Λογοκρισία μετά μουσικής από τον Μεταξά στη χούντα

Το διάταγμα Αγγελή με το οποίο απαγορεύονται τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη από τη χούντα

Ο ερευνητής Δημήτρης Χαλιώτης μιλάει για τα προφανή αλλά και τα απρόσμενα άσματα που λογοκρίθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό με αφορμή τη μουσική παράσταση «Τα λογοκριμένα» στις 5/4 (20.30) στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας».

Ποιος δικτάτορας καθιέρωσε επίσηµα τη λογοκρισία στην Ελλάδα; Γιατί βρέθηκαν στο στόχαστρο τα «χασικλίδικα» ρεµπέτικα, τα «µπεµόλια» και οι αµανέδες; Υπάρχει λόγος που τα ρεµπέτικα της Κατοχής αποκλείστηκαν από τη δισκογραφία; Ποιοι είναι οι στίχοι στο τραγούδι «Μπέµπα» που θεωρήθηκαν υπόνοια παιδεραστίας και γιατί έβγαλαν φάλτσο τον Μίκη Θεοδωράκη; Η αφήγηση του δηµοσιογράφου – ερευνητή ∆ηµήτρη Χαλιώτη ξεδιπλώνει τις πιο σηµαντικές και πιο απρόσµενες περιπτώσεις λογοκρισίας από την εποχή του Ιωάννη Μεταξά έως τα early 90s.

Δημήτρης Χαλιώτης

Η κρατική προληπτική λογοκρισία –η παράσταση εστιάζει σε αυτό το κοµµάτι γιατί άτυπη λογοκρισία υπάρχει µέχρι και σήµερα– νοµοθετείται από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά το 1937 µε τους αναγκαστικούς νόµους 445 και 446 και αρµόδιο για την τήρηση του νόµου καθίσταται το νεοσυσταθέν υπουργείο Τύπου και Τουρισµού. «Η παράσταση διατρέχει ιστορίες λογοκρισίας από το 1937 έως το 1993. Αρκετοί πιστεύουν ότι η λογοκρισία στο τραγούδι τελειώνει µε τη χούντα, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Μετά την πτώση της δικτατορίας ατονεί η πολιτική λογοκρισία και επικρατεί κυρίως η ηθική (π.χ. σε µια αθυρόστοµη κουβέντα του Τζίµη Πανούση ή της Κατερίνας Γώγου). Σύµφωνα µε τη δική µου έρευνα, το τελευταίο κρούσµα λογοκρισίας εµφανίζεται το 1991 στο τραγούδι “Υπεραγορά” της Λένας Πλάτωνος – υπάρχει επίσηµη απόφαση της επιτροπής του υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως η οποία στοχοποιεί το κοµµάτι για βλάσφηµους στίχους που παραποιούν το Πιστεύω. Αυτό θεωρείται “ανεπίτρεπτο” και “προκλητικό” από το αρµόδιο υπουργείο και το άλµπουµ κυκλοφορεί µε το χαρακτηριστικό ταµπελάκι της λογοκρισίας» αναφέρει ο ∆ηµήτρης Χαλιώτης.

Διαφήμιση του τραγουδιού «Βαρβάρα» στο περιοδικό «Νέα Τραγούδια»

Οι αµανέδες από την Ανατολή και η κόρη του Μεταξά

Οι πρώτοι που λογοκρίνονται  από τον Ιωάννη Μεταξά είναι οι ρεµπέτες και ειδικά τα «χασικλίδικα», που µπαίνουν από την αρχή στο στόχαστρο. «Η συγκεκριµένη πρακτική δεν περιορίζεται στους στίχους αλλά επεκτείνεται και στη µουσική. Ο Ιωάννης Μεταξάς σιχαίνεται τους ρεµπέτες, τους θεωρεί “ζωύφια” και “παρακατιανούς” και στοχοποιεί οτιδήποτε του θυµίζει την Ανατολή. Απαγορεύει τα λεγόµενα “µπεµόλια”, δηλαδή τα ηµιτόνια, τις διέσεις και τις υφέσεις, τους αµανέδες και όλη τη σµυρναίικη σχολή του ρεµπέτικου που έχει ευρεία απήχηση εκείνη την εποχή. Αρκετοί καλλιτέχνες αντιδρούν σε αυτές τις αποφάσεις, ωστόσο σηµαντικές προσωπικότητες της διανόησης χαρακτηρίζουν τον αµανέ “απερίγραπτο και ατελεύτητο µηδέν” (Ζαχαρίας Παπαντωνίου), ενώ εφηµερίδες της εποχής πανηγυρίζουν γιατί επιτέλους ανακαλύπτουµε την εθνική µας ταυτότητα».

Το πρώτο τραγούδι που λογοκρίνεται είναι η «Βαρβάρα» του Παναγιώτη Τούντα. «Πρόκειται για ένα κλασικό ρεµπέτικο τραγούδι το οποίο αναφέρεται σε µια γυναίκα που ψαρεύει κεφαλόπουλα και µαυράκια στη Γλυφάδα και περιλαµβάνει αρκετά ερωτικά υπονοούµενα. Το δισκάκι κάνει θραύση στην εποχή του και πουλάει δεκάδες χιλιάδες δίσκους. Σύµφωνα µε τον λαϊκό µύθο, η “Βαρβάρα” σατιρίζει την κόρη του Ιωάννη Μεταξά, για την οποία είχε κυκλοφορήσει η φήµη πως ήταν νυµφοµανής».

Φωτογραφία με λογοκριμένο δίσκο στο ραδιόφωνο

Ο «Μπλόκος» του Τσιτσάνη και το «Χαϊδάρι» του Μάρκου

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι νόµοι του Μεταξά αλλάζουν, ωστόσο διατηρούν το ίδιο σκληρό υπόβαθρο. «Τα ρεµπέτικα µπαίνουν ξανά στο στόχαστρο. Η δισκογραφία σταµατάει ολοκληρωτικά καθώς κλείνει το ιστορικό εργοστάσιο της Columbia. Τα κατοχικά ρεµπέτικα έχουν µεγάλο ενδιαφέρον και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι δεν µπαίνουν στη δισκογραφία ούτε µετά την Απελευθέρωση. Περνούν σχεδόν 40 χρόνια για να δισκογραφήσει κάποια από αυτά ο Γιώργος Νταλάρας στον δίσκο του “Τα ρεµπέτικα της Κατοχής” το 1980. Τα περισσότερα κοµµάτια στρέφονται ευθέως κατά των Γερµανών και τάσσονται υπέρ της κοµµουνιστογενούς Αντίστασης και ίσως γι’ αυτό µένουν στην αφάνεια. Ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει το 1944 το κοµµάτι “Ο µπλόκος” το οποίο αναφέρεται στο µπλόκο της Καλαµαριάς και στην εκτέλεση αγωνιστών. “Βγήκανε νωρίς τα αστέρια, βγήκανε και τα µαχαίρια, οχ µανούλα µου” αναφέρουν οι στίχοι. Αντίστοιχα, ο Μάρκος Βαµβακάρης γράφει το “Χαϊδάρι”, ένα κοµµάτι που περιγράφει τη µαζική εκτέλεση κρατουµένων στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου».

Αστυνομική διάταξη του 1951 για την απαγόρευση τραγουδιών «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Ως πότε πια τέτοια ζωή να ζούμε χωρισμένοι» και «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι»

Επιπλέον, πολλά κοµµάτια κυκλοφορούν κουτσουρεµένα και µε αλλαγµένους στίχους για να περάσουν από τη λογοκρισία. «Ενα χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” του Απόστολου Καλδάρα, το οποίο γίνεται επιτυχία µε τη λογοκριµένη εκδοχή του. Ο συνθέτης το 1947 ζει στη Θεσσαλονίκη και γράφει το κοµµάτι µες στον Εµφύλιο. Περνώντας ένα σούρουπο µε τα πόδια από τις φυλακές του Επταπυργίου βλέπει στο βάθος τη σιλουέτα ενός κρατούµενου. “Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ και όµως ένα παλικάρι δεν µπορεί να κοιµηθεί. Αραγε τι περιµένει όλη νύχτα ως το πρωί, στο στενό το παραθύρι που φωτίζει το κελί” αναφέρουν οι αρχικοί στίχοι. Ακόµη ένα πασίγνωστο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη που δισκογραφείται αλλά µπαίνει αµέσως στις λίστες λογοκρισίας είναι το “Κάποια µάνα αναστενάζει”, το οποίο είναι γνωστό ότι το τραγουδούσαν οι κρατούµενοι στη Μακρόνησο. Οι “Φάµπρικες” του Τσιτσάνη –ένα τραγούδι-ύµνος στην εργατική τάξη– το οποίο κυκλοφορεί στις αρχές της δεκαετίας του ’50 επίσης λογοκρίνεται».

Η καπετάνισσα του Πειραιά και η παιδεραστία

Εκείνη την περίοδο είναι τέτοια η παράνοια της λογοκρισίας που κόβονται και τραγούδια χωρίς πολιτικό περιεχόµενο, όπως η «Πειραιώτισσα» του Γιάννη Παπαϊωάννου. «Οι αρχικοί στίχοι του τραγουδιού έλεγαν “Απ’ την ώρα στο λιµάνι που σε µπάνισα, σ’ έχω βάλει στην καρδιά µου καπετάνισσα”. Το 1949 ο συνειρµός της λογοκρισίας πηγαίνει στους καπετάνιους του ∆ΣΕ και ο Παπαϊωάννου αλλάζει τους στίχους για να περάσει από το ψαλίδι. Επίσης λογοκρίνονται τραγούδια από το ελαφρύ ρεπερτόριο. Ενα από αυτά είναι η “Μπέµπα” του Μιχάλη Σουγιούλ, που βρίσκεται σε λίστα µε απαγορευµένα κοµµάτια στις αρχές της δεκαετίας του ’50 από την Αστυνοµική ∆ιεύθυνση Αθηνών. Πέρα από το πικάντικο περιεχόµενο, στην επιθεωρησιακή εκδοχή του τραγουδιού οι στίχοι έχουν υπόνοια παιδεραστίας αναφερόµενοι σε ένα θείο που παίρνει την µπέµπα στα γόνατά του και της ζητάει να µην το µάθει ο µπαµπάς. Θύµα της λογοκρισίας πέφτει και η Σοφία Βέµπο το 1956, καθώς απαγορεύεται η ραδιοφωνική µετάδοση του τραγουδιού “Κανελλιά” για ηθικούς λόγους».

Θεοδωράκης, Χατζιδάκις και Ξαρχάκος εναντίον της λογοκρισίας (δημοσίευμα της «Καθημερινής» τον Ιούλιο του 1966)

Στην πορεία εµφανίζεται και το τεράστιο κεφάλαιο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος µπαίνει από την αρχή στο στόχαστρο της λογοκρισίας καθώς ήδη είναι γνωστός στις αρχές. «Είναι πολύ αστείος ο τρόπος µε τον οποίο η επιτροπή λογοκρισίας αποφασίζει να κόψει το πρώτο του άλµπουµ “Λιποτάκτες” µε τη δικαιολογία ότι ο τραγουδιστής (ο Μίκης δηλαδή) είναι φάλτσος. Ο Μάνος Χατζιδάκις επίσης λογοκρίνεται αρκετές φορές. Ενα από τα τραγούδια που θεωρήθηκε ότι προσβάλλουν τον θεσµό της βασιλείας είναι το “Κι ήταν που λέτε µια φορά» από τον δίσκο “Παραµύθι χωρίς όνοµα”, το οποίο αναφέρει στους στίχους “είχαµε έναν βασιλιά καλό ανθρωπάκι”. Επίσης ραδιοφωνική λογοκρισία για ηθικούς λόγους υφίσταται και η «Μαύρη Φορντ», παρότι το κοµµάτι ακούγεται κανονικά στο θέατρο».

Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ανήκει στον αριστερό χώρο, όµως κρατάει εξαιρετικά επιθετική στάση απέναντι στη λογοκρισία και µάλιστα τη δεκαετία του ’60 οργανώνει σχετική εκστρατεία µε τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Σταύρο Ξαρχάκο. «Η λογοκρισία µοιάζει µε ένα περβόλι όπου µόνο λουλούδια δεν µπορούν να ανθίσουν. Τη σιχαίνοµαι» λέει ο Χατζιδάκις και η κυβέρνηση τον κατηγορεί ότι παρασύρεται από το αντιπολιτευτικό µένος του Μίκη. Ο Χατζιδάκις υποστηρίζει δηµόσια ότι η κίνηση αυτή αποτελεί δική του πρωτοβουλία και η εφηµερίδα «Εµπρός» τον χαρακτηρίζει κοµµουνιστή. Το 1965 λογοκρίνεται και το «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» του Σταύρου Ξαρχάκου, συγκεκριµένα ο στίχος «πέφταµε φωνάζοντας “κάτω οι Γερµανοί”». «Το 1965 υπήρχε ακόµη φόβος να µιλήσουµε ανοιχτά για τη γερµανική κατοχή» υπογραµµίζει ο ∆. Χαλιώτης.

Tο καχεκτικό πουλί της «εθνοσωτηρίου»

Στη χούντα ο παραλογισµός της λογοκρισίας είναι απόλυτος. «Ο Μίκης απαγορεύεται µε διάγγελµα ήδη από το 1967 και η Μελίνα Μερκούρη χάνει την ελληνική ιθαγένεια. Οι λογοκριτές στο κρατικό ραδιόφωνο χαράσσουν τις επιφάνειες των δίσκων, τοποθετούν µπογιές και µονωτικές ταινίες για να είναι βέβαιοι ότι δεν θα υπάρξει κάποιο παραστράτηµα από τους παραγωγούς τις βραδινές ώρες. Μια ενδιαφέρουσα ιστορία αφορά το τραγούδι “Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη” το οποίο έγραψε ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος το 1968 στο Παρίσι εµπνεόµενος από τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα και τις βόλτες που έκανε στα οδοφράγµατα της εξέγερσης. Οταν το τραγούδι φτάνει στον Αλέξανδρο Πατσιφά της Λύρας του λέει ότι δεν πρόκειται να περάσει από τη λογοκρισία και ο Νιόνιος σκαρφίζεται ένα κόλπο και του αλλάζει τίτλο. Το κοµµάτι “Η θεία Μάρω” του Σαββόπουλου είναι εµπνευσµένο από την κυρία Μάνου –µια κρατούµενη, µέλος του ΚΚΕ– η οποία φρόντιζε αρκετό κόσµο µες στη φυλακή. Επίσης, λογοκρίνεται το “Πέταξε ένα πουλί”, ένα τραγούδι από το ελαφρύ ρεπερτόριο γιατί θεωρείται ότι προσβάλλει το πουλί της “εθνοσωτήριου επαναστάσεως”. Το “Θα κλείσω τα µάτια” του Ακη Πάνου γίνεται γνωστό µε εντελώς διαφορετικούς στίχους. “∆εν ήρθανε για εµάς τα καλοκαίρια και έγινε η ζωή τόσο βαριά” αναφέρουν οι αρχικοί στίχοι που διαθέτουν έντονο κοινωνικό περιεχόµενο».

Κατά τη διάρκεια της µεταπολίτευσης καταργείται η προληπτική λογοκρισία, υπάρχει όµως ακόµη ο νόµος που της επιτρέπει να υφίσταται. «Η πολιτική κατάσταση παραµένει τεταµένη, εποµένως διατηρούνται φαινόµενα πολιτικής λογοκρισίας. Για παράδειγµα, το 1976 λογοκρίνονται οκτώ κοµµάτια από τον δίσκο “Τα τραγούδια µας” του Μάνου Λοΐζου και του Φώντα Λάδη, τα οποία απαγορεύεται επίσηµα να µεταδοθούν από τα
ραδιοτηλεοπτικά µέσα. Το “Μακρύ ζεϊµπέκικο για τον Νίκο” που έγραψε ο Σαββόπουλος για τον Κοεµτζή µεταδίδεται από το Τρίτο Πρόγραµµα το 1979 από τον ραδιοφωνικό παραγωγό Γιώργο Μητρόπουλο. Ο υπουργός Προεδρίας Αθανάσιος Τσαλδάρης παίρνει τηλέφωνο ουρλιάζοντας στην ΕΡΤ προκειµένου να διαµαρτυρηθεί για το συγκεκριµένο τραγούδι και όταν το περιστατικό φτάνει στα αυτιά του Μάνου Χατζιδάκι (ήταν τότε διευθυντής) καλεί τον παραγωγό στον Μαγεµένο Αυλό και του ζητάει να επαναλάβει τη µετάδοση του δίσκου την επόµενη µέρα» ολοκληρώνει ο ∆ηµήτρης Χαλιώτης.

INF0

«Τα λογοκριμένα». Μουσική παράσταση του Δημήτρη Χαλιώτη. Ερμηνεύουν ο Κώστας Μακεδόνας, η Ρίτα Αντωνοπούλου και το Εργαστήρι Ελληνικής Μουσικής 5/4 (20.30) στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας»