Ο γνωστός-άγνωστος Ντίκος Βυζάντιος

Η περιπετειώδης ζωή και το έργο του διακεκριμένου δημιουργού μέσα από την αφήγηση του ανιψιού του.

Ο ζωγράφος Ντίκος (Κωνσταντίνος) Βυζάντιος υπήρξε ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνη. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γνωστός-άγνωστος – αν και οι επιλογές στην προσωπική και την επαγγελματική του ζωή τον έκαναν δημοφιλή στη Γαλλία, στην Ελλάδα παραμένει σχετικά αφανής. Συναντηθήκαμε με τον ανιψιό του, γιο της αδερφής του ζωγράφου Μαριλένας Λιακοπούλου, Αλέξανδρο Λιακόπουλο, στην γκαλερί του στο κέντρο της Αθήνας. Μας μίλησε για τις προσωπικές και καλλιτεχνικές πτυχές του θείου του. Ακολουθεί η αφήγησή του σε πρώτο πρόσωπο.

Τα πρώτα χρόνια και η φυγή στη Γαλλία

Ο Ντίκος ήταν γόνος μεγάλης αστικής οικογένειας της Αθήνας· ξεκινώντας από τον παππού του Χρήστο Βυζάντιο, που έχει γράψει την «Ιστορία του τακτικού στρατού της Ελλάδος» και είναι ο ιδρυτής του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Θείος του ήταν ο ενδυματολόγος Αντώνης Φωκάς, ο οποίος του περιέγραφε κοστούμια που ήθελε να χρησιμοποιήσει στο Εθνικό Θέατρο και ο Ντίκος τα ζωγράφιζε. Ο πατέρας του Περικλής ήταν από τους πιο γνωστούς ζωγράφους και φυσικά ήταν ιδιαίτερο γεγονός για την εποχή ο γιος ενός στρατιωτικού να ακολουθήσει τη συγκεκριμένη καλλιτεχνική πορεία.

Είχε κάνει σπουδές στο Παρίσι, είχε διατελέσει διευθυντής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και υπήρχε μεγάλος κύκλος γνωριμιών και στη Γαλλία αλλά και στη γαλλική κοινότητα στην Αθήνα, όπως οι Μιλιέ και Μερλιέ, φιλέλληνες του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, οι οποίοι οργάνωσαν την περιβόητη φυγή ή αλλιώς υποτροφιάδα, όπως την αποκαλούν πολλοί. Την περίοδο του Εμφυλίου μια ομάδα διακοσίων πολλά υποσχόμενων καλλιτεχνών, λόγιων, επιστημόνων και φοιτητών φυγαδεύτηκε με το πλοίο «Ματαρόα» με σκοπό τη διεκδίκηση της ελευθερίας σκέψης και δράσης και τη συμμετοχή τους στα τεκταινόμενα των καιρών. Φυσικά δεν ήταν τυχαία η επιλογή και μάλιστα ο Ντίκος ήταν ο νεότερος όλων ηλικιακά. Πρέπει να πω ότι το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός τού κόστισε το ελληνικό διαβατήριο, καθώς ήταν στρατεύσιμος και η είσοδος ξανά στην Ελλάδα του επιτράπηκε το 1956. Η Γαλλία ήταν ίσως το ιδανικό μέρος για τον Ντίκο, άλλωστε το πρώτο πράγμα που έκανε φτάνοντας ήταν να επισκεφτεί τα μουσεία και μάλιστα στη συχνή αλληλογραφία που είχε με τον πατέρα του γινόταν έντονη ανταλλαγή καλλιτεχνικών και εικαστικών απόψεων.

Η σχέση πατέρα και γιου ήταν ιδιαίτερη, με τον Ντίκο να έχει την υπαρξιακή αγωνία της ζωής και τον πατέρα του Περικλή να είναι η χαρά της ζωής. Είχαν και οι δύο την τρέλα του καλλιτέχνη, ήταν άκρως πληθωρικοί χαρακτήρες, με αστεία περιστατικά να συνοδεύουν και τους δύο. Για παράδειγμα ο Περικλής είχε βγει με το παλτό και την κρεμάστρα του στη θέση της, ενώ ο Ντίκος είχε βάλει φωτιά στο δικό του παλτό όταν στα εγκαίνια μιας έκθεσης άναψε το πούρο του κι έβαλε το αναμμένο σπίρτο στην τσέπη του. Σίγουρα πάντως υπήρχαν μεταξύ τους μεγάλη αγάπη και στήριξη και ήταν από τους λόγους που οδήγησαν στην αναχώρηση του Ντίκου για το Παρίσι. Σχετικά με το ταξίδι στη Γαλλία, ήταν τόσο έντονη η επιθυμία όλων να φτάσουν εκεί ώστε σε μια άσκηση στο πλοίο, όπου έπρεπε να φορέσουν οι επιβάτες τα σωσίβια, οι Ελληνες τα πέταξαν στη θάλασσα, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πόσο πολύ επιθυμούσαν αυτό το ταξίδι, την περιπέτεια και, κυρίως, να νιώσουν ελεύθεροι.

Στο Παρίσι γνώρισε πολλούς ανθρώπους που τον επηρέασαν καλλιτεχνικά αλλά και προσωπικά με φιλίες και έρωτες, όπως ήταν η πρώτη του σύζυγος. Μιλώντας για τα πρώτα καλλιτεχνικά χρόνια, από τα πρώτα του σχέδια ήταν τα παιδιά της Κατοχής, γιατί του είχε κάνει εντύπωση πόσο αδύνατα ήταν. Ακολούθησαν τα «Παραστατικά», τα οποία συνέχισε και στο Παρίσι. Παρά τα όσα όμορφα και γοητευτικά είδε και έζησε εκεί, η «πόλη του φωτός» του φαινόταν πάντα κάπως σκοτεινή. Η καλλιτεχνική του αλλαγή έγινε όταν του επιστράφηκε το ελληνικό διαβατήριο κι επισκέφτηκε την Υδρα.

Η επιστροφή του στην Ελλάδα

Οταν ύστερα από δέκα χρόνια ήρθε στην Ελλάδα –συγκεκριμένα στην Υδρα– τυφλώθηκε από το φως, όπως έλεγε και ο ίδιος. Εκεί ξέφυγε από το παραστατικό και πέρασε στα πιο αφαιρετικά έργα. Στη δεκαετία του ’70 ξεκίνησε τα γραμμικά έργα – μια γραμμική φρενίτιδα θα μπορούσαμε να πούμε, κάτι σαν καλλιτεχνική εκτόνωση. Η Ελλάδα πάντα τον επηρέαζε καλλιτεχνικά, καθώς ειδικά στα τελευταία του έργα φάνηκαν οι επιρροές από τη βυζαντινή ζωγραφική. Το Παρίσι είχε φανεί σκοτεινό και στον πατέρα του Ντίκου, κάτι που φάνηκε και στα δικά του έργα κατά την περίοδο που ζούσε εκεί και με την αλλαγή τους κατά την επιστροφή του. Αλλαξαν τα χρώματα κι έγιναν όλα πιο φωτεινά. Σε σχέση με τον πατέρα του, πάντως, ο Ντίκος είχε ενσωματωθεί πλήρως στην πραγματικότητα της Γαλλίας, από όλες τις απόψεις. Πάντα κουβαλούσε την Ελλάδα μέσα του, όπως έλεγε και ο ίδιος, αλλά εκεί είχε γίνει ήδη γνωστός, από τα πρώτα ονόματα του χώρου και ήταν και ένας από τους λόγους που δεν σκέφτηκε ποτέ να γυρίσει μόνιμα εδώ, καθώς ίσως άρχιζε πάλι από την αρχή την καριέρα του.

Παρόλο που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να ζωγραφίζει, αδιαφορώντας για την όποια φήμη, ήταν έτσι η ζωή του στη Γαλλία, με όλο τον κύκλο που είχε δημιουργήσει, που μια πιθανή επιστροφή σίγουρα θα τον έβγαζε έξω από τα νερά του. Δεν ακολουθούσε ποτέ το ρεύμα της εποχής, κάτι που φάνηκε και στην τρίτη δημιουργική του περίοδο, στην οποία ξαναγύρισε στα «Παραστατικά», παρόλο που το ρεύμα ήταν αρκετά διαφορετικό. Επέμενε σε αυτό που έκανε χωρίς να υπολογίζει το όποιο κόστος και χωρίς να καίγεται για την επιτυχία. Αυτό που σίγουρα θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον και είναι στα άμεσα σχέδιά μου είναι να βρεθεί η αλληλογραφία μεταξύ πατέρα και γιου. Θα φανεί μέσω της ανταλλαγής των απόψεών τους όλη η επιρροή από το εξωτερικό αλλά και από την Ελλάδα. Σίγουρα ο Περικλής Βυζάντιος είναι πιο γνωστός, καθώς έζησε στην Ελλάδα, αλλά η προσωπικότητα του Ντίκου έκανε αίσθηση εκτός συνόρων, καθώς συνδύαζε μια σχεδόν ασκητική ζωή με εξάρσεις εκρηκτικού και πληθωρικού ταμπεραμέντου.

Η έκθεση στην Ανδρο

Το αναδρομικό αφιέρωμα στον Ντίκο Βυζάντιο στην Ανδρο αποτελεί έναν οφειλόμενο φόρο μνήμης στον διακεκριμένο ζωγράφο της διασποράς, ο οποίος επί μισό και πλέον αιώνα διέπρεψε στο εικαστικό καλλιτεχνικό προσκήνιο της γαλλικής πρωτεύουσας. Το Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή φιλοξενεί έργα του ζωγράφου από τους τρεις σημαντικούς κύκλους του έργου του (τα εγκαίνια έγιναν στις 30 Ιουνίου και η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 22 Σεπτεμβρίου):

• Την αφαιρετική περίοδο, η οποία ξεκίνησε το 1945 και ολοκληρώθηκε το 1972 με μια αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Galliera.

• Την περίοδο των μαυρόασπρων σχεδίων σε χαρτί (1972-1981), τα οποία είχε εγκωμιάσει με ένα εμβριθές και διορατικό κείμενό του ο φιλόσοφος Μισέλ Φουκό.

• Την περίοδο των ανθρωποκεντρικών συνθέσεων, η οποία άρχισε το 1981 και διήρκεσε μέχρι το τέλος της ζωής του, το 2007. Εργα από εκείνη την περίοδο έχουν παρουσιαστεί σε πλειάδα εκθέσεων διεθνώς.

Στα τρία επίπεδα της έκθεσης βρίσκονται έργα του ζωγράφου από την παιδική και την εφηβική του ηλικία. Η επιλογή τους έγινε από τον διευθυντή του ιδρύματος Κυριάκο Κουτσομάλλη και τον ανιψιό του ζωγράφου Αλέξανδρο Λιακόπουλο.

Ετικέτες