ζήτημα των λογαριασμών από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις είναι πρωτοφανής», δεύτερον, ότι στον κόσμο «δεν έχουν φανεί τα 2 δισ. που η κυβέρνηση λέει ότι έχει δαπανήσει», τρίτον ότι «είναι θέμα πλέον βιωσιμότητας, είναι υπαρξιακό ζήτημα για πολλές επιχειρήσεις και για πολλές αγροτικές εκμεταλλεύσεις το ενεργειακό ζήτημα» και καταληκτικά (διά στόματος του Χρ. Μπουκώρου): «Δηλαδή τι περιμένουμε τώρα, μόνο την αποκλιμάκωση των τιμών; Για να ξέρουμε κι εμείς τι θα πούμε στον κόσμο. Αν περιμένουμε την αποκλιμάκωση των τιμών, είναι σαν να περιμένουμε το μοιραίο τέλος».
Τα τρία σφάλματα της κυβέρνησης
Αλλά υπήρξε και δεύτερο σημάδι ότι ο κόμπος φτάνει στο χτένι και το είδαμε στην αυξημένη προθυμία των ελληνικών media να δώσουν χώρο και να προβάλουν φωνές ανθρώπων με βαθιά γνώση της αγοράς ενέργειας ώστε να αναδείξουν, με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, τα τρία μείζονα σφάλματα της ενεργειακής πολιτικής της κυβέρνησης της ΝΔ, τα οποία ευθύνονται γι’ αυτή την εκρηκτική αύξηση του ρεύματος που πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, μόνο όμως στην Ελλάδα και όχι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, παρά τον πράγματι ευρωπαϊκό χαρακτήρα της παρούσας ενεργειακής κρίσης.
Πρόωρη απολιγνιτοποίηση. Το πρώτο σφάλμα έχει να κάνει με την επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη για πρόωρη απολιγνιτοποίηση, που αρχικά έγινε για λόγους μάλλον επικοινωνιακούς αλλά πλέον η ΔΕΗ και η Ελλάδα φαίνεται να είναι εγκλωβισμένες σε αυτήν.
Σε μια συγκυρία συνεχούς και μεγάλης αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου λόγω της συγκεκριμένης επιλογής της ΝΔ, η Ελλάδα υπήρξε η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση που αύξησε την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, ενώ οι άλλες τη μείωναν προς όφελος του άνθρακα, αυξάνοντας έτσι τις τιμές της χονδρικής ενέργειας περισσότερο απ’ ό,τι άλλες ευρωπαϊκές χώρες (το ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι αυτό αναγνωρίζεται πλέον, έστω και απρόθυμα, και από ανθρώπους όπως ο πρόεδρος της ΡΑΕ Αθανάσιος Δαγούμας και ο σχεδιαστής του σημερινού συστήματος, καθηγητής του ΕΜΠ Παντελής Κάπρος). Και, το χειρότερο, παρότι ο ΔΕΔΔΗΕ τον περασμένο Νοέμβριο συνέστησε την επαναφορά λειτουργίας όλων των λιγνιτικών μονάδων προκειμένου να μην υπάρξει κίνδυνος μπλακάουτ τον χειμώνα, η κυβέρνηση δεν μπορεί πλέον να κάνει σημαντικά βήματα προς τα πίσω, γιατί στη βάση αυτής της απόφασης για πρόωρη απολιγνιτοποίηση η ΔΕΗ εξέδωσε «πράσινα» ομόλογα ύψους 1.265 δισ. ευρώ και αν δεν πετύχει τους στόχους μείωσης των εκπομπών ρύπων που έθεσε, θα αυξήσει το κόστος δανεισμού της.
Απουσία διμερών συμβολαίων. Το δεύτερο σφάλμα έχει να κάνει με το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών όπου νοικοκυριά και επιχειρήσεις προμηθεύονται ηλεκτρικό ρεύμα με διμερή συμβόλαια σε σταθερές τιμές, οι οποίες το 2021 αυξήθηκαν τελικά λιγότερο από 10% και όπου μόνο το 20% της ενέργειας περνά μέσα από το χρηματιστήριο, στην Ελλάδα δεν υπάρχει δυνατότητα τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να προμηθευτούν ρεύμα με διμερή συμβόλαια και όλες οι συναλλαγές περνούν μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας. Αυτό έχει θεσπιστεί επειδή οι εναλλακτικοί πάροχοι, που είναι ανταγωνιστές της ΔΕΗ, είτε δεν έχουν δική τους παραγωγή ενέργειας είτε έχουν πολύ περιορισμένη, οπότε όλοι τους πρέπει να αγοράζουν από τη ΔΕΗ για να πουλήσουν. Ομως στη ΔΕΗ, που έχει μεγάλη παραγωγή και θα μπορούσε να πουλά ενέργεια με διμερή συμβόλαια, δεν επιτρέπεται να το κάνει, στο όνομα της υποχρέωσης της χώρας απέναντι στους δανειστές να δημιουργήσει «ελεύθερη αγορά» ενέργειας με πολλές ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις.
Αγορά-ξέφραγο αμπέλι στη διάθεση των καρτέλ. Τέλος, υπάρχει και ένα τρίτο σφάλμα, που έχει να κάνει με την άρνηση της κυβέρνησης της ΝΔ να προωθήσει παρεμβάσεις ώστε να σπάσει το καρτέλ που, όπως ορισμένοι γνώστες της αγοράς αναφέρουν, ανεβάζει τεχνητά τις τιμές.
Για τις στρεβλώσεις ανταγωνισμού στην αγορά χονδρικής έχει μιλήσει ο πρώην διοικητής της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης, τονίζοντας ότι «όλη η αγορά είναι τέσσερις παίκτες, η ΔΕΗ και τρεις ιδιώτες», και ότι «αν ένας ήθελε να χαλάσει τη δουλειά, ρίχνοντας τις τιμές, τη χαλάει». Προφανώς όμως κανείς δεν θέλει να «χαλάσει τη δουλειά» γιατί όλοι κερδίζουν από αυτήν, όπως δείχνει το γεγονός –έχει επισημάνει ο Μ. Παναγιωτάκης– ότι κατά την τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου, με μέσο κόστος παραγωγής 170 ευρώ, η μέση τιμή χονδρικής έφτανε τα 268 ευρώ, δηλαδή 68,5% ψηλότερα. Για εναρμονισμένες πρακτικές έχει μιλήσει επίσης επανειλημμένα ο Αντώνης Κοντολέων, πρόεδρος της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, τονίζοντας ότι οι τιμές στη χονδρεμπορική διαμορφώνονται σε όποιο επίπεδο θέλουν οι τέσσερις μεγάλοι παίκτες και γι’ αυτό τον λόγο η ενεργειακή κρίση στην Ελλάδα θα εξελιχθεί όπως θέλουν αυτοί για να διασφαλίζουν τα κέρδη τους.
Θα μπορούσε όμως να κάνει κάτι η κυβέρνηση για να «χαλάσει τη δουλειά»; Θα μπορούσε –και της προτάθηκε μόλις πριν από δύο μήνες από τον πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού Ιωάννη Λιανό– να επεκτείνει τη δικαιοδοσία της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην αγορά ενέργειας, όπως ισχύει και στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η πρόταση αυτή όμως απορρίφθηκε από την κυβέρνηση, πιθανότατα επειδή δεν θέλει να ενοχλήσει τους τέσσερις μεγάλους παίκτες του κλάδου, που έχουν κάθε λόγο να θέλουν να παραμείνει ξέφραγο αμπέλι η αγορά χονδρικής για να κερδίζουν οι ίδιοι, σε βάρος προφανώς των νοικοκυριών και συνολικά της εθνικής οικονομίας.