Ο ήρωας Μίμης Πιερράκος έσβησε στο αλβανικό μέτωπο

Υπήρξε εκλεκτό στέλεχος του Παναθηναϊκού, που έγραψε ιστορία προπολεμικά στο αθηναϊκό ποδόσφαιρο. Τα επτά πρωταθλήματα που κατέκτησε έμελλε να γίνουν αστερίσκος στην προσωπική του ιστορία 

Ο Μίμης Πιερράκος αναπαύθηκε στην τελευταία του κατοικία, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατό του. Άφησε την τελευταία πνοή στο Πόγραδετς, της Αλβανίας, τον Νοέμβριο του 1940, ωραίος ως Έλλην. Ήταν ένας από εκείνους που πολέμησαν για να μη σε φωνάζουν σήμερα «Φριτς» ή «Τζουζέπε», ένας από τους προικισμένους ποδοσφαιριστές της γενιάς του. Υπήρξε εκλεκτό στέλεχος του Παναθηναϊκού που έγραψε την προπολεμική ιστορία του αθηναϊκού ποδοσφαίρου. Τα 7 πρωταθλήματα που κατέκτησε έμελλε να γίνουν αστερίσκος στην προσωπική του ιστορία. Το τελευταίο, και σημαντικότερο, κεφάλαιό της γράφτηκε στα παγωμένα βουνά του αλβανικού μετώπου.

Μετά την κήρυξη του Πολέμου, ο Λάκων Μίμης Πιερράκος ντύθηκε στα χακί και έλαβε ειδικότητα ασυρματιστή. «Εσύ είσαι βεντέτα, κάτσε στα μετόπισθεν και δεν θα σου πει κανένας τίποτε», τον παρακίνησαν οι φίλοι του. Αλλά εκείνος ήθελε να πολεμήσει. Ποιος θα σταματήσει τους εισβολείς, αν όχι οι θαλεροί νέοι της εποχής; Μήπως τα γεροντάκια ή τα γυναικόπαιδα;

Ο Πιερράκος πήρε φύλλο πορείας για την πρώτη γραμμή, με προκεχωρημένη μονάδα του βαρέως πυροβολικού. Το τελευταίο γράμμα του, προς την οικογένειά του, φέρνει στα μάτια δάκρυα συγκίνησης:

«Αγαπητέ μου αδελφέ Στέφανε,

Σας έστειλα πέντε γράμματα. Δόξα τω Θεώ είμαι καλά.

(…) Μη ξεχάσεις Στέφανε να μου στείλεις ένα πουλόβερ, μερικά ξυραφάκια, τσιγάρα και λίγο χαρτζιλίκι για κανένα καφεδάκι όταν μπαίνουμε σε κανένα χωριό και για κονιάκ.

Σήμερα, όπως και κάθε μέρα μας επισκέφθηκαν εχθρικά αεροπλάνα . Έγινε αερομαχία. Τους ρίξαμε τρία. Το ένα από αντιαεροπορικό πυροβολικό.Από το ένα αεροπλάνο γλύτωσαν τρεις με αλεξίπτωτο. Τον έναν εξ αυτών τον έπιασα εγώ. Είχε πέσει 5 χιλιόμετρα μακρυά μας. Αν έβλεπε το τρέξιμό μου ο Σίμισεκ σίγουρα θα με έβαζε στην εθνική για τα 5.000μ.

Τον έφερα στο Διοικητή. Επήρα το αλεξίπτωτο το οποίο είχε σχισθή από ένα δένδρο και το μοιράσαμε στους άνδρες για μαντηλάκια. Έχω φυλάξει για τη Μαρία. Έπειτα από τα σχετικά συγχαρητήρια κάθησα να σας γράψω με ένα φόβο μήπως αυτά που γράφω δεν εγκριθούν και δεν λάβετε το γράμμα μου, γι’ αυτό περιορίζομαι και δεν σας γράφω νέα του Μετώπου παρά μόνο πως πάμε Υπερ-Υπέροχα.

Αν δεν είχα έλλειψι νέων σας θα νόμιζα πως βρίσκομαι σε εξοχή. Αυτό όμως με κάνει να ανησυχώ και να περιμένω με αγωνία γράμμα σας που να μου λες πως η Μαμά, η Μαρία κι ο Γιάννης είναι τελείως καλά. Φίλησέ μου τη Μαμά και τη Μαρία, πολλές φορές καθώς και τον Γιάννη, κι εγώ φιλώ εσένα, αδελφές μου Στέφανε.

Μαμακούλα μου γειά σου. Είμαι πολύ – πολύ καλά, να είσαι ήσυχη, πες το και της Μαρίας και δέξου ακόμα ένα φιλί.

Μαρία μου σε φιλώ και σε παρακαλώ να είσθε τελείως ήσυχοι. Γράψε στη Νίκη, αν σου είνε εύκολο, όχι όμως καλλιγραφικά.

ΜΙΜΗΣ»

«Να είστε τελείως ήσυχοι», έγραφε το φανταράκι. Λίγα λεπτά αργότερα, η μονάδα του δέχθηκε πυρά από εχθρικά αεροπλάνα, στο χωριό Διποταμιά και ο θαρραλέος ποδοσφαιριστής τραυματίστηκε θανάσιμα:

«Την στιγμήν εκείνην ο Πιερράκος έγραφε επιστολήν εις την μητέρα του και παρά τας ρητάς διαταγάς της Μοίρας περί αποκρύψεως πάντων εις καταφύγια, ούτος παρέμεινεν γράφων», μαρτυρά η επίσημη αναφορά. «Πέριξ του χώρου αυτού έπεσαν πέντε βόμβαι. Όταν μετά το πέρας του συναγερμού οι άλλοι ασυρματισταί εξήλθον του καταφυγίου, εύρον τον Πιερράκον νεκρόν κτυπηθέντα εις την κεφαλήν από θραύσματα οβίδος».

Ο αδελφός του Μίμη, Στέφανος, δεν άντεξε να δείξει στη χαροκαμένη μάνα το γράμμα του Διοικητή. «Εις τα ψυχάς όλων ημών μένει αλησμόνητον το αγέρωχον παράστημα, η μεγαλειώδης ψυχραιμία και ο τίμιος ηρωϊσμός του εκλιπόντος υιού σας.Ήρωες, ωσάν τον Μίμη Πιερράκον δεν αποθνήσκουν, αλλά ζουν εις τα καρδίας όλων των Ελλήνων και ως λαμπρός φάρος καταυγάζουν την οδόν της Δόξης και της Νίκης της μεγάλης μας Πατρίδος».

Ο Μίμης Πιερράκος, ο δαιμόνιος «Μπρακ» των φίλων του Παναθηναϊκού, θάφτηκε, στα 31 του, μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες κάπου στην Αλβανία. Αλλά δεν κοιμόταν ήσυχος. Η ψυχή του αναπαύτηκε μόνο όταν τα οστά του αναγνωρίστηκαν και μεταφέρθηκαν πίσω στην Αθήνα. Η ταφή του έγινε στο νεκροταφείο Ζωγράφου, σαν σήμερα, στις 19 Νοεμβρίου 1950, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του. Σκεπασμένο με ένα λάβαρο του Παναθηναϊκού, το φέρετρό του πέρασε για ένα ύστατο «χαίρε» από το γήπεδο της Λεωφόρου.

*Στοιχεία από το retrosport.wordpress.com.