Ο Γιώργος Βακιρτζής και η τέχνη των επτά ημερών

Το ντοκιμαντέρ του Πάνου Α. Θωμαΐδη καταγράφει με ακρίβεια –και ενίοτε με απολαυστικές ανέκδοτες λεπτομέρειες– τις διαδικασίες δημιουργίας των κατασκευών του Γ. Βακιρτζή

Ο μετρ της γιγαντοαφίσας στο σινεμά είναι ο πρωταγωνιστής του φιλμ «Ένα ποτάμι που λεγόταν Βακιρτζής».

Η τέχνη των επτά ημερών. Τόσο διαρκούσε η ζωή των έργων τέχνης (αν όχι τέχνη, τι άλλο ήταν οι περίτεχνοι διαφημιστικοί «κράχτες» του Γιώργου Βακιρτζή, τους οποίους έφτιαχνε σε ιδιαιτέρως στενό χρονικό πλαίσιο;) που κοσμούσαν τις προσόψεις των αθηναϊκών κινηματογράφων. Όσο δηλαδή διαρκούσε και το προσδόκιμο ζωής μιας συνηθισμένης κινηματογραφικής ταινίας, προτού δώσει τη θέση της σε μια άλλη με το πέρας της προγραμματισμένης εβδομάδας προβολής της.

Εκείνη την εποχή (50s και 60s) τα νέα έργα στους κινηματογράφους έκαναν την πρεμιέρα τους κάθε Δευτέρα. Αυτό σημαίνει πως από την προηγούμενη Πέμπτη ξεκινούσε η δουλειά για τον Βακιρτζή και τους βοηθούς του. Μάλιστα, αναλόγως τις παραγγελίες και τις απαιτήσεις των αιθουσαρχών ή των διανομέων, η συγκεκριμένη εργασία κορυφωνόταν στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Το ντοκιμαντέρ του Πάνου Α. Θωμαΐδη «Ένα ποτάμι που λεγόταν Βακιρτζής» καταγράφει με ακρίβεια –και ενίοτε με απολαυστικές ανέκδοτες λεπτομέρειες– τις διαδικασίες δημιουργίας των κατασκευών του Βακιρτζή.

Τα χρώματα που χορεύουν

Οι περισσότερες από τις γιγαντοαφίσες και τις λιθόγραφες αφίσες του δημιουργήθηκαν στο εργαστήριο της Χρήστου Λαδά 11, εκεί όπου ήταν η έξοδος του κινηματογράφου Απόλλων και αποτελούσαν το κυρίαρχο διαφημιστικό όπλο των ταινιών εκείνης της εποχής. Σήμερα τα συγκεκριμένα έργα (απίστευτης χάρης και ζωντάνιας οι αφίσες του για τα φιλμ «Αλήτης» με τον Ζαν Γκαμπέν, «Great Gatsby» με τους Μία Φάροου, Ρόμπερτ Ρέντφορντ, «Αμλετ» με τον Λόρενς Ολίβιε κ.ά.) λαμβάνουν τιμή και αναγνώριση που ξεπερνούν τα άκαμπτα χρονικά όρια της εμπορικής τους χρηστικότητας και αναδεικνύουν την ξεχωριστή τους αξία.

Στην ταινία εμφανίζεται και ο ίδιος ο Βακιρτζής εν ώρα εργασίας χάρη σε αποσπάσματα από το φιλμ του Μένη Θεοδωρίδη «Γιώργος Βακιρτζής», για τα οποία η ομότιμη καθηγήτρια ΕΚΠΑ Λία Χαλκιά-Θεοδωρίδη αναφέρει ότι μας δίνουν την αντίληψη βάσει της οποίας έφτιαχνε τα έργα του ο καλλιτέχνης ως «μια αίσθηση ροής και κίνησης, μια αισθητική εμπειρία με τα χρώματα να παίζουν ένα χορευτικό παιχνίδι το οποίο οδηγούσε τον Βακιρτζή στην κατασκευή των γιγαντοαφισών του».

Ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Ένα ποτάμι που λεγόταν Βακιρτζής» Πάνος Α. Θωμαΐδης

Μέσω του ντοκιμαντέρ αναδεικνύεται όλη η μαστοριά του δεξιοτέχνη δημιουργού, για τον οποίο μιλούν ακόμη η Συραγώ Τσιάρα (ιστορικός τέχνης και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης), ο Χρήστος Φ. Μαργαρίτης (στον μηχανικό παραγωγής και συντονιστή εκδόσεων και εκθέσεων έργων τέχνης ανήκει η ιδέα της ταινίας), οι ζωγράφοι Μάριος Χονδρογιάννης (συνεργάστηκε για χρόνια με τον Βακιρτζή) και Γιώργος Ρόρρης, ο εικαστικός-κινηματογραφιστής Αντώνης Ρίκος, η ιστορικός τέχνης Ειρήνη Οράτη, ο δημοσιογράφος Κώστας Σερέζης, η Ελένη Κωνσταντοπούλου (εκπρόσωπος της οικογένειας Γ. Βακιρτζή) και οι διαφημιστές Χριστίνα Χοχλακίδου και Τάκης Λιαρμακόπουλος.

Η pop art του Βακιρτζή

Ανάμεσα στα όσα σημαντικά ακούγονται και μαθαίνουμε γύρω από την επίδραση του Βακιρτζή στον χώρο των εικαστικών αλλά και της κινηματογραφικής τέχνης αξίζει αναφορά στη φράση του Γιώργου Ρόρρη που επισημαίνει πως ο Βακιρτζής «ανήκει στην εποχή του και για έναν άλλο λόγο. Κάνει, επιτρέψτε μου τη λέξη, pop art. Κάνει pop art γιατί κάνει μία τέχνη λαϊκή. Απευθύνεται στον κόσμο που περνάει με το μηχανάκι του, το ποδήλατο, στον παγωτατζή, τον κουλουρά, τον άνθρωπο μέσα στο λεωφορείο, που θα πέρναγε απέναντι στον κινηματογράφο και έπρεπε να τον καλέσει το έργο του το βράδυ να πάει να δει την ταινία. Και αυτό το επιτυγχάνει απόλυτα».

Ένα από τα βασικά γνωρίσματα της αθηναϊκής γιγαντοαφίσας, που για αρκετά χρόνια μέχρι και πρόσφατα ήταν κάτι σαν ανοιχτή για το κοινό έκθεση ζωγραφικής, είναι η μεταπήδηση από τον σκηνογραφικό διάκοσμο της σύνθεσης εικόνων και γραμμάτων δύο διαστάσεων σε τρισδιάστατες δημιουργίες που αντλούσαν δυναμική από την κινηματογραφική μαγεία. Αρκετές φορές μάλιστα ο Βακιρτζής δεν αρκούνταν σε απεικονίσεις προσώπων διάσημων σταρ, αλλά αναπαρήγε και ολόκληρα στιγμιότυπα από εμβληματικές σκηνές των ταινιών που διαφήμιζαν οι γιγαντοαφίσες του.

Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Πάνο Α. Θωμαΐδη, που κρατά ο ίδιος τον ρόλο του αφηγητή, «αναζητώντας τα όρια ανάμεσα στις εφαρμοσμένες τέχνες και την εικαστική δημιουργία, τι καλύτερο παράδειγμα από τη δουλειά του Γιώργου Βακιρτζή, ο οποίος, με τις χαρακτηριστικές κινηματογραφικές γιγαντοαφίσες του, υπηρετεί το εφήμερο μάρκετινγκ της έβδομης τέχνης μέσω της οπτικής επικοινωνίας».

Στο φιλμ βλέπουμε αρκετές από τις αφίσες του Βακιρτζή που είχαν συμπεριληφθεί στην έκθεση «Αστυγραφία» της Εθνικής Πινακοθήκης ως δείγματα τέχνης μέσα στο αστικό τοπίο, για τα οποία η Συραγώ Τσιάρα αναφέρει: «Ο τρόπος που διαφημίζονταν οι ταινίες εκείνη την εποχή έχει να κάνει απόλυτα με τη δημόσια τέχνη. Και σήμερα βλέπουμε, μέσα από το εικαστικό βλέμμα, το πώς λειτούργησε η ζωγραφική δουλειά του Βακιρτζή, ενσωματώνοντας την τέχνη στο δημόσιο χώρο».

Οι γιγαντοαφίσες και οι λιθόγραφες αφίσες, πολλές εκ των οποίων φτιάχνονταν με γραμματοσειρές δικής του έμπνευσης, είχαν σκοπό να προσελκύσουν τον θεατή μεταφέροντας το ύφος και το συναίσθημα της ιστορίας του φιλμ που διαφήμιζαν. Η Ειρήνη Οράτη, ιστορικός τέχνης και καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου, επισημαίνει για τον καλλιτέχνη ότι «με την τόλμη και τη δύναμη της δημιουργικής του φαντασίας κατάφερνε να μετατρέψει την εικόνα μιας μικρής, ασπρόμαυρης φωτογραφίας, σε μια τολμηρή, ιδιάζουσα, γεμάτη παλμό προσωπογραφία».

Μετά την πετυχημένη συμμετοχή της στους Ανοιχτούς Ορίζοντες του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, η ταινία του Πάνου Α. Θωμαΐδη βγαίνει και στο εμπορικό κύκλωμα