Ο Γιώργος Νταλάρας γράφει στο Docville για τον Μίκη Θεοδωράκη

Εικόνες και ήχοι της συνάντησης του Μίκη Θεοδωράκη με τον Γιώργο Νταλάρα που επαναλήφθηκε πολλές φορές μες στον χρόνο.

Ο Μίκης είναι από εκείνους τους ανθρώπους που αν δεν υπήρχαν στη ζωή του τόπου µας αλλά και στη ζωή του καθενός µας σίγουρα η πορεία µας θα ήταν διαφορετική. Ο Μίκης µεγάλωσε µες στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας και µαζί τη µεγάλωσε. Είναι το παιδί, ο έφηβος, ο νέος, ο ώριµος άντρας της ιστορίας και του πολιτισµού µας. Πνεύµα σπινθηροβόλο, ανήσυχο, είχε µια συνεχή και διαλεκτική σχέση όχι µόνο µε τον τόπο µας αλλά και µε τον κόσµο όλο. Από τη Χίο και την Κρήτη µέχρι την Κούβα, τη Ρωσία, την Ευρώπη και όλη τη Λατινική Αµερική. Πενθούµε αλλά µόνο τη φθαρτή του υπόσταση. Αυτό το δυνατό, στιβαρό σώµα που πέρασε και άντεξε πολέµους, διωγµούς, φυλακές, προβοκάτσιες, κυνηγητά. Μένουν όµως για πάντα το πνεύµα, η βαθιά ψυχή του και το ανεξάντλητο έργο του.

Κοινός τόπος για εµάς τους µουσικούς ο µουσικός Μίκης Θεοδωράκης που διαχειρίστηκε µε µεγαλοφυή τρόπο, σχεδόν ιερό, την υψηλή ποίηση κάνοντάς την τραγούδι. Ενα τραγούδι αξιοπρέπειας και παρηγοριάς που χάρισε στον κόσµο ως εθνικός ευεργέτης. Ανεκτίµητη περιουσία και παρακαταθήκη για όλους µας.

Πρωτοείδα τον Μίκη µικρό παιδί. Με πήγε η µάνα µου, που τον γνώριζε από το ΕΑΜ, στο σπίτι του στη Νέα Σµύρνη. Οταν µου µίλησε συνειδητοποίησα ότι ο άνθρωπος αυτός που µε τα τραγούδια του µε έκανε να ψηλώνω δέκα πόντους είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ήταν σαν να µε χτύπησε ηλεκτρικό ρεύµα. Αργότερα, το 1972, τον συνάντησα ξανά στο Παρίσι µε πρώτο καρπό της γνωριµίας µας τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και ακολούθησαν το «Κόκκινο τριαντάφυλλο», το «Ραντάρ» του Τριπολίτη και οι αµέτρητες συναυλίες στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσµο µε τα µεγάλα του έργα.

Από τη θρυλική συναυλία στο Στάδιο Καραϊσκάκη στις 9 Οκτωβρίου 1974. Σε πρώτο πλάνο ο Μίκης με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου και πίσω η Μαρία Φαραντούρη, ο Μανώλης Μητσιάς και ο Γιώργος Νταλάρας

 

Η σχέση µου µε τον Μίκη αποτυπώνεται σε εικόνες αυτής της διαδροµής. Στο Παρίσι –ο Μίκης εξόριστος– να δοκιµάζουµε στο πιάνο τα λιανοτράγουδα του Ρίτσου. Ταξίδι στην Κούβα – ο Φιντέλ να κοιτάει εκστασιασµένος τον Μίκη να διευθύνει. Θυµάµαι τη «Σύνοψη» του Τριπολίτη που τραγουδήσαµε µαζί στο στούντιο· τον παρακαλούσα να το πούµε άλλη µια φορά και µου έλεγε «φτάνει, παιδί µου». Θυµάµαι τα καλά του λόγια µετά την ηχογράφηση της «Ρωµιοσύνης»: «Γιώργο, τραγούδησες σαν αντάρτης».

Σήκωσε στους ώµους του έναν αιώνα όλη την Ελλάδα. Τη σήκωσε και την πήγε στα πέρατα της γης. Και ένα πράγµα που δεν θα ξεχάσω στη ζωή που µου µένει είναι η ανεκτικότητα, η µεγαλοψυχία και η συγχώρηση που έδινε ακόµη και στους δεσµοφύλακές του στα πικρά χρόνια της φυλακής και της εξορίας.

Όποτε συναντιόµασταν σήκωνα τα µάτια µου ψηλά για να συναντήσω το βλέµµα του. Τη µέρα που έφυγε τα κατέβασα για πρώτη φορά για να τον δω. Τώρα όµως θα συνεχίσω να κοιτάω πάντα ψηλά µε αγάπη και ευγνωµοσύνη για όσα µας πρόσφερε µε την τέχνη του και το υπόδειγµα της ζωής του.