Ο «Κανίβαλος» του Ντιντιέ Ντενένξ και η αποικιοκρατία

Ο «Κανίβαλος» του Ντιντιέ Ντενένξ και η αποικιοκρατία

Αν και σήμερα ο όρος αποικιοκρατία ακούγεται σαν κατάλοιπο του παλιού κόσμου, φαίνεται πως θα χρειαστούμε πολύ καιρό ακόμη για να κατανοήσουμε τις επιπτώσεις σε βάθος.

Πλέον φαίνεται αδιανόητο ότι κάποτε οι Ευρωπαίοι έστηναν αποικιακές εκθέσεις οι οποίες περιλάμβαναν ανθρώπινους ζωολογικούς κήπους. Φτάνει όμως να θυμηθούμε ότι τα τελευταία αποικιακά ανθρώπινα εκθέματα παρουσιάστηκαν το 1958 στο Βέλγιο όπου μέχρι πέρυσι το άγαλμα του Λεοπόλδου Β΄, του σφαγέα του Κονγκό, φιγουράριζε σε κεντρική πλατεία της Αμβέρσας.

Όσο οι μητροπόλεις ξεζούμιζαν τις αποικίες, είχαν την ανάγκη να δημιουργούν άλλοθι. Έτσι, βόλεψε πολύ η εικόνα του άγριου και απολίτιστου που παρά τις υποτιθέμενες φιλότιμες προσπάθειες των «φωτισμένων» Ευρωπαίων παρέμενε περισσότερο συγγενής του χιμπατζή παρά του homo sapiens. Μια τέτοια πλάνη βόλευε συν τοις άλλοις στην απάλειψη της όποιας ενοχής ότι η απομύζηση των αποικιακών πόρων συνιστά μη χριστιανική πράξη.

Αντίστοιχη περίπτωση υπήρξε και η Νέα Καληδονία, ένα σύμπλεγμα νησιών στον Ειρηνικό ωκεανό ανάμεσα στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, το οποίο με εντολή του Ναπολέοντα Γ΄ καταλήφθηκε από τον ναύαρχο Φεβριέρ Ντεπουάν τον Σεπτέμβριο του 1853. Όπως συνέβαινε συχνά με τις αποικίες, λίγα χρόνια μετά η Γαλλία έστειλε εκεί 22.000 ποινικούς και πολιτικούς κρατουμένους. Ο γηγενής πληθυσμός των Κανάκ περιορίστηκε και εξαιρέθηκε από τις διαδικασίες εξόρυξης του νικελίου που υπήρχε σε αφθονία στην περιοχή, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ανταρτοπόλεμος και σταδιακά να γεννηθούν κινήματα ανεξαρτησίας.

Το 1931 κι ενώ η Γαλλία βρισκόταν ήδη στη δεύτερη αποικιοκρατική της φάση διοργανώθηκε η Διεθνής Αποικιακή Έκθεση του Παρισιού, η οποία διήρκεσε έξι μήνες (Μάιος-Νοέμβριος) και έκοψε 33 εκατομμύρια εισιτήρια. Στόχος ήταν να νιώσει ο γαλλικός λαός ότι τα όρια της χώρας του δεν περιορίζονταν στα τυπικά σύνορα αλλά πως πλέον κάθε Γάλλος πολίτης είχε τη δυνατότητα να γυρίσει τον κόσμο μέσα σε μια μέρα. Εξ ου και στην έκθεση στήθηκαν ομοιώματα ναών από τις αποικίες, ζωολογικοί κήποι και ανθρώπινοι ζωολογικοί κήποι στους οποίους είχαν μεταφερθεί με τη βία αυτόχθονες από την Ασία, την Αφρική και την Ωκεανία.

Οι άνθρωποι αυτοί αναγκάζονταν να δίνουν σόου όλη μέρα χορεύοντας, βγάζοντας κραυγές και ανάβοντας φωτιές, όπως δηλαδή θα υπέθετε ο μέσος Γάλλος της εποχής ότι ζούσαν.

Με αφορμή την έκθεση του 1931 ο Γάλλος συγγραφέας βελγικής καταγωγής Ντιντιέ Ντενένξ, από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του νεο-πολάρ, έγραψε το βιβλίο «Κανίβαλος» το οποίο κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1998 και πρόσφατα στα ελληνικά σε μετάφραση της Μαρίας Θεοχάρη από τις εκδόσεις Oposito. Ο Ντενένξ περιγράφει τι συνέβη το 1931 στη Διεθνή Αποικιακή Έκθεση του Παρισιού όταν 111 Κανάκ μεταφέρθηκαν από τη Νέα Καληδονία στη γαλλική πρωτεύουσα για να συμμετάσχουν ως ατραξιόν, αναγκαζόμενοι να δίνουν κάθε μέρα «αποικιακό» σόου για το κοινό που πίστευε ότι ήταν κανίβαλοι.

«Οι γυναίκες χόρευαν, οι άνδρες σκάλιζαν με ρυθμό τον κορμό του δέντρου, και κάθε πέντε λεπτά κάποιος από μας έπρεπε να πηγαίνει κοντά στα κάγκελα και να βγάζει μια δυνατή κραυγή, δείχνοντας τα δόντια του, για να εντυπωσιάζει τους χασομέρηδες» περιγράφει ο Γκοσενέ, ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής της ιστορίας, ο οποίος αναγκάζεται να αποδράσει από την έκθεση όταν βλέπει να απομακρύνουν την αγαπημένη του μαζί με άλλους Κανάκ, προκειμένου να τους ανταλλάξουν με κροκόδειλους που θα μεταφέρονταν στο Παρίσι από έναν ζωολογικό κήπο της Γερμανίας.

Ο Γκοσενέ περιπλανιέται στο Παρίσι μαζί με τον φίλο του Μπαντιμουάν προκειμένου να βρουν τους συντοπίτες τους. Σε αυτή τους την περιπέτεια έρχονται αρκετές φορές αντιμέτωποι με τους «πολιτισμένους» Ευρωπαίους, από τους οποίους δέχονται απαξίωση και βία, συχνά αναρωτώμενοι σχετικά με το πώς ορίζεται ο άγριος και πώς ο πολιτισμένος. Την περιπέτειά του αφηγείται ο Γκοσενέ το 1988 σε δύο νεαρούς «με τζιν και παρδαλά μακό και βαριά ράστα» οι οποίοι κρατούν όπλα.

Πρόκειται για αντάρτες Κανάκ που σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 διεκδικούσαν την απελευθέρωση από τους Γάλλους. Αυτούς που όταν ο γαλλικός στρατός επενέβη έπειτα από εντολή της γαλλικής κυβέρνησης του Ζακ Σιράκ με πρόεδρο τον Φρανσουά Μιτεράν (με αποτέλεσμα τον θάνατο 19 αυτοχθόνων και δυο αστυνομικών), ο Γάλλος πρόεδρος αποκάλεσε «βαρβάρους», ενώ ο πρωθυπουργός «υπανθρώπους» και «τρομοκράτες».

Ετικέτες

Documento Newsletter