O Κένζο στην Εδέμ του στιλ

Λίγα λόγια για τον Ιάπωνα μετρ που πρώτα κατέκτησε τη μόδα στο Παρίσι και στη συνέχεια σε όλο τον κόσμο

Πολύ προτού οι συμπατριώτες του Ισέι Μιγιάκι, Ρέι Καβακούμπο και Γιότζι Γιαμαμότο γίνουν πολύτιμα διαμάντια της μόδας, υπήρχε ο Κένζο Τακάντα. Διαφορετικός στα όρια από τους συναδέλφους του που επένδυσαν σε πειραματικές φόρμες και σκοτεινές παλέτες αποδομώντας το στιλ, ο Κένζο προτίμησε να φέρει στη μόδα την άνοιξη με έντονα prints, εκρηκτικές παλέτες, σχέδια και κοψίματα που ανέπνεαν.

Γεννημένος το 1939 στο Χιμέτζι στην Ιαπωνία, ως παιδί συναναστράφηκε γκέισες, πελατεία στην οικογενειακή ξενοδοχειακή επιχείρηση, έμαθε τις περίτεχνες τεχνικές των ιαπωνικών κιμονό από τη μητέρα του και εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Kobe City University of Foreign Studies για να γίνει ο πρώτος άντρας που φοίτησε ποτέ στο Bunka Fashion College του Τόκιο. «Το να είσαι δημιουργικός ήταν ταμπού στην Ιαπωνία των 50s. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο οι γονείς μου αντιτάχθηκαν στην ιδέα να εργαστώ στη μόδα» είχε πει στους «Financial Times» το 2019.

Επινοητής ενός παραδείσου και μιας ζούγκλας

«Η Ιαπωνία μετά τον πόλεμο ήταν απαίσια. Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Μια καθημερινότητα στερημένη από χαρά» είχε πει δικαιολογώντας την απόφασή του να ανακαλύψει το Παρίσι, ξεκινώντας ένα ταξίδι ζωής με αφετηρία τη Γιοκοχάμα, όπου επιβιβάστηκε στο πλοίο με προορισμό τη Μασσαλία. Την 1η Ιανουαρίου 1965 αποβιβάζεται στη Γαλλία. Το εξάμηνο που υπολόγιζε ότι θα ζούσε σε αυτήν τη δεύτερη πατρίδα του διήρκεσε τελικά 55 χρόνια.

Εμπνευσμένος από τον ήρωά του, τον Ιβ Σεν Λοράν, ο Κένζο κουβάλησε στη «θλιβερή και ζοφερή πόλη» –το Παρίσι τού τότε– την άνοιξη. Η παρισινή σκηνή μόδας στη δεκαετία του 1960 ήταν βαρετή, συντηρητική, ιδανικό πεδίο δράσης για τον Ιάπωνα που ως άλλος Ανρί Ρουσό στη μόδα θα υπερνικούσε τη χλεύη των αστικών σαλονιών με θράσος πρωτόγνωρο. Πουλώντας περιστασιακά σχέδια σε οίκους μόδας, ο 31χρονος Κένζο ανοίγει την πρώτη του μπουτίκ, το Jungle Jap, στη στοά Galerie Vivienne το 1970.

Διακοσμεί τους τοίχους του μαγαζιού του με τεράστιες τοιχογραφίες γεμάτες γυμνές φιγούρες μέσα σε μια ζούγκλα και βάζει ακόμη ένα στοίχημα. Ηθελε να δώσει θετικό πρόσημο στον υποτιμητικό όρο «Jap». Αυτή η λέξη για τον ίδιο θα γινόταν συνώνυμη με την ομορφιά και τη δημιουργικότητα, όχι με τον πόλεμο και τα τραύματά του. «Οταν το “Elle” έκανε εξώφυλλο μια από τις δημιουργίες μου ο κόσμος άρχισε να μαθαίνει το όνομά μου. Εναν χρόνο μετά, το 1971, στην πρώτη επίδειξη μόδας που έστησα οι συντάκτες μόδας από όλο τον κόσμο έμαθαν το όραμά μου» έλεγε.

Το Παρίσι το βράδυ και η χρυσαλλίδα της εικόνας

Σε αντίθεση με τις δύσκολες τεχνικές ραπτικής που επικρατούσαν στη γαλλική μόδα, ο Κένζο έφερε στην πασαρέλα πλεκτά και χαλαρές φόρμες που δεν εγκλώβιζαν το σώμα, έχοντας κατακτήσει με ευκολία τον τίτλο του πρώτου σχεδιαστή μόδας που καθιέρωσε την casual κομψότητα, μια δήλωσή του που τράβηξε την προσοχή του Ιβ Σεν Λοράν. «Ο Κένζο ήταν ο πρώτος ουσιαστικός ανταγωνιστής του Ιβ» έχει πει η μούσα του Σεν Λοράν Λουλού ντε λα Φαλέζ στην Αλίσια Ντρέικ.

Η επωνυμία Kenzo καθιερώθηκε το 1976 για να κατακτήσει με τη θεατρικότητα των σόου του την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Σε ένα από αυτά που έστησε στο Studio 54 το 1977 η Γκρέις Τζόουνς τραγουδούσε όσο η Τζέρι Χολ δειγμάτιζε τις δημιουργίες του σε ένα αυτοσχέδιο τσίρκο της νύχτας.

Η Kenzo άγγιξε την κορυφή της δημοφιλίας της στα γενναιόδωρα 80s. Το brand εξαγοράστηκε από τον κολοσσό της πολυτέλειας LVMH το 1993, με τον ίδιο να ορίζει την αισθητική του για έξι χρόνια πριν από τη συνταξιοδότησή του. Μια απόφαση που πήρε όταν κουράστηκε να θρηνεί πολλούς στενούς ανθρώπους στη ζωή του, συμπεριλαμβανομένου του συνεταίρου και συντρόφου του Xavier de Castella.

Αέναα ερωτευμένος με την τέχνη και την εικόνα, ο Κένζο δεν άφησε ποτέ το ταλέντο του στην άκρη. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του καταπιάστηκε με τον σχεδιασμό κοστουμιών για το λυρικό θέατρο, σχεδίασε τις στολές για την ιαπωνική αποστολή στην Ολυμπιάδα της Αθήνας το 2004, δημιούργησε δύο αρώματα με την Avon, σχεδίασε σκελετούς γυαλιών για την ιαπωνική Masunaga, φιλοτέχνησε έργα για εκθέσεις σε Παρίσι και Μόσχα.

Ο θάνατός του από τον κορονοϊό στις 4 Οκτωβρίου, σε ηλικία 81 χρόνων, τον βρήκε να δουλεύει τα κοστούμια για το ανέβασμα της «Madama Butterfly» του Πουτσίνι. Η κληρονομιά του στο στιλ είναι ένα πηγαίο λιμπρέτο ζωής στο διηνεκές.