Ο έμπειρος σκηνοθέτης Γιώργος Τσεμπερόπουλος εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ανέλαβε να γυρίσει σε ταινία τη ζωή του θρυλικού τραγουδιστή.
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος είναι από τους πλέον ξεχωριστούς σύγχρονους Ελληνες σκηνοθέτες. Από το πρώτο του κιόλας φιλμ, το εμβληματικό ντοκιμαντέρ «Μέγαρα» (1974), ένα καίριο πολιτικό τεκμήριο για την Ελλάδα εκείνης της περιόδου, έως τον αξεπέραστο «Ξαφνικό έρωτα» που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη «Talgo» ή τον «Εχθρό μου» με τον Μανώλη Μαυροματάκη να δίνει φωνή στον φιλήσυχο ιδεολόγο ανθοπώλη που βλέπει την τακτοποιημένη ζωή του να σμπαραλιάζεται, ο Τσεμπερόπουλος είναι σταθερός πομπός και δέκτης των κοινωνικών μηνυμάτων της εποχής του. Υπό αυτή την έννοια μας ξαφνιάζει κάπως η απόφασή του να υπογράψει την ταινία-βιογραφία του Στέλιου Καζαντζίδη, αλλά εκείνος στη συνέντευξη που είχαμε δηλώνει πανέτοιμος για να λύσει οποιαδήποτε απορία μας. Ακολουθεί η αφήγησή του:
Η αρχή του σχεδίου
Ολα ξεκίνησαν όταν ο παραγωγός της Tanweer Διονύσης Σαμιώτης αποφάσισε να κάνει μια ταινία για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη. Από τη στιγμή που είδε ότι το πρότζεκτ προχωρά κανονικά με τη συγγραφή του σεναρίου από την Κατερίνα Μπέη και την εύρεση λύσης όσον αφορά τα περίπλοκα πνευματικά δικαιώματα, σκέφτηκε ότι έπρεπε να αναλάβω τη θέση του σκηνοθέτη. Μου ανέθεσε το σχέδιο, καθώς, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος πριν από λίγα χρόνια σε μια τελετή βράβευσης της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, θεωρούσε ότι το μόνο πραγματικά λαϊκό φιλμ που βγήκε τα τελευταία χρόνια από τον ελληνικό κινηματογράφο ήταν το «Αντε γεια» που είχα κάνει το 1991. Συνεπής με τις απόψεις του, έκρινε ότι θα μπορούσα να αναλάβω τη σκηνοθεσία του φιλμ για τον Καζαντζίδη.
Ιστορίες από το παρελθόν
Ημουν επιφυλακτικός αρχικά, καθώς ούτε πολλά γνώριζα για τον Καζαντζίδη, ενώ είχα και μια ατυχή περιπέτεια πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια. Τότε είχα πρόταση να κάνω μια ταινία για τον Βασίλη Τσιτσάνη, αλλά αρνήθηκα επειδή στην έρευνά μου δεν βρήκα κάτι πραγματικά δυνατό δραματουργικά ή ενδιαφέρον στη ζωή του. Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει και με μια ταινία για τον Βαμβακάρη, που δεν προχώρησε για άλλους λόγους. Εδώ όμως οι συνθήκες ήταν ιδανικές, καθώς το σενάριο ήταν ανθρωποκεντρικό (στοιχείο βασικό και προαπαιτούμενο σε όλα τα έργα μου), ενώ δηλώνω φαν των τραγουδιών που καταφέρνουν να μας σκλαβώνουν καθώς και των ανθρώπων της μουσικής που έχουν αφήσει βαθύ αποτύπωμα στην Ιστορία.
Rolling Stones και Ντίλαν
Δεν ήμουν ποτέ φαν του Καζαντζίδη, καθώς δεν άκουγα τα τραγούδια του. Ημουν φαν των Rolling Stones, του Μπομπ Ντίλαν αλλά και του ρεμπέτικου. Στα γλέντια της ζωής μου αυτές τις μουσικές άκουγα. Ομως, καθώς είμαι κινηματογραφιστής, δεν θα μπορούσα να αρνηθώ να κάνω μια ταινία για έναν από τους ελάχιστους θρύλους του ελληνικού τραγουδιού. Ειδικά από τη στιγμή που είχε μια τόσο περιπετειώδη ζωή. Ηταν μια μεγάλη πρόκληση και από τη στιγμή που είδα το αρχικό σενάριο της Κατερίνας – το σενάριο είναι η βάση για το ελληνικό σινεμά– κατάλαβα ότι είχαμε έναν θησαυρό στα χέρια μας που δεν μπορούσα να αγνοήσω.
Η επόμενη αγωνία μου όμως και βασικό στοιχείο ώστε να πω το οριστικό «πάμε» ήταν να βρούμε τον ηθοποιό που θα ερμήνευε τον Καζαντζίδη. Δεν έπρεπε να πάμε σε μια μεσοβέζικη λύση, αλλά να βρούμε τον ιδανικό ερμηνευτή που δεν θα μας «κρέμαγε» και θα ήταν ιδανικός για τον ρόλο. Δεν σας κρύβω ότι δυσκολευτήκαμε αρκετά μέχρι να καταλήξουμε, καθώς το κάστινγκ κράτησε πολλούς μήνες και καταβάλαμε μεγάλες προσπάθειες μέχρι να εντοπίσουμε τον «πραγματικό» Στέλιο. Απευθυνθήκαμε σε πολλούς ανθρώπους, χτυπήσαμε αρκετές πόρτες και είδαμε αμέτρητους υποψηφίους σε τραγουδιστές, μίμους, ηθοποιούς, σωσίες κ.ά. Θέλαμε ένα πρόσωπο που να μπορεί να τα συνδυάσει όλα. Να υποδυθεί τον Καζαντζίδη σε μεγάλη και πιο νεαρή ηλικία αλλά και να μπορεί το ηχόχρωμα της φωνής του να θυμίζει τον θρυλικό τραγουδιστή.
Η αποκάλυψη του Μάστορα
Δεν είχαμε αποφασίσει ακόμη να εγκαταλείψουμε το πρότζεκτ, αλλά ήμασταν στάσιμοι και μάλλον πελαγωμένοι από την αναζήτηση πρωταγωνιστή όταν ήρθε η πρόταση από τον Μάκη Γαζή, που μου είπε μια μέρα: «Θα σου κάνω μια ανορθόδοξη πρόταση, αλλά μην πεις όχι. Δες τον Μάστορα». Καθώς δεν τον ήξερα, παρακολούθησα δουλειές του στο διαδίκτυο για να σχηματίσω μια πρώτη γνώμη ως προς το πώς τραγουδάει ή μιλάει και πείστηκα ότι πρέπει οπωσδήποτε να τον δω. Ε, στο δοκιμαστικό που κάναμε κυριολεκτικά τον ερωτεύτηκα. Ηταν καταπληκτικός για τον ρόλο. Καθετί που έκανε, κάθε κίνησή του –κι έχοντας δει τόσο πολλούς υποψήφιους στα αντίστοιχα πράγματα– μας αποδείκνυε ότι αυτός ήταν ο ιδανικός για να υποδυθεί τον Καζαντζίδη. Μας κέρδισε προτού καν τον ακούσουμε να τραγουδάει. Καταλάβαμε ότι δεν χρειαζόταν να ψάξουμε άλλο.
Η κοινή πορεία
Δεν είχαμε μόνο έναν άνθρωπο που μπορούσε να υποδυθεί με άνεση τον Καζαντζίδη, αλλά ένα αυθεντικό λαϊκό παιδί που έχει κοινά βιώματα με εκείνον (φτωχική καταγωγή, προσφυγιά, αγάπη για το τραγούδι) και είναι συνηθισμένο στις εκδηλώσεις λατρείας του κόσμου. Επιπλέον έχει την εμπειρία να τραγουδάει σε μεγάλο κοινό, αφού ο Μάστορας έχει δώσει συναυλίες με 20.000 θεατές. Ολα σχεδόν τα τραγούδια που ακούγονται στο φιλμ –εξαίρεση αυτό στο φινάλε– τα έχει πει εκείνος.
Η πιστότητα των γεγονότων
Οσα δείχνει η ταινία από τα παρασκήνια ή τις προσωπικές στιγμές των ηρώων είναι βασισμένα σε έρευνα της σεναριογράφου Κατερίνας Μπέη. Το σενάριο εστιάζει κυρίως στα νεανικά χρόνια και στην εποχή που δημιουργήθηκε ο μύθος του Καζαντζίδη κι όχι τόσο στα τελευταία χρόνια. Φυσικά για αρκετά συμβάντα που παρακολουθούμε στο φιλμ υπάρχουν αρκετές απόψεις που συγκρούονται. Ειδικά στις επίμαχες σκηνές με πρωταγωνιστές τον Καζαντζίδη και την Καίτη Γκρέυ, ενώ παραδέχονται και οι δύο ότι είχαν ερωτική σχέση, άλλη άποψη έχει εκφράσει εκείνη κι άλλη ο τραγουδιστής για τα τελειώματα της κοινής ζωής τους στα βιβλία που έγραψαν για εκείνον ο Βασίλης Βασιλικός ή ο Γιώργος Λιάνης.
Η προσωπική ματιά
Πριν κάνω το φιλμ δεν είχα άποψη για τον άνθρωπο Καζαντζίδη. Θυμάμαι μόνο τις τελευταίες του τηλεοπτικές συνεντεύξεις, που εμφανιζόταν αξύριστος και ατημέλητος, με μια μόνιμη γκρίνια στην έκφραση, που τοποθετούνταν επί παντός επιστητού. Μέσα από την ταινία έμαθα πολλά που αγνοούσα για εκείνον, για το δημιουργικό πάθος ή τις αξεπέραστες ερμηνείες του. Ηταν πράγματα που δεν τα ήξερα, καθώς στο πατρικό μου σπίτι στη Μαυροματαίων στο Πεδίο του Αρεως όπου μεγάλωσα δεν ακούγονταν τα τραγούδια του. Οι δικοί μου άκουγαν γαλλικά και ιταλικά άσματα ή ελαφρό ελληνικό τραγούδι, ενώ εγώ ως επαναστατημένος έφηβος τα απέφευγα όλα αυτά και στράφηκα στη ροκ. Αργότερα βέβαια ανακάλυψα το ρεμπέτικο και τον αγαπημένο μου Μάρκο Βαμβακάρη, ο οποίος έχει και την τιμητική του στην ταινία μας, αφού το πρώτο τραγούδι που ακούγεται είναι η «Φραγκοσυριανή». Η Σύρος μάλιστα είναι και ο τόπος καταγωγής του πατέρα μου, του οποίου η οικογένεια όταν φαλίρισε ήρθε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στο Μεταξουργείο.
Ο τίτλος του έργου προϋπήρχε
Το «Υπάρχω» απέκτησε τον τίτλο του πριν καν γραφτεί το σενάριο. Δηλαδή ο τίτλος προϋπήρχε της ταινίας. Οταν μπήκα κι εγώ στο παιχνίδι, το αρχικό σενάριο που διάβασα είχε τον συγκεκριμένο τίτλο. Και χάρηκα ιδιαίτερα όταν το είδα στην πρώτη μας κιόλας συνάντηση με τον Σαμιώτη και την Μπέη, γιατί, ενώ όπως είπα δεν είχα ιδιαίτερη σχέση με τα τραγούδια του Καζαντζίδη, το «Υπάρχω» ήταν εκείνο που ξεχώριζα και μ’ έκανε να ψαχτώ κάπως με την ιστορία του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι, όταν είχε βγει το τραγούδι στα 70s και έκανε επιτυχία, ο Καζαντζίδης το είχε τραγουδήσει ζωντανά στη δημόσια τηλεόραση.
INFO
H ταινία «Υπάρχω» βγαίνει στις αίθουσες στις 19 Δεκεμβρίου σε διανομή Tanweer