Λίγο προτού ανέβει στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών για δύο µεγάλες συναυλίες για το ρεµπέτικο ο Γιώργος Νταλάρας µιλάει για το τραγούδι και το µεγάλο ταξίδι της ζωής του.
Γιώργος Νταλάρας εφ’ όλης της ύλης σε µία από τις τελευταίες –όπως µου εξοµολογήθηκε– συνεντεύξεις του. Ο Νταλάρας άλλωστε εδώ και πενήντα τόσα χρόνια µιλάει περισσότερο µε τη δουλειά του, µε την προσήλωσή του στο ελληνικό τραγούδι, µε τη στήριξή του στους νέους δηµιουργούς, µε την αναζήτηση του «νέου» που όµως πατάει γερά στο πεπερασµένο ή, σωστότερα, στο διαχρονικό. Αυτό κάνει σταθερά από το ξεκίνηµά του µέχρι σήµερα που µόλις έβγαλε έναν ολοκαίνουριο δίσκο («Κάτι Ελλάδες») και µε ακόµη δύο µεγάλες συναυλίες που θα δώσει µε θέµα το ρεµπέτικο (4 και 5 Μαΐου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών).
Οι «Κάτι Ελλάδες» είναι ένας βαθιά κοινωνικός δίσκος. Αυτό φανερώνουν τραγούδια όπως το «∆ε µε νοιάζει πια» και η «Παναγιά». Είναι πάντα κοινωνικός ο ρόλος του τραγουδιού, ειδικά όταν ο τόπος περνάει δύσκολα;
Αν περνάει δύσκολα; Ο κόσµος αγωνιά. Ψάχνει ένα στήριγµα, την αλήθεια, από κάπου να κρατηθεί, ανθρώπους να τον εκπροσωπήσουν, δικαιοσύνη. Εµείς πάλι κάνουµε αυτό που ξέρουµε. Η µουσική, το τραγούδι όπως το αντιλαµβάνοµαι εγώ, δεν αρχίζει και δεν τελειώνει στο πλαίσιο ενός επαγγέλµατος. Πάντα γράφονταν και θα συνεχίζουν να γράφονται πολιτικά και κοινωνικά τραγούδια, γιατί ακόµα και τα καλά ερωτικά τραγούδια, στιχουργικά, κι αυτά κυρίως τη µοναξιά περιγράφουν. Το τραγούδι –ειδικά στη χώρα µας– είναι η πιο άµεση έκφραση. Στη λύπη, τη χαρά, τη διαµαρτυρία, την απεργία αλλά και στα γλέντια, στις παρέες. Μπορεί να µιλάει πιο εύκολα για πράγµατα που µένουν αγκυλωµένα, κλειδωµένα στις ψυχές των ανθρώπων. Εχει δηλαδή σοβαρή επίδραση στην καθηµερινότητά τους.
Η χηµεία σας µε το δίδυµο Μωραΐτης – Μερτζάνος έχει δώσει και στο παρελθόν καρπούς. Τώρα που κάνατε µια ολοκληρωµένη δουλειά, µιλήστε µου λίγο για τον τρόπο που δουλέψατε µαζί τους.
Ακουσα πριν από µερικά χρόνια το τραγούδι «Κάτι Ελλάδες» των δύο Νίκων, του Μωραΐτη και του Μερτζάνου, από τη ∆άφνη Λέµπερου. Ξετρελάθηκα! Πήρα τον Μωραΐτη στο τηλέφωνο και του το είπα – έτσι κάνω πάντα όταν ακούω κάτι καλό. Κι από εκεί γνώρισα και τον Μερτζάνο. Το πιστεύω πως αυτή η δουλειά βγήκε καλή γιατί τη δουλεύαµε πέντε χρόνια. Ο Νίκος Μωραΐτης είναι ένας στιχουργός που αγάπησε πολύ τους προηγούµενούς του και προσπαθεί µε τον δικό του τρόπο να συνεχίσει την παράδοσή τους. Ο Νίκος Μερτζάνος, πάλι, είναι ένας καλός µουσικός, ταλαντούχος, ευέλικτος. Γράφει πολύ ωραία τραγούδια κι επίσης τραγουδάει πολύ καλά. Βοήθησε πολύ ο Γιώργος Ζαχαρίου µε τις ενορχηστρώσεις του. Σε αυτήν τη δουλειά δεν είµαι µόνος µου. Είναι και ο Κότσιρας, η Ζουγανέλη, ο Μάστορας και βέβαια η Ελένη µας, η Βιτάλη. Τη χάρηκα πολύ αυτήν τη συνεργασία.
Σας είδαµε πρόσφατα στο µεγάλο αφιέρωµα στον Σταύρο Κουγιουµτζή. «Αν δεν υπήρχε αυτός ο άνθρωπος, εγώ δεν θα ήµουν εδώ» είπατε σε µια στιγµή, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης στο κοινό.
Ετσι ακριβώς είναι. Σας έχω ξαναπεί ότι ξεκίνησα πολύ µικρός και ο Κουγιουµτζής µπήκε στη ζωή µου στο τσακ. Είπα στον Μάτσα «δεν πειράζει, κ.. Μάτσα, θα επιστρέψω στα συνεργεία». Αλλιώς το είχα ονειρευτεί. Και τότε, στη µεγάλη απόγνωση, ήρθε η συνεργασία µε τον Σταύρο. Πήγα να τον βρω στην Κυψέλη και όταν µου έπαιξε στο πιάνο το πρώτο τραγούδι είπα «αυτό είναι»! Πάντα θα του οφείλω το ξεκίνηµά µου, που ήταν τελικά όπως ακριβώς το ονειρεύτηκα. Αλλωστε ο χρόνος και ο κόσµος δεν µας διέψευσαν. Ο Σταύρος Κουγιουµτζής είναι ο πρώτος που µου έδωσε φωνή σε δύσκολες εποχές. Είναι όµως και ο Απόστολος Καλδάρας, ο Μάνος Λοΐζος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Μίκης Θεοδωράκης. ∆εν ξεπεράστηκαν ποτέ η αγάπη και η ευγνωµοσύνη µου. Μου έδειξαν εµπιστοσύνη επιλέγοντάς µε όχι µόνο ως ερµηνευτή αλλά και ως παρέα τους κάποιοι.
Ο ∆ηµήτρης Πουλικάκος είχε πει, µιλώντας για τον «τοµέα» του, πως τα µπλουζ είναι η βάση για τα πάντα. Εσείς θα λέγατε το ίδιο για το ρεµπέτικο;
Ο ∆ηµήτρης! Ξέρετε πόσα χρόνια γνωριζόµαστε µε τον ∆ηµήτρη; Από τα χρόνια της αθωότητας. Το ρεµπέτικο είναι το δικό µας µπλουζ και οι µπλουζίστες σίγουρα αγαπούν το ρεµπέτικο. Πέρα από τη µεγάλη του αξία, πρόκειται ίσως για το ισχυρότερο είδος της ελληνικής µουσικής, έχει µεγάλη συναισθηµατική αξία για µένα. Ισως λόγω του πατέρα µου το αποζητώ όπως αποζητούσα κι εκείνον. Παράλληλα µε οτιδήποτε άλλο, πάντα το επανέφερα στη σκηνή και στις ηχογραφήσεις. Αυτό θα γίνει και τώρα µε τις δύο παραστάσεις στις 4 και 5 Μαΐου στο Μέγαρο αλλά και στη συνέχεια της περιοδείας µας στην Ευρώπη. Η παράσταση έχει τον τίτλο «Στους δρόµους του ρεµπέτικου», γιατί ανάµεσα στα ρεµπέτικα θα συµπεριλάβω και τραγούδια σύγχρονων Ελλήνων συνθετών απόλυτα επηρεασµένα από το ρεµπέτικο. Εκτός από τους καταπληκτικούς µουσικούς, θα έχουµε µαζί µας τον Βασίλη Κορακάκη, γέννηµα θρέµµα του Βαγγέλη, την Ασπασία Στρατηγού αλλά κι εκλεκτούς καλεσµένους: τη Χριστίνα Μαξούρη, τη Μαριάννα Κατσιµίχα, την κόρη του Πάνου, και τους Καλογεράκηδες – παιδιά που τα εκτιµώ πολύ όλα τους. Οταν προετοιµάζω µια συναυλία ή έναν δίσκο που έχει αναφορά στο ρεµπέτικο, πετάω από τη χαρά µου.
Το σχήµα-reunion µε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου σηµείωσε µεγάλη επιτυχία, όπως ήταν αναµενόµενο. Μια φορά κι έναν καιρό ήσασταν αµφότεροι στα 40 σας, σήµερα είστε στην όγδοη δεκαετία της ζωής σας. Τι σηµαίνει αυτό; Αναµέτρηση µε τις µνήµες, διάθεση νοσταλγίας, «γνωριµία» µε τις νεότερες γενιές;
Είναι όλα αυτά που αναφέρατε. Είναι οι µνήµες αλλά και η αγάπη και η παραίνεση του κόσµου. Μην το βλέπετε αυτό ως µεγαλόπιασµα. Την ελπίδα και το όραµα αναζητάµε για να συνεχίσουµε. Ξέρετε πόσοι νέοι άνθρωποι έρχονται συγκινηµένοι και µας λένε «είχαµε έρθει στο Αττικόν µε τους γονείς µας, ήµασταν 6, 8, 10 χρόνων»… Τώρα που τελείωσε το πρώτο µέρος της συνεργασίας µας στο Vox σκέφτοµαι τι κράτησα από τον κόσµο που µε πάθος αναζητούσε να βρει µια θέση για να παρακολουθήσει από κοντά. Είναι ακριβώς τα ίδια πράγµατα, όπως και τότε. Η συγκίνηση, η αγάπη από εκείνους που είναι συνοµήλικοί µας και βέβαια η αγάπη από τα παιδιά τους που είναι πια µεγάλοι άνθρωποι. Μα πάνω από όλα κράτησα αυτή την πολύτιµη, την αναλλοίωτη σχέση µε τον Βασίλη. Είναι σπάνιος ο Βασίλης, είναι φίλος µου και δεν το λέω εύκολα αυτό ξέρετε. Και πώς να το κάνουµε, καµαρώνουµε που µας αντιµετωπίζουν ως µυθιστορηµατική συνύπαρξη. Κάπου το άκουσα αυτό και στην αρχή µε ξένισε. Αλλά µετά το κατάλαβα και πρέπει να πω ότι το χαρήκαµε και οι δύο πολύ. Ολοι έπαιξαν ρόλο σε αυτήν τη συνεργασία. Οι µουσικοί πήραν φωτιά. Οι τεχνικοί µας έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Ο σκηνοθέτης µας ο Αγγελος Τριανταφύλλου, ο Σπύρος ∆ερβενιώτης και βέβαια ο Οδυσσέας Ιωάννου, ο ευφυής και πολυµήχανος Οδυσσέας, που έκανε σπουδαία δουλειά µε τα κείµενά του, µε την ιστορία του που κλείνει µε τη φράση «φτάσανε στο 2025 και συνεχίζουνε». Και θα συνεχίσουµε λίγο ακόµα, κατ’ απαίτηση του κοινού.
Σας είδαµε µαζί µε τη σύζυγό σας να κυκλοφορείτε ανάµεσα στον κόσµο που διαδήλωνε για τα Τέµπη. Αρκετοί άλλοι συνάδελφοί σας πιθανώς να µην το έκαναν, για να µη «δυσαρεστήσουν» το κοινό τους. Τα προσωπικά πιστεύω του καλλιτέχνη µπαίνουν πάντα στην υπηρεσία του «κοινού καλού»;
Νοµίζω ότι αυτή η ιστορία έχει συνεγείρει όλο τον κόσµο. ∆εν πήγα ως καλλιτέχνης, ως πολίτης ήµουν παρών. Κι εγώ και η Αννα. Η συµµετοχή του καθενός εξαρτάται από τον αξιακό του κώδικά και µόνο. Βγήκαµε στους δρόµους, όλος ο κόσµος, γιατί τα Τέµπη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της θλίψης, της οργής και της αδικίας. Είναι υποχρέωσή µας όχι µόνο να στεκόµαστε αλληλέγγυοι στον βαρύ πόνο και στο πένθος των ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους, αλλά να ζητάµε µαζί τους απονοµή δικαιοσύνης κι ανάληψη ευθύνης. Ο κόσµος δεν κατέβηκε στον δρόµο επειδή το υπέδειξε κάποιο κόµµα. Προφανώς έχει τα πιστεύω του και κάπου ανήκει, αλλά αυτή η παρόρµηση ήταν υπεράνω πολιτικής κατεύθυνσης. Θέλησε να διαµαρτυρηθεί και να ξεκαθαρίσει πως εδώ είµαστε όλοι µαζί. Θέλησε να εκφράσει την αγωνία του και να ζητήσει κάθαρση. Είναι αρκετά όσα ζήσαµε και µας βαραίνουν τόσα χρόνια. Κι επειδή πολλή συζήτηση γίνεται, σας δηλώνω ότι ποτέ δεν ένιωσα επιλεκτική θλίψη όσον αφορά τις τραγωδίες των τελευταίων ετών. Σας θυµίζω τη συναυλία για το Μάτι στη µνήµη του Μάνου Ελευθερίου, που έφυγε εκείνες τις ζοφερές µέρες. Οπως επίσης και τη συναυλία για τις φωτιές στην Εύβοια που έγινε στο Καλλιµάρµαρο. Τέλος πάντων, για τα Τέµπη διαδηλώσαµε ως πολίτες και µετρηθήκαµε όπως όλοι στην πλατεία. Μετρηθήκαµε σε εκείνο το τετραγωνικό µέτρο που µας αναλογούσε. Και µαζί µετρήσαµε το πόσο ενεργοί πολίτες µπορούµε να γίνουµε, διεκδικώντας καλύτερη δικαιοσύνη, καλύτερες κι ασφαλείς µετακινήσεις, καλύτερο και πιο αξιόπιστο κράτος.
Τον τελευταίο καιρό οποιαδήποτε δήλωσή σας γίνεται πηγή για συχνά… beef, η νέα τάση των µίντια. Τι συµβαίνει και όλοι ασχολούνται µε το τι λέει κάθε φορά ο Νταλάρας; Συγγνώµη, αλλά έχει και λίγο την πλάκα του, ειδικά όταν τέτοια θέµατα ξεχνιούνται µέσα σε λίγα 24ωρα.
Beef! Ωραίο! Το λένε τα εγγόνια µου συνέχεια. Μπα! ∆εν ξεχνιούνται σε λίγα 24ωρα. Το αναπαρήγαγαν οι πρωινές εκποµπές για µέρες, όπως µου είπαν. ∆εν λέω τίποτε, µωρέ. Αυτά που πιστεύω λέω. Τώρα θα αλλάξω, στα γεράµατα; Είµαι στον δρόµο από επτά χρόνων, µόνος µου. Εχω ζήσει δέκα ζωές µε ρίσκο αλλά καθαρά, πολύ καθαρά και µε αυτήν τη διαρκή αγωνία µου για τον τόπο και τους ανθρώπους του. Ηµουν ένα παιδί που ξεκίνησε σχεδόν από το τίποτα. Προσπάθησα όµως πολύ. ∆εν ξέχασα ποτέ ούτε το ξεκίνηµα αλλά ούτε και τις δυσκολίες της διαδροµής. ∆εν θέλω να κουνάω το δάχτυλο, έτσι φαίνεται, ε; Ισως γιατί για µένα η κοινωνία ήταν οι δάσκαλοί µου και όποτε µιλάω δηµόσια µεταφέρω αυτή την αγωνία µου χωρίς να αυτολογοκρίνοµαι. Πιστεύω πως απευθύνοµαι σε ανθρώπους που νοιάζονται το ίδιο κι έχουν την ίδια πρόθεση και την ίδια προτεραιότητα. Αφέλεια; Εµµονή; ∆εν ξέρω. Για µένα είναι ανάγκη. Την ώρα που µιλάω δεν υπάρχει ούτε αναστολή ούτε beef, σωστά το λέω; Εγώ δεν ξέρω από κοινωνικές ισορροπίες. Τη φήµη που απέκτησα την υποτίµησα.
Υπάρχουν πράγµατα για τα οποία έχετε µετανιώσει στο µεγάλο αυτό ταξίδι της ζωής και της τέχνης; Πράγµατα που έχουν να κάνουν µε πρόσωπα και καταστάσεις.
Φυσικά και υπάρχουν, αν και πιο πολύ µετανιώνω για πράγµατα που δεν έκανα. Κάνοντας απολογισµό όµως, πιστεύω πως δεν αδίκησα ανθρώπους. Ισως ήµουν λίγο παραπάνω αυστηρός και δεν άφηνα τίποτα να πέσει κάτω. Θέλω όµως να σας επαναλάβω, γιατί σε λίγο καιρό θα τελειώσουµε µε τις συνεντεύξεις, ότι ποτέ δεν µε ενόχλησε η αυστηρή κριτική για τη δουλειά µου ή για τις επιλογές µου. Με ενοχλούσε όµως πάρα πολύ και το έπαιρνα τοις µετρητοίς όταν αµφισβητούσαν το κίνητρό µου. Τρελαινόµουν. Ξέρετε, επειδή µεγάλωσα µόνος µου, ίσως αυτό οφείλεται λίγο στη δυσκολία επικοινωνίας µε τους ανθρώπους. Γκρι δεν υπήρχε. Ασπρο µαύρο µόνο. Η Αννα µε βοήθησε πολύ να το λειάνω αυτό.
Στο οµότιτλο τραγούδι ο Μωραΐτης γράφει «Κάτω απ’ τις παράγκες, κάτω απ’ τα γιαπιά ζούνε κάτι Ελλάδες». Αναρωτιέµαι αν το ζητούµενό σας από το τραγούδι ήταν ανέκαθεν αυτοί οι άνθρωποι στις παράγκες ή τις φαβέλες, αν ζούσαµε στη Βραζιλία.
Μα είµαι ένας από αυτούς που γεννήθηκαν σε παράγκα, στο τέλος του Εµφυλίου. Οχι µόνο δεν το ξεχνάω ποτέ, αλλά ήµουν πάντα ιδιαίτερα περήφανος γι’ αυτό. Σε εκείνες τις παράγκες, µε την αγάπη και τη βοήθεια κυρίως της µητέρας µου, οπλίστηκα µε τεράστια αντοχή αλλά και µε πείσµα. Επειτα από τόσα χρόνια σάς λέω πως εκείνη η ζωή στις παράγκες ή στις κοινές αυλές µε έκανε να αισθάνοµαι την αγωνία και το παράπονο του άλλου. Κάθε εποχή όµως έχει τις δικές της παράγκες και τα δικά της γιαπιά. Κι έχει και τις δικές της φυλακές. ∆εν βαριέσαι. Κάθε φορά που συζητάµε στα ίδια καταλήγουµε. Τι άλλο να κάνουµε όµως; Το τραγούδι είχε πάντα αυτό τον ρόλο. Αυτά έµαθα, γι’ αυτά τραγουδάω, γι’ αυτά ζω.