Το πιο σοβαρό πρόβλημα του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι παράγει περισσότερο σαμαρισμό από αυτόν που μπορεί να καταναλώσει ο ίδιος και να αντέξει η χώρα. Με εξαίρεση τον τομέα της οικονομίας όπου ο πρωθυπουργός διατηρεί τη δική του ατζέντα (προσέξτε: ατζέντα, όχι πολιτική), στα υπόλοιπα ο Σαμαράς είναι ο σκιώδης υποβολέας της μητσοτακικής πολιτικής.
Ποιος εκφράζει καλύτερα την εικόνα της σημερινής Νέας Δημοκρατίας; Ο Βορίδης ή ο Χατζηδάκης; Ο Αδωνης ή ο Δένδιας; Τα ερωτήματα είναι ρητορικά. Ο Σαμαράς είναι παρών σε κάθε έκφραση της κυβέρνησης και για όποιον δεν το αντιλαμβάνεται ο πρώην πρωθυπουργός φρόντισε να βγάλει στο κουρμπέτι πάνω από 15 βουλευτές που δηλώνουν ότι τον θέλουν για πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οπερ μεθερμηνευόμενον, ο Σαμαράς κατεβάζει την κυβερνητική πλειοψηφία πολύ κάτω από τους 158 βουλευτές όποτε το θελήσει, αφαιρώντας τους «βουλευτές του» από αυτήν. Το αν θα το θελήσει το γνωρίζει μάλλον καλύτερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την οικογενειακή του ιστορία, που έπρεπε να τον διδάξει ότι ο Καλαματιανός πολιτικός δεν θα ορρωδήσει προ ουδενός για να τον χορέψει καλαματιανό.
Ο Μητσοτάκης περιστοιχίζεται και εκβιάζεται πολιτικά από τους σαμαρικούς που τον ανέδειξαν αρχηγό στο κόμμα. Υπάρχει όμως κάτι ακόμη χειρότερο. Επένδυσε στη ρητορική και την πολιτική Σαμαρά στο μακεδονικό, επιχειρώντας να συσπειρώσει την κομματική ανομοιογενή μάζα συναισθηματικά και αντανακλαστικά. Οδήγησε το κόμμα σε θέσεις πριν από αυτές του 2008, που είχαν διατυπωθεί ως εθνικές θέσεις με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Καραμανλή και με σοβαρή συμβολή της Ντόρας Μπακογιάννη. Ενα εθνικό θέμα που είχε οριοθετηθεί διπλωματικά και πολιτικά και ανέμενε λύση την κατάλληλη στιγμή ο Μητσοτάκης το μετέτρεψε σε μικροπολιτικό και διχαστικό παιχνίδι.
Τι συνέβη όμως τελικώς; Το 75% και πλέον των δηλώσεων της σημερινής κυβέρνησης στα εθνικά θέματα αφορά τις προτροπές της να τηρηθεί η μέχρι πρότινος «προδοτική» συμφωνία των Πρεσπών. Ο Μητσοτάκης αγωνιά μήπως και κάποιο ατύχημα τον φέρει σε νέες περιπέτειες σε σχέση με τη Βόρεια Μακεδονία. Την ίδια ώρα ο σαμαρικός πήχης που έθεσε στο μακεδονικό τον εμφανίζει πολύ χαμηλά σε σχέση με τα προσδοκώμενα. Μπορεί το κομματικό ακροατήριο των τέως μακεδονομάχων να σιωπά, αλλά βράζει περιμένοντας την ευκαιρία να προσάψει συνολικότερα προβλήματα στην πολιτική Μητσοτάκη. Ειδικά αν δεν αποφορτιστεί με διορισμούς στο «επιτελικό κράτος».
Τα ελληνοτουρκικά δεν είναι μακεδονικό και η Τουρκία δεν είναι ο αδύναμος γείτονας στα βόρεια σύνορα με τον οποίο η Δεξιά παρίστανε τον μαχαλόμαγκα επί δεκαετίες. Γι’ αυτόν και για άλλους λόγους ο Μητσοτάκης δεν πειραματίστηκε στα μακεδονομαχικά πρότυπα. Επιπλέον, στην πρώτη συνάντησή του με τον Ερντογάν ο Μητσοτάκης διέπραξε ένα μοιραίο λάθος. Δεν έθεσε, όπως έκανε κάθε Ελληνας πρωθυπουργός ως τότε, το θέμα των παραβιάσεων και του μη σεβασμού των συνόρων. Εναν χρόνο πριν, ωστόσο, το καλοκαίρι του 2018, όταν ο Ερντογάν προκαλούσε όπως συχνά κάνει η Τουρκία, ο Μητσοτάκης απέδιδε τα επεισόδια όχι στην αντικειμενική επιθετικότητα της γείτονος αλλά στην υποτιθέμενη υποχωρητικότητα του Τσίπρα.
Είτε επειδή ο Ερντογάν κατάλαβε ότι έχει να κάνει με υποχωρητική εξωτερική πολιτική είτε επειδή το επέλεξε λόγω συνθηκών, προχώρησε σε επιθετικές ενέργειες απέναντι στην Ελλάδα. Οι φιλικές προς τη ΝΔ εφημερίδες που τον Μάρτιο του 2018 έγραφαν ότι ο Τσίπρας έχει σκοπό τη συνεκμετάλλευση του Αιγαίου ανακάλυψαν ότι «η συνεκμετάλλευση είναι δαιμονοποιημένη». Το κομματικό κοινό του Μητσοτάκη δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να εκδράμει –έστω λεκτικά– για να πάρει την Πόλη και την Αγιά Σοφιά, ενώ το κυβερνητικό επιτελικό προσωπικό της ΝΔ ανακάλυψε ότι αφού πετάει ο γάιδαρος δεν χρειάζονται τα F-16. Τώρα. Γιατί στο άμεσο μέλλον θα χρησιμοποιηθούν μάλλον όσα έχουν συμβεί προκειμένου να γίνουν και οι εξοπλισμοί και να πάρουμε F-16.
Ηταν ακριβώς η στιγμή που ο Μητσοτάκης, τέως μακεδονομάχος και νυν σαστισμένος και αμήχανος απέναντι στην Τουρκία, άρχισε να επικαλείται τη Realpolitik, τη συναίνεση και την ενιαία εθνική πολιτική. Θεώρησε –και καλώς– ότι δεν μπορεί να στηριχτεί στις οιμωγές και στους εθνικισμούς που ο ίδιος υποδαύλισε με το μακεδονικό. Από την πλευρά του ο Αλέξης Τσίπρας πήρε διεθνείς πρωτοβουλίες για τη θωράκιση της χώρας και την καταδίκη της Τουρκίας.
Το πόσο ειλικρινής ήταν ο Ελληνας πρωθυπουργός στις επικλήσεις για εθνική ομοψυχία είναι θέμα που κρίνεται καθημερινά. Ζητά συναίνεση από αυτούς που δέρνει αφού τους ξεγυμνώσει η αστυνομία (του), από τους πολίτες που παρακολουθούν την αποφυλάκιση και την αμνήστευση όσων κατέκλεψαν τη χώρα και από τους πολιτικούς του αντιπάλους, τους οποίους οδήγησε για χατίρι του Σαμαρά σε προανακριτική χωρίς καμία νομική βάση.
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, το οποίο αποτελεί σκληρή έκφραση της πολιτικής, το έλλειμμα Μητσοτάκη άρχισε να διαγράφεται πολύ γρήγορα. Ο πρωθυπουργός εκτός των αντικειμενικών συνθηκών και των αδυναμιών του έχει να αντιμετωπίσει και την ανάγκη διατήρησης της εσωκομματικής ισορροπίας τρόμου με τον Σαμαρά. Αύριο αυτή η επιφανειακή ισορροπία θα είναι η απαίτηση του Σαμαρά να υλοποιηθούν όσα απαιτεί. Μέχρι τέλους, που θα έλεγε και ο ίδιος. Τότε να δούμε αν θα έχουμε επαναληφθεί το 1993 ως φάρσα και σκληρό ανέκδοτο.
Φυσικά, απαιτήσεις δεν έχει μόνο ο Σαμαράς· έχουν και οι βιαστικοί, εν αναμονή ολιγάρχες και μιντιάρχες που ως βουβάλια της διαπλοκής άρχισαν ήδη να μαλώνουν στον βάλτο της για το ποιος έκανε τι. Και αν δεν το κατάλαβε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, φρόντισαν να του το φωνάξουν έξω από τη Βουλή οι πραιτοριανοί αγαπημένοι του Μαρινάκη: «Κράτος δεν είναι ο πρωθυπουργός, κράτος είναι ο Ολυμπιακός». Μείνετε συντονισμένοι. Πριν από την επικράτηση κάποιου μαφιόζου υπάρχει πάντα μακελειό. Και απομακρυνθείτε από τον βάλτο.