Χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια συζήτησης με θέμα την τότε επαπειλούμενη επιβολή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα, επιχειρηματολογούσα σε ραδιοφωνική εκπομπή υπέρ της υποχρέωσης του δημοσίου να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τα μεταπτυχιακά προγράμματα στα πανεπιστήμια.
Στη συζήτηση παρενέβη μια κυρία η οποία σε υψηλούς τόνους υποστήριζε τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά προγράμματα με μια λογική που, τότε τουλάχιστον, ηχούσε ξένη για τα ελληνικά ήθη.
«Γιατί να πληρώνω εγώ τα μεταπτυχιακά προγράμματα των παιδιών των… άλλων τη στιγμή που τα δικά μου παιδιά επέλεξαν να μην κάνουν μεταπτυχιακό;» έλεγε.
Η ιδιωτική και κοινωνικά αδιάφορη στάση ζωής απέναντι στο ισότιμο δικαίωμα όλων στη γνώση και μέσω αυτού και στην ανάπτυξη και την ευημερία ήταν τότε ακόμη πρωτόγνωρη.
Η απάντηση που έπεισε, τότε τουλάχιστον, την κυρία να χαμηλώσει τους τόνους ήταν δανεισμένη από τον χώρο της δημόσιας υγείας. Που τότε, ακόμη, δεν αμφισβητούνταν.
«Με την ίδια λογική» ανταπάντησα «γιατί να επιβαρύνεστε εσείς, που είστε υγιής, με τα τεράστια έξοδα της θεραπείας του καρκίνου των… άλλων;».
Θα μπορούσε βέβαια κανείς στην ίδια λογική να ρωτήσει ρητορικά γιατί οι κάτοικοι των νησιών πρέπει να χρηματοδοτούν με τους φόρους τους τη δασική και αντιπυρική προστασία των ορεινών περιοχών της χώρας. Οπως αντίστοιχα και γιατί οι κάτοικοι της ηπειρωτικής Ελλάδας πρέπει να συμβάλλουν στα δρομολόγια της άγονης γραμμής των νησιωτικών περιοχών.
Κι ακόμη γιατί οι κάτοικοι των βόρειων προαστίων της Αθήνας να χρηματοδοτούν τα αντιπλημμυρικά έργα των χαμηλών περιοχών του λεκανοπεδίου…
Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν χρόνια. Τα περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα στα δημόσια πανεπιστήμια σήμερα έχουν δίδακτρα. Οπως δίδακτρα πληρώνουν ακόμη και για τις προπτυχιακές σπουδές τους 20.000 νέοι κάθε χρόνο που λόγω της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΑ) στέλνονται ως πελατεία στα ιδιωτικά κολέγια.
Τα παιδιά των… άλλων, όσων δηλαδή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν με δίδακτρα, έχασαν την ευκαιρία πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση.
Αλλά ακόμη και η ανάγκη δημόσιας χρηματοδότησης της θεραπείας του τελευταίου σταδίου του καρκίνου των… άλλων στα νοσοκομεία, που κάποτε θεωρούνταν αυτονόητη, έφτασε σήμερα να αμφισβητείται.
Αφού ο υποψήφιος βουλευτής Σπύρος Πνευματικός, σε μια έξαρση ειλικρίνειας, αποκάλυψε το κρυφό πρόγραμμα της ΝΔ για τη δημόσια υγεία. Σύμφωνα με το οποίο αντί να αποσκοπούν στην ανακούφιση του πόνου των ετοιμοθάνατων ασθενών, εκείνοι υπολογίζοντας το κέρδος και τη σχέση κόστους – οφέλους τούς εγκαταλείπουν αβοήθητους.
Ο υποψήφιος βουλευτής μπορεί να τιμωρήθηκε για την ειλικρίνειά του στη λάθος στιγμή, τα όσα δήλωσε όμως δεν διαψεύστηκαν ποτέ.
Και να σκεφτεί κανείς ότι όλοι αυτοί οι νεοφιλελεύθεροι σταυροκοπιούνται σε εκκλησίες και καμαρώνουν για την πίστη τους…
Θα τρίζουν τα κόκαλα του Αλέκου Σακελλάριου, ο οποίος στη γνωστή κωμωδία «Σάντα Τσικίτα» βάζει το αφεντικό του φτωχού Βασίλη Λογοθετίδη, ο οποίος προσπαθεί απεγνωσμένα να μαζέψει χρήματα για την εγχείρηση της άρρωστης μανούλας του, να λέει τη σπαρταριστή τότε ατάκα:
«Εβδομήντα πέντε χρόνων και θα κάνει εγχείρηση; Πεταμένα λεφτά, ρε παιδί μου!».
Φτάσαμε στα ανείπωτα. Αυτά που κάποτε ήταν ακραία φαινόμενα και αποτελούσαν αιτία για γέλιο στις κωμωδίες σήμερα συνιστούν πολιτική κανονικότητα και δείκτες… σταθερότητας, τόλμης και βημάτων μπροστά.
*Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι καθηγητής και πρώην πρύτανης ΑΠΘ, μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, υποψήφιος βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης