Ο ποιητής, συγγραφέας και εκδότης Γιώργος Χρονάς μιλάει για τον έρωτα και τον φόβο του θανάτου αλλά και για τα τραγούδια του Τάκη Μουσαφίρη που ταιριάζουν στους ήρωες του Τενεσί Ουίλιαμς.
Ο Γιώργος Χρονάς είναι μοναδική περίπτωση στα νεοελληνικά γράμματα. Μοναχικός και ξένοιαστος καβαλάρης της ποίησης και των τραγουδιών, ο μοναδικός ίσως που αποσκοπεί και καταφέρνει να αποσπά την ποιητικότητα από τη φαινομενικά ασήμαντη καθημερινότητα: τίτλοι με ψιλά γράμματα στις εφημερίδες, ένα ραδιόφωνο παλιό πάνω σε οικιακό ψυγείο, μια ψάθινη καρέκλα σ’ έναν θερινό κινηματογράφο που προβάλλει λούπα τις ταινίες του Παζολίνι. Διότι, ακόμη, επιμένει να παράγει και να πουλάει μια υγιή τέχνη, καθισμένος πάντα στο γραφείο του της Οδού Πανός μες στην καρδιά των πολύβουων Εξαρχείων. Οποιος τον έχει δει στον ταπεινό εκδοτικό του οίκο θα συμφωνήσει πως μοιάζει με βασιλιά καθισμένο στον θρόνο του. «Δεν το παίζω τρελός, αλλά είμαι» δηλώνει στη συνέντευξή μας που έγινε με αφορμή την έκδοση της αυτοβιογραφίας του «Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς».
Πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να γράψει κάποιος την αυτοβιογραφία του;
Εβλεπα συνέχεια θανάτους γύρω μου μαζί με τις χρονολογίες γεννήσεων. Επειδή εγώ είμαι του ’48, έβλεπα ανθρώπους που είχαν γεννηθεί κοντά με μένα να πεθαίνουν. Αναρωτήθηκα πότε θα καλέσουν και τη δική μου σειρά… Ηταν κάτι σαν φόβος ή μάλλον προετοιμασία φόβου. Τον περασμένο Αύγουστο δεν πήγα διακοπές, έμεινα στην Αθήνα για λόγους υγείας ενός προσώπου που θα με συνόδευε και μου ήταν απαραίτητος. Είχαμε κλείσει δωμάτιο στην Καλαμάτα, αλλά όλα ματαιώθηκαν. Εμεινα μόνος, αλλά πήγαινα και τον έβλεπα στο ψυχιατρείο, όπου βελτιωνόταν σταδιακά η κατάστασή του.
Εχετε επισκεφτεί πολλούς ανθρώπους στα ψυχιατρεία;
Νομίζω αρκετούς, ναι. Και άλλους όταν έχουν βγει. Και φυλακισμένους έχω φιλοξενήσει στο σπίτι μου. Ερχονταν και μ’ έβρισκαν. Η Γώγου, π.χ., είχε έρθει για να με χαιρετήσει. Καθόταν εκεί όπου κάθεστε εσείς τώρα και μου είπε: «Εφυγαν ο Παύλος, ο Νικόλας, ο Φαληρέας. Τώρα είναι η σειρά μου». Προετοιμαζόταν… Μου είπε και κάτι άλλο: «Εχω τεύχη της “Oδού Πανός” και τα αλλάζω μ’ αυτά που δεν έχω από το αρχείο του Θωμά Γκόρπα». Τρελάθηκα, διότι ο Γκόρπας όποτε με συναντούσε ή θα άλλαζε δρόμο ή θα μ’ έβριζε χωρίς να μου μιλάει ποτέ. Eμαθα ότι είναι αναγνώστης και μάλιστα προτού πεθάνει ήρθε από δω και με χαιρέτησε.
Με συγκίνησε το πώς αναφέρεστε στην οικογένειά σας μες στο βιβλίο.
Δεν είμαι λαϊκός. Ακόμη και τα ποιήματά μου φαίνονται λαϊκά, αλλά δεν είναι. Εχουν κάτι απροσδιόριστο που ώθησε τον Τσαρούχη να πει: «Εκεί που πάει να πέσει το ποίημα, ο Χρονάς βάζει μία λέξη και το στηρίζει». Ο λαϊκός άνθρωπος έχει άλλες καταβολές, εμένα όμως με αγάπησαν οι λαϊκοί άνθρωποι και απ’ τη Γιώτα Γιάννα μέχρι τη Γυναίκα της Πάτρας και την Καίτη Γκρέυ όλοι ρωτούσαν να μάθουν τι άνθρωπος είμαι. Ετσι έκανε ο Ακης Πάνου, που ρωτούσε για μένα τον Θοδωρή Μανίκα, τον κουμπάρο του. Ο Ακης Πάνου, όπως θα ξέρετε, σε «φωτογράφιζε» με το που σ’ έβλεπε. Οσους φίλους πήγαινα στο σπίτι του τους γάβγιζε ο σκύλος του ο Σαραβάκος. Εμένα ποτέ δεν μου γάβγισε σαν να ήμουν άνθρωπος του σπιτιού. Εμαθα πολλά απ’ τον Ακη Πάνου, ένα πρόσωπο που δεν ήταν τυχαίο και που οι θεοί οδήγησαν στην κάθαρση.
Γράφετε ακόμη ότι ανακαλύψατε την έλξη των σωμάτων από τους δύο συμμαθητές σας στο θρανίο.
Είδα την ωραιότητα! Ημουν κι εγώ πολύ ωραίος. Ενώ οδηγήθηκα αλλού, θα λέγαμε, τότε αυνανιζόμουν με τη γυμνή «Μπεμπέ».
Στο πλαίσιο ψαξίματος της σεξουαλικότητας;
Μπορεί, ναι. Δεν ψαχνόμουν ποτέ, τα θεώρησα όλα φυσικά. Η μητέρα μου μού έλεγε το κλασικό: «Κάνε ό,τι θες, μόνο μην καπνίζεις». Δεν ξέρω αν το ’λεγε για λόγους υγείας ή γι’ αυτό που μάθαμε στην ΑΣΟΕΕ, ότι το τσιγάρο είναι φόρος βλακείας.
Είστε απ’ τους ανθρώπους που άπαξ και συμπαθήσετε κάποιον τα δίνετε όλα που λένε;
Εγώ λέω ότι υπηρετώ τον άνθρωπο, έτσι όπως το τοποθετήσατε. Τον υπηρετώ και αν πέσω κι έξω, δεν με πειράζει. Εγώ ήμουν αυτός που ήμουν κι εκείνος είναι αυτό που είναι. Θα το βρει απ’ αλλού, όχι από μένα. Το τι ζητάμε απ’ τους άλλους και τι παίρνουμε είναι το ζητούμενο. Εάν δεν θέλει ο άλλος, ούτε ψυχίατρος είμαι ούτε και θεός.
Είχατε ποτέ ερωτική σχέση με γυναίκα;
Με δύο. Και οι δύο έμειναν ανύπαντρες. Στα 40-50 μου ήμουν μαζί τους και ήταν αμοιβαίο. Επειτα υπήρξε και τρίτη γυναίκα, αλλά δεν ζει πια, πέθανε από καρδιά. Θεωρώ ότι αγαπήθηκα παράφορα, ανεξαρτήτως φύλου. Οι πιο πολλοί έρωτές μου ήταν για μικρό διάστημα. Μετά μάθαινα πως τα ίδια πρόσωπα τα είχαν ερωτευτεί κι άλλοι, άρα δεν έπεσα έξω. Ο νόμος του έρωτα είναι να θέλεις έναν που δεν σε θέλει. Ομοίως αυτόν που σε θέλει δεν τον θέλεις εσύ. Είναι εν μέρει νομοτελειακό. Μια ψυχολογία κυρίως των γυναικών που, ενώ κάνουν παιδιά με έναν άνδρα, σκέφτονται τον άλλον που τις παράτησε. Υπάρχουν ποιήτριες παντρεμένες με παιδιά οι οποίες γράφουν όχι για τον άνδρα τους, αλλά για τον άλλον που πέρασε και χάθηκε.
Πόσα χρόνια μετράει το μαγαζί αυτό;
Το αγόρασα το 1990, άρα μετράει 34 χρόνια. Πρώτα ήμουν σε μια αποθήκη στη Ζαλόγγου προτού πάει ο Καστανιώτης. Είχα ένα κρεβάτι εκεί και κοιμόμουν, ένα τηλέφωνο κι ένα ασανσέρ για να ανεβάζω τα βιβλία. Το τηλέφωνό μου, όπως έλεγε ο Τσαρούχης, «ήταν μόνο ενεργητικό» (γέλια). Μόνο έπαιρνα, δεν με παίρνανε. Κοιτάξτε, εγώ έχω την αρχαία ροπή προς την ελευθερία. Δεν με εμποδίζει η εκκλησία ή η ηθική της κοινωνίας. Εγώ σώθηκα από τα ποιήματά μου ως εξής: δεν μιλώ από μένα για μένα, αλλά εμφανίζομαι πίσω από ήρωες και πρόσωπα με το ταλέντο μου ή όχι, με τη μοναξιά μου, με λόγο ελληνικό φτωχού λεξιλογίου. Αξιώθηκα να μην έχω πλούσιο λεξιλόγιο, μεγαλειώδες. Πρεσβεύω μια παγκόσμια «φτωχή» τέχνη.
Βρίσκω εξαιρετικά χαριτωμένο να γράφετε κάθε φορά «Ο Δαυίδ Μπάουι»…
Ο Λεωνίδας Χρηστάκης είχε πει: «Ο Χρονάς πρώτος αποκαλεί τον Πολ ΜακΚάρτνεϊ “Παύλο Μακ Κάρτνεϊ”». Συνήθως είναι εύκολα τα ονόματα των συγγραφέων φτιαγμένα απ’ τους ίδιους σαν λογοτεχνικά ψευδώνυμα. Το περιουσιακό στοιχείο ενός Εβραίου, ξέρετε, είναι το όνομά του, αφού το φτιάχνει όπως θέλει.
Εσείς πάλι ως Γιώργος Χρονάς δεν είχατε τέτοια θέματα.
Ηταν πολύ εύκολο το όνομά μου, δισύλλαβο, τονισμένο στη λήγουσα. Δεν είναι ψευδώνυμο, όπως του σοκολατοβιομηχάνου Πέτρου Χρονά, που ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Το εργοστάσιό του ήταν κοντά στο πατρικό μου, Φαλήρου και Θηβών. Εγώ δεν τον είχα γνωρίσει, αλλά το είχε κάνει ο αδερφός μου και μου ’πε ότι ήταν πολύ ευγενής άνθρωπος.
Είναι περιβάλλον ασφαλείας για σας το μαγαζί της Διδότου;
Παρότι ζω στα Εξάρχεια τη μισή μέρα, δεν μ’ έχει ενοχλήσει κανείς. Απολαμβάνω την κάθε στιγμή και για μένα δεν υπάρχει η λέξη «πρόβλημα». Εκανα παρέα με κακοποιούς και δεν μπορούσαν να μου κάνουν κακό, γιατί δεν ζήτησα τίποτα. Εχω ένα ελάττωμα: Δεν ζητάω ποτέ. Είμαι ο εαυτός μου, οπότε ας το παίξουν αλλού το παιχνίδι, όχι σε μένα. Εχω κινδυνέψει κι εγώ, βέβαια, από πολλά μπουμπούκια. Ενας κάποτε που έπινε χάπια και αλκοόλ με κυνηγούσε και μου έλεγε: «Αν σε πιάσω, θα σου ξεριζώσω την καρδιά». Εχετε ξανακούσει ποτέ αυτή την έκφραση;
Είστε ενεργός στα social media. Διάβασα κάπου το εξής σχόλιό σας: «Γιατί όλοι αναφέρεστε στον Μανόλη Αναγνωστάκη και όχι στον Μιχάλη Κατσαρό;»
Δίκιο δεν είχα; Εγώ μίλησα στον Μίκη Θεοδωράκη για τον Κατσαρό, που ήταν κουμπάρος του. Είχα πάει πέντε έξι φορές στο σπίτι του και του θύμισα πώς κοιμόντουσαν με τον Κατσαρό πολύ παλιά με κάτι κουβέρτες στο ψοφόκρυο στο Χαλάνδρι. Οταν ήταν και οι δύο φτωχοί. Είχε φτιάξει το «Κατά Σαδδουκαίων» του ο Μίκης, είχε πάψει όμως να τον αναφέρει εξαιτίας εκείνου του καλλονού νεαρού που πλάγιασε μαζί του ο Κατσαρός. Απαγορευόταν μεταξύ κομμουνιστών να πλαγιάζει άνδρας με άνδρα κι έτσι ο Μίκης κατά έναν τρόπο ξέκοψε. Είχαν βριστεί, ξέρετε, ο Αναγνωστάκης με τον Κατσαρό. Ο Αναγνωστάκης έγραψε για έναν «παιδεραστή ποιητή», έτσι ακριβώς, και ο Κατσαρός για τους «ποιητές που δίπλα στη θερμάστρα γράφουν για τις εποχές». Ο ένας σκότωνε τον άλλον, μα αυτά συνέβαιναν παγκοσμίως.
Είστε και ένας πολύ μελοποιημένος ποιητής.
Ποτέ δεν έκατσα να γράψω πάνω σε μουσική, συνήθως μελοποιούσαν οι συνθέτες ποιήματα από τα βιβλία μου. Μου τηλεφωνούν κατά καιρούς για μελοποιήσεις και τους λέω αυτό που έλεγε και ο Χριστιανόπουλος: «Κάνε ό,τι θες». Και ο Χαρίλαος Τρουβάς με μελοποίησε, ο ίδιος που είχε επιμεληθεί και το αφιέρωμα στον Παντελίδη και ενοχλήθηκαν κάποιες «αδερφές» διανοούμενες. Εβαλα σε θεατρικό μου έργο εγώ την κηδεία του Παντελίδη και την κηδεία του Τζέιμς Ντιν. Θρήνος για δύο νέους ταλαντούχους και ωραίους που όλα τα κορίτσια ήταν ερωτευμένα μαζί τους.
Σας πείσμωσε που υπήρξαν αντιδράσεις για το αφιέρωμα στον Παντελίδη;
Εγώ είπα τη γνώμη μου και αυτοί τη δική τους, «θα σταματήσουμε να διαβάζουμε την Οδό Πανός γιατί έβαλε Παντελίδη». Επρεπε να κυκλοφορούμε κάθε φορά με τον Μπέκετ και τον Οσκαρ Ουάιλντ. Τόσο χαζός δεν είμαι και μιλάμε για πολλή περιρρέουσα χαζομάρα. Οταν πέθανε ο Μάικλ Τζάκσον, έγραψα ένα editorial στην «Ελευθεροτυπία» με μια παγκόσμια αποκλειστικότητα. Μια ταινία του Φελίνι τελείωνε με μια ντισκοτέκ τεράστια, όπως έχουμε στις παραλιακές μας, όπου ακούγεται ο Μάικλ Τζάκσον. Χόρευε όλη η Ρώμη με τον Μάικλ Τζάκσον. Πάλι καλά, διότι σήμερα χορεύουν με το απόλυτο τίποτα.
Είστε απ’ τους πρώτους που αναγόρευσαν σε ιερές μορφές τις λαϊκές τραγουδίστριες.
Ο Καμπανέλλης, που ήταν διευθυντής της ΕΡΑ, μου είχε πει: «Οποτε πετυχαίνω εκπομπή σου, όλο για την Καίτη Γκρέυ μιλάς». Ηταν η εποχή που είχα βγάλει τη βιογραφία της και είχα τρελαθεί με τον λόγο της. Η Γκρέυ και η Πόλυ Πάνου ήταν… Παρθενώνες. Οταν πήγα στην Πόλυ Πάνου, που έμενε στους Αμπελόκηπους, για να της πάρω συνέντευξη, καλή ώρα, μου έβαλε να φάω ψωμί, ελιές, ντομάτα, επειδή ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Δίχως να με ξέρει, όπως στην αρχαιότητα. Οταν της είπα πως η Γοργόνα πλέον δεν ρωτάει αν ζει ο Μέγας Αλέξανδρος, αλλά η Πόλυ Πάνου, τρελάθηκε (γέλια).
Τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σας η φαντασία;
Καθώς μαγείρευα στην κουζίνα, τις Κυριακές είχα έναν ακροατή από τη Λαμία που δεν «έπιανε» Τρίτο Πρόγραμμα. Ανέβαινε στο βουνό για να μ’ ακούσει και μετά κατέβαινε στον κάμπο. Ενας άλλος, υπάλληλος του ΕΟΤ, έλεγε: «Κλείνω την πόρτα και μη μ’ ενοχλήσει κανείς! Ακούω την εκπομπή». Τους ταξίδευα με τις εκπομπές μου. Ενας άλλος που έπαιρνε χάπια απ’ τα 20 του και ήταν 65 ετών μου είπε: «Είσαι λίγο τρελός;». Του απάντησα: «Πολύ»! Επί Μιχαλίτση, όμως, όταν έκανα εκπομπές στο Δεύτερο, κόλλαγα τον Τάκη Μουσαφίρη με τον Τενεσί Ουίλιαμς. Το «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο» δεν πάει πολύ με τους ήρωες του Τενεσί Ουίλιαμς; Οπως και το μεγαλειώδες «Ανοίξτε τα τρελάδικα» με τη Βιτάλη; Το είχα προλογίσει ως εξής: «Θα σας παίξω τώρα ένα τραγούδι μετά την Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως».
Μήπως τελικά είστε λίγο τρελός;
Δεν το παίζω τρελός, αλλά είμαι! Oταν γνώρισα τον Ασλάνογλου σ’ ένα σπουδαίο επιφανή φίλο μου του είπα: «Είναι τρελός, αλλά δεν είναι επικίνδυνος». Ηταν όμως ποιητής και έβλεπε τη Νέα Ορλεάνη από τον καμπινέ του και από τις σκεπές της Θεσσαλονίκης το 1978. Ημουν σπίτι του και τον υπηρετούσα, γιατί αυτός έβγαζε το πουκάμισο και το πέταγε χάμω. Νόμος της βαρύτητας. Ηθελε μπάτλερ.
Είστε αντιαριστερός;
Δεν νομίζω. Είμαι χριστιανός. Ο Τσαρούχης μού έλεγε πως ο Μαρξ είχε πάρει τις μισές ρήσεις του Ευαγγελίου. Για να με θαυμάζουν ο Χατζιδάκις και ο Τσαρούχης, φανταστείτε ποιος ήμουν. Hμουν νέος, ωραίος, τρελός και φτωχός. Τι άλλο ήθελα; Και ό,τι ζητούσα μου εμφανιζόταν μπροστά μου, χωρίς ωστόσο να ζητάω τίποτα.
INFO
Το βιβλίο «Το όνομα μου είναι Γιώργος Χρονάς» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός