Με αφορμή τη θεατρική παράσταση «Νόρα: Το σπίτι της κούκλας» ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Πέτρος Νάκος και η πρωταγωνίστρια της παράστασης Αγγελική Κοντού μας μιλούν για τη σημασία του έργου του Ίψεν, το #MeToo και τι σημαίνει να κάνεις θέατρο στην Ελλάδα του σήμερα.
Στην εποχή του #MeToo και τον κοινωνικό διάλογο που έχει ανοίξει για τις έμφυλες σχέσεις πόσο επίκαιρος είναι ο Ίψεν και η Νόρα ως περσόνα και έργο;
Α.Κ.: Όλα τα θέματα που αναδεικνύει ο Ίψεν στη Νόρα και απηχούν αιτήματα του πρώτου φεμινιστικού κινήματος μέσα από το #MeToo γίνονται εκ νέου επίκαιρα. Αν και o Ίψεν αρνήθηκε ότι γράφει ένα φεμινιστικό έργο είχε στάση υπέρ της γυναικείας απελευθέρωσης και στο έργο περιγράφονται με ενάργεια οι σχέσεις των δύο φύλων με όλους τους περιορισμούς τους. Και εκεί ο Ίψεν έχει πολλά να μας πει ακόμη και σήμερα, σε μια εποχή που μπορεί να έχουμε ξεπεράσει τα βασικά νομικά εμπόδια αλλά τα έμφυλα στερεότυπα καλά κρατούν.
Π.Ν.: Και μιλάμε για μια κοινωνία προοδευτική με τα μέτρα της εποχής της. Οι χώρες του Βορρά έδωσαν σχετικά γρήγορα δικαιώματα στις γυναίκες. Και το έργο είναι απόλυτα σημερινό με την έννοια ότι την περίοδο των 90s-00s που ζούσαμε την περίοδο των πολλών επιλογών και της ευημερίας όλα αυτά έμοιαζαν θέματα λυμένα. Και το γεγονός ότι επανέρχονται όλα αυτά μέσα από το #MeToo σημαίνει ότι έχουμε πολλά ζητήματα άλυτα. Αν και οφείλω να διατυπώσω μια ένσταση και να πω ότι όπου ξανατίθενται στη δημόσια σφαίρα ζητήματα τόσο βασικά δημιουργούνται μηχανισμοί ελέγχου. Εξού και θεωρώ πως το κίνημα πήρε συντηρητική τροπή γιατί δεν οδήγησε σε δομικές αλλαγές πάνω στο πεδίο της καταπίεσης.
Η φιλοσοφία σας έχει ως επίκεντρο το κείμενο. Τι έρχεται να φωτίσει η δική σας ανάγνωση στο έργο;
Π.Ν.: Εμείς μέσα από την ανάδειξη του κειμένου προσπαθήσαμε να κάνουμε αυτόν τον διάλογο των δύο φύλων, να εισφέρουμε τις δύο πλευρές με την καθεμία να καταθέτει τα επιχειρήματά της στο τραπέζι εν πλήρει αλήθεια στο τέλος του έργου και να συμμετάσχει γόνιμα το κοινό στον διάλογο. Για αυτό και φτιάξαμε μια Νόρα άχρονη. Βέβαια πέρα από τις μικρές λεπτομέρειες ο Ίψεν έχει κάνει ήδη όλη τη δουλειά για χάρη μας σε επίπεδο συγχρονισμού με την εποχή μας.
Αναφερθήκατε στο Metoo. Προϊόντος του χρόνου και με τα περιστατικά κακοποίησης στο θέατρο να είναι πρόσφατα έχουμε αφήσει πίσω μας θεωρείται το μοντέλο του παραβιαστικού δάσκαλου;
Α.Κ.: Έχω την αίσθηση ότι φεύγοντας από το προσκήνιο οι παλιότερες γενιές έρχονται μπροστά νέοι άνθρωποι που δεν διέπονται από την ίδια νοοτροπία, οπότε θεωρώ ότι έχει γίνει μια πρόοδος.
Π.Ν.: Το προϊόντος του χρόνου δεν έπαιξε ρόλο, δεν είχαμε αφήσει τίποτα πίσω μας μέχρι να συμβεί το Metoo και δεν είμαι βέβαιος ότι αφήσαμε πίσω μας κάτι, ενυπάρχει ο κίνδυνος να γίνονται όλα πιο σιγασμένα και σιωπηρά. Όσο για τη νεότερη γενιά, υπάρχει η επισφάλεια αυτή η νεότερη γενιά όταν έχει εδραιωθεί να αναπαράγει συμπεριφορές που έχει διδαχθεί και είναι εντελώς παλαιακές. Εξάλλου βιώνουμε διαρκώς μια μάχη μεταξύ εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου κι αυτό δεν θα παύσει ποτέ, όπως και η ανάγκη μας να τασσόμαστε με την πλευρά του αδύναμου σε αυτή τη σχέση.
Ας μιλήσουμε για το Altera Pars. Πως ξεκίνησε η ιδέα της δημιουργίας του χώρου;
Π.Ν.: Προέρχομαι από το «Εμπρός» που τη δεκαετία του ’90 μαζί με το Αμόρε ήταν το πλέον σημαντικό θέατρο στην Αθήνα κι ήμασταν η πρώτη φουρνιά της σχολής. Μας δημιουργήθηκε μια νοοτροπία ομάδας και μας κληροδοτήθηκε ένας ιδιαίτερος τρόπος δουλειάς, μια μέθοδος δύσκολο να τη συναντήσει κανείς σε άλλα θέατρα. Πολύ σύντομα, με το που τελείωσα σχεδόν τη σχολή και μεσολαβούντων δυο-τριών ετών στη «γύρα» μου έλειψε αυτό που γινόταν στη σχολή και όταν συναντηθήκαμε σε μια παράσταση με τη Μίνα Χειμώνα η οποία μοιραζόταν το ίδιο όραμα και λάτρευε το «Εμπρός» αποφασίσαμε να κάνουμε αρχικά μαζί μια παραγωγή. Βρήκαμε πολλά εμπόδια στην προσπάθειά μας να ανεβάσουμε το έργο και στην πορεία αποφασίσαμε να φτιάξουμε έναν χώρο για να στεγάσει αυτό το έργο. Υπήρχε άγνοια κινδύνου στο όλο εγχείρημα, νομίζαμε πως είναι πιο δύσκολο να το δημιουργήσεις παρά να συντηρήσεις έναν τέτοιο χώρο, ενώ τελικά το αντίθετο ισχύει. Τελικά με πολλή προσπάθεια και προσωπική εργασία έγινε γεγονός η πρώτη μας παράσταση, “Handbag” του Μαρκ Ρέιβενχιλ τον Δεκέμβρη του 2002. Θέλαμε αφενός να οικοδομήσουμε κάτι δικό μας και αφετέρου να διαμορφώσουμε τις συνθήκες όπως θέλαμε εμείς και να μην ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους που δεν θέλαμε να συνεργαστούμε.
Ποιο είναι το πλέον δύσκολο κομμάτι του να κάνεις θέατρο σήμερα και τι είδους θέατρο υπηρετεί το Altera Pars;
Π.Ν.: Περάσαμε πολύ δύσκολα πρωτίστως τα χρόνια του Μνημονίου και δευτερευόντως του κορονοϊού από άποψη χρηματοδότησης αλλά και αγοράς. Πρέπει να σημειώσω ωστόσο ότι το εισιτήριο δεν έχει αυξηθεί αισθητά σε σχέση με τις αρχές του ’90 αν κάνουμε την αναγωγή. Αυτό φανερώνει έναν υπερπληθωρισμό για το θέατρο.
Ελπίζω να είμαστε σε φάση άνθισης σε σχέση με το ενδιαφέρον του κόσμου και να μην βιώνουμε κάτι παροδικό. Ζούμε πάντως σε μια εποχή που το θέατρο δεν είναι η πρώτη επιλογή του κόσμου για διάφορους λόγους ένας είναι ότι ο κόσμος μοιάζει να αδυνατεί να παρακολουθήσει κάτι δίχως την αίσθηση της ζωντανής εικόνας. Από την άλλη μιλώντας για το τι είδους θέατρο μας αρέσει να κάνουμε πιστεύω στην ιεραρχία, παρομοιάζω λίγο το θέατρο με τον αθλητισμό, δεν πιστεύω στις βεντέτες και το ελεύθερο παιχνίδι, πιστεύω στην τακτική και στο σύστημα. Για αυτό κρατώ από τις διδαχές των παλιών ότι το θέατρο είναι και πόνος πέρα από χαρά, με την έννοια ότι πρέπει να σκάψεις βαθιά μέσα σου και να θυσιάσεις πράγματα. Σε ό,τι αφορά τις δυσκολίες του να κάνεις θέατρο σήμερα διαπιστώνω ότι δεν έχουμε σωστή αξιολόγηση, σωστή κριτική, θεωρώ ότι έχει στηθεί ένα σύστημα γύρω από διάφορα πολιτιστικά site όπου προβάλλονται οι ίδιοι άνθρωποι. Για παράδειγμα αυτό με την κριτική είναι απαράδεκτο, δεν υφίσταται αντικειμενικότητα και το λέω εγώ που δεν έχω τύχει κακών κριτικών. Έχει τύχει να μην ανεβάζω θετική κριτική γιατί ήταν κάκιστα τα ελληνικά του γράφοντα.
Α.Κ.: Μιλώντας για θέατρο και δυσκολίες το πρόβλημα έγκειται για μένα στις θεατρικές σχολές και την εκπαίδευση συνολικά. Δεν ελέγχονται από πουθενά, δεν υπάρχει η έννοια της αξιολόγησης και το πρόγραμμα σπουδών δεν τηρείται όπως θα έπρεπε, δεν υπάρχουν τα συλλογικά όργανα που οι σπουδαστές των σχολών να διεκδικούν πράγματα. Το δε Υπουργείο που είναι αρμόδιο για την εποπτεία των σχολών είναι ανύπαρκτο. Μοιραία λοιπόν δεν μπορείς να έχεις το πρέπων επίπεδο σπουδών κι όλες αυτές οι υποσχέσεις για Σχολή Παραστατικών Σπουδών δεν θα προσφέρουν λύση αν δεν έχει ρυθμιστεί το πλαίσιο λειτουργείας των ιδιωτικών χωρών. Μια πρώτη λύση θα ήταν αυτό που συζητιέται χρόνια για υπαγωγή των σχολών στο Υπουργείο Παιδείας, ακριβώς γιατί θα επέτρεπε θεσμικά τη συλλογική δράση των φοιτητών ξεχωριστά από το ΣΕΗ το οποίο καλύπτει μόνο τους επαγγελματίες.
Ποια είναι επόμενα σχέδια σας καλλιτεχνικά;
Π.Ν.: Είχαμε ένα σχέδιο προ covid για ένα έτος αφιερωμένο στο ιταλικό θέατρο και λέμε να το βάλουμε μπροστά από το 2024. Θα αφορά απολύτως σύγχρονα έργα νέων συγγραφέων πέριξ των 30 άπαιχτα στο ελληνικό κοινό και σε όλο αυτό το εγχείρημα φιλοδοξούμε να έχουμε το ιταλικό ινστιτούτο αρωγό. Επίσης σίγουρο είναι πως θα επαναλάβουμε τη Νόρα και είμαστε και σε αναζήτηση ενός άλλου έργου που θα συνοδεύσει τη Νόρα στην αρχή της επόμενης σεζόν αλλά και μια μουσικοθεατρική παράσταση που θα παρουσιάσουμε μέσα στο καλοκαίρι εντός και εκτός Αττικής με τίτλο «Στην αντίπερα όχθη» κι είναι αφιερωμένη στους Μικρασιάτες πρόσφυγες και αποτελείται από μαρτυρίς προσφύγων της πρώτης γενιάς σε συνδυασμό με μουσική.