Ο Γιώργος Σερβετάς γράφει στο Docville για την υπόθεση Λιγνάδη: Εμείς ο όχλος

Η τότε σύντροφός µου ήταν βοηθός σκηνογράφου σε µια παράσταση στο Θέατρο Τέχνης, εγώ ήµουν ακόµη φοιτητής στην Πάτρα και όπως ήταν αναµενόµενο πήγαµε να δούµε την πρεµιέρα για την οποία η φίλη µου είχε δουλέψει.

Εκεί λοιπόν, στο Θέατρο Τέχνης, υπήρχε ένας πληθωρικός, άνετος τύπος στην υποδοχή που χαµογελούσε εγκάρδια και υποδεχόταν κάποιους τους οποίους δεν ήξερα αλλά προφανώς έπρεπε να τύχουν τέτοιας υποδοχής. Η σκηνογράφος περίµενε υποµονετικά για να διαπιστώσει ότι στο τέλος θα της είχαν µια έξτρα πτυσσόµενη καρεκλίτσα. Αυτή ήταν η πρώτη µου εµπειρία από την πίσω πλευρά της τέχνης –ο Μοράβια σίγουρα θα ήξερε να την περιγράψει καλύτερα– και οι µετέπειτα εµπειρίες µου ήταν τέτοιες που δεν άλλαξαν τη γνώµη µου.

Επίσης, πρέπει να πω ότι η τότε νεαρή βοηθός σκηνογράφου φίλη µου ήταν µια εξωστρεφής και εντυπωσιακή κοπέλα που όταν δούλευε στα σκηνικά φορούσε ένα κοντό εφαρµοστό σορτσάκι και ήταν πασαλειµµένη µε χρώµατα. Εγώ πάλι ήµουν στον τελευταίο χρόνο των σπουδών µου και διάβαζα ατέλειωτες ώρες µαθηµατικά µε µια παρέα παιδιών το ίδιο ή σχεδόν το ίδιο έξυπνα µ’ εµένα, µε το µυαλό µας να γίνεται χυλός ύστερα από λίγες ώρες και τα αστεία να γίνονται όλο και πιο κρύα. Μου αρέσει αυτή η ιστορία γιατί νοµίζω ότι µε κάποιον τρόπο εµπεριέχει, σε ένα πολύ κλειστό σύνολο, αυτό που παίζει σε µεγάλο βαθµό µε την τέχνη και το πώς την αντιλαµβανόµαστε κοινωνικά, τόσο τα ίδια τα έργα όσο και τους κοινωνικούς ρόλους πίσω από αυτά.

Κάτι άλλο που πρέπει να έχουµε υπόψη είναι ότι η τέχνη ήταν πάντα… είναι ακόµη, µια πολυτελής δραστηριότητα. Χρειάζεται πολλά λεφτά ή πολύ και άνετο χρόνο, που είναι σχεδόν το ίδιο πράγµα. Ή χρειάζεται το ρίσκο της φτώχειας. Είναι το «Mulholland drive» του
Λιντς και το Λος Αντζελες, η πόλη όπου συρρέουν κατά χιλιάδες οι επίδοξοι ηθοποιοί, οι πιο όµορφοι και όµορφες αποφασισµένοι/ες είτε να γίνουν είτε να καταλήξουν ναυάγια. Η πόλη µε τους χιλιάδες αστέγους και τους «Supermen» στη Ηollywood Blvd, αυτό ίσως είναι η µεγάλη πατρίδα όλων των καλλιτεχνών.

Eνα paper που προφανώς δεν το έχω πρόχειρο συνέκρινε την Ακαδηµία ως χώρο εργασίας µε την αγορά των ναρκωτικών. Μια πολύ διευρυµένη βάση φτωχών που ρισκάρουν τη φτώχεια και τη ζωή τους µε την ελπίδα της ανέλιξης σε µια στενή κορυφή όπου χωρούν λίγοι, όπου βρίσκονται όλα τα φράγκα, η δόξα και το σεξ του κόσµου.

Αυτό είναι –ίσως περισσότερο από την Ακαδηµία– και η τέχνη.

Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, άνθρωποι φιλόδοξοι από τη φύση της δουλειάς µας, άνθρωποι που η δουλειά µας είναι να αγωνιζόµαστε ενάντια στην ανασφάλειά µας, γινόµαστε συχνά το άλλοθι για την επιλογή της ασφάλειας που στους καλούς καιρούς ήταν η επιλογή· η συνετή και ένοχη επιλογή της κοινωνίας. Που λογικά, συνετά πράττοντας, ήθελε να καταναλώνει µια ιδέα επικίνδυνης ζωής µέσα από σκανδαλοθηρικές σελίδες, µέσα από κουτσοµπολιά για παρτούζες και ναρκωτικά και προσωπικές καταστροφές. Οι καλλιτέχνες, η συντριπτική πλειονότητα, είναι φτωχοί. Φτωχοί σε στενή γειτνίαση µε τα λεφτά, σε έναν κόσµο όπου η φτώχεια και η αποτυχία είναι η µόνη ντροπή και όπου αυτοί φλερτάρουν καθηµερινά και µε τα δύο, δίπλα σε µια ξεδιάντροπη επίδειξη πλούτου. Θυµάµαι έντονα ποια ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα και την Αθήνα όταν ήρθε η ώρα, το 2013, για την παγκόσµια πρεµιέρα του «Να κάθεσαι και να κοιτάς» [σ.σ.: ταινία σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Σερβετά] στο Φεστιβάλ του Τορόντο, σε µια πόλη υπερβολικά κυριλέ, υπερβολικά καινούργια και γυαλιστερή. Στους δρόµους της Αθήνας άνθρωποι έψαχναν τα σκουπίδια. Εβγαινα για τσιγάρο στο µπαλκόνι και µε ακολουθούσε ο γιος µου, δυόµισι χρόνων τότε, και ένιωθα ταπεινωτικά αµήχανα µπροστά στο θέαµα του ανθρώπου του χωµένου µες στον κάδο. Κάθε παιδική βόλτα µέχρι τον Εθνικό Κήπο περνούσε µπροστά από τα υπολείµµατα χρήσης πρέζας και τα σκουπίδια µπροστά από την τριλογία της Πανεπιστηµίου. Κάθε φίλος που δεν είχε την τύχη να µένει στα Εξάρχεια είχε βρεθεί µπροστά σε κάποιο επεισόδιο φασιστικής βίας στον δρόµο ή στο λεωφορείο ή οπουδήποτε. Σε αυτό το περιβάλλον, όπου ακόµη και το εισιτήριο του λεωφορείου για το αεροδρόµιο µου φαινόταν ακριβό, πέταξα για το Τορόντο όπου µας περίµενε ένα Audi Q5, ένα δωµάτιο µε καλή θέα στο Intercontinental και δείπνα σε πολύ κυριλέ εστιατόρια. Αυτή είναι µια πραγµατικότητα όχι ασυνήθιστη στη δουλειά. Ανθρωποι που µατώνουν για να κάνουν την τέχνη τους πρέπει να παρευρίσκονται σε χώρους όπου ο πλούτος είναι φυσιολογικός, περισσότερο από αυτό, είναι η µόνη φυσιολογική και πρέπουσα ετικέτα. Κάτι ακόµη όχι πολύ σχετικό αλλά υπερβολικά σηµαντικό: το πρώτο πρωί µετά την επιστροφή µου στην Αθήνα γυρίζοντας από τον παιδικό σταθµό έµαθα από µια µαµά για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Το παραπάνω είναι τµήµα ενός κειµένου που είχε γραφτεί προτού σκάσουν οι καταγγελίες για τον πρώην διορισµένο διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, µε αφορµή τη συζήτηση για κακοποιητικές συµπεριφορές στον χώρο του θεάτρου. Στη συνέχεια η κατάσταση κλιµακώθηκε, η δράση του Λιγνάδη αφορούσε πια µάλλον το οργανωµένο έγκληµα και όχι κακοποιητικές συµπεριφορές κι αυτό µε έκανε να το κρατήσω στην άκρη. Το ξαναθυµήθηκα τώρα µε την αποφυλάκισή του.

Παρακολούθησα την ιστορία, τα ποσταρίσµατα και κάποια δηµοσιεύµατα. Μου φαίνεται πως το σηµαντικό στοιχείο στην ιστορία είναι ότι ο καταδικασµένος βιαστής ανηλίκων νιώθει αλλά και είναι δικαιωµένος. Θέλω να πω ότι ο Λιγνάδης έχει επιτελέσει µε πίστη και ακρίβεια τον ρόλο του ως καλλιτέχνη της ΛΜΑΤ (λούµπεν µεγαλοαστική τάξη). Αν ισχύει αυτό που έγραφα παλιά, αν ο κοινωνικός ρόλος του καλλιτέχνη είναι να δείχνει πώς θα µπορούσαν να είναι τα πράγµατα, πώς θα θέλαµε να ζούµε, αν ο ρόλος του είναι να µιλήσει φωναχτά ξεπερνώντας ντροπές και αναστολές, τότε ο Λιγνάδης δεν είναι µόνο ο καταδικασµένος παιδοβιαστής. Είναι το πρότυπο, είναι η φαντασίωση του κάθε παιδοβιαστή που φοβάται να το παραδεχτεί και ντρέπεται γι’ αυτό. Θεωρώ ότι η απελευθέρωσή του δεν σηµαίνει απλώς τη συναλλαγή µε κάποιους που κρατάει. Η αποφυλάκισή του είναι η απελευθέρωση των λούµπεν µεγαλοαστών που θεωρούν την εξουσία τους πάνω στους άλλους φυσική, αυτών που η πραγµατοποίηση του ατιµώρητου εγκλήµατος είναι επιβεβαίωση της προσωπικής τους αξίας. Προσωπικά βρίσκω οµοιότητες µε τη ∆εξιά του Μισέλ Ουελµπέκ [Γάλλος συγγραφέας], µια ∆εξιά που ανυποµονεί να απαλλαγεί από τις αστικές κατακτήσεις, που θεωρεί ότι τώρα µπορεί να αφήσει πίσω αρχές όπως η ισότητα ή τα ανθρώπινα δικαιώµατα. 

Με πολύ λίγα λόγια: ο Λιγνάδης για µια κατηγορία µεγαλοαστών είναι το sex, drugs & rock and roll, είναι ο σταρ που βγαίνει µπροστά και λέει και πράττει φανερά αυτό που εκείνοι δεν τολµούν. ∆εν τολµούν ακόµη. Οπότε, ναι, ο Λιγνάδης δικαιώνει τον ρόλο του. Μας έριξαν το γάντι και η τιµωρία του είναι όρος της ελευθερίας µας. Από το πόσο και αν θα τιµωρηθεί κρίνεται σε κάποιο βαθµό σε τι κοινωνίες θα ζήσουµε. Ο Λιγνάδης πρέπει να τιµωρηθεί, για το καλό το δικό µας.

Ο Γιώργος Σερβετάς είναι συγγραφέας – σκηνοθέτης.