O Γιώργος Αρβανίτης στο Documento: «Εχουν απαξιώσει τον πολιτισμό στην Ελλάδα»

Φωτoγραφία: Γιώργος Κονταρίνης/ Eurokinissi

Ο σπουδαίος διευθυντής φωτογραφίας Γιώργος Αρβανίτης σε μια κουβέντα για τα δύσκολα παιδικά χρόνια, τη θητεία στη Φίνος, τη συνεργασία με τον Αγγελόπουλο, τη διεθνή καριέρα και βεβαίως το φως.

Ο διευθυντής φωτογραφίας είναι μετά τον σκηνοθέτη ο σημαντικότερος συντελεστής μιας ταινίας. Είναι εκείνος που μέσα από το πλάνο του φωτίζει χώρους και πρόσωπα και αφηγείται μια ιστορία. Ο Γιώργος Αρβανίτης, ένας ζωντανός θρύλος του παγκόσμιου κινηματογράφου με θητεία στις παλιές ταινίες του Φίνου, στο ποιητικό σύμπαν του Θόδωρου Αγγελόπουλου αλλά και σε τεράστιες ξένες παραγωγές, έχει σημαδέψει μια ολόκληρη εποχή. Αφορμή γι’ αυτήν τη συνέντευξη «έξω απ’ τα δόντια» ήταν η εξαιρετική βιογραφία του διά χειρός Ελισάβετ Χρονοπούλου που κυκλοφόρησε πρόσφατα («Μια ζωή στο φως», εκδόσεις Πατάκη).

Η Ελισάβετ Χρονοπούλου περιγράφει στην εισαγωγή πως όλα ξεκίνησαν από μια τυχαία συνάντησή σας κάποτε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Επειτα απ’ αυτή την ιστορία η Ελισάβετ άρχισε να με πολιορκεί. «Πρέπει να γράψεις» μου έλεγε συνέχεια. «Εγώ είμαι της εικόνας, δεν γράφω» της απαντούσα, θεωρώντας πως υπάρχουν χιλιάδες άλλες ιστορίες ανθρώπων πολύ πιο ενδιαφέρουσες απ’ τη δική μου. Επέμενε και στο τέλος της είπα: «Ε κάν’ το εσύ». Οταν ξανάρθα στην Ελλάδα για την τελευταία ταινία του Γαβρά της είπα να μου ξανάρθει με το μαγνητόφωνό της. Επί δεκαπέντε μέρες τής διηγούμουν ιστορίες κι εκείνη κατέγραφε. Κάθισε μετά και δούλεψε το υλικό, βρήκε όλη τη φιλμογραφία μου με λεπτομέρειες, τα πάντα, κάνοντάς μου τελικά μια μεγάλη έκπληξη. Στην πρώτη παρουσίαση που κάναμε τα βιβλία εξαντλήθηκαν και είχαμε πάρα πολύ κόσμο. Ολο αυτό οφείλεται πραγματικά στη δουλειά της Ελισάβετ.

Εμένα αυτό που με συγκλόνισε στο βιβλίο ήταν οι αφηγήσεις για τους γονείς σας και τα παιδικά σας χρόνια.

Τους κουβαλάω έντονα τους γονείς μου. Η μάνα μου ήταν σπουδαία γυναίκα, αγράμματη, αλλά με τρομακτική ψυχική καλλιέργεια. Του πατέρα μου δεν θυμάμαι καν το πρόσωπό του. Πέθανε νεότατος και η μάνα μου έφυγε με το όνομά του στα χείλη της, δεν πρόλαβαν να ζήσουν μαζί. Στη βάφτιση του ενός γιου μου κόντεψα να τη χάσω όταν άκουσε πως θα τον ονομάζαμε Γρηγόρη. Επαθε κλονισμό, ήταν σαν να ξαναγύριζε ο πατέρας μου στο χωριό μας. Τουλάχιστον της δώσαμε την ικανοποίηση εγώ και ο αδερφός μου ότι γίναμε κάτι.

Λέτε επίσης στο βιβλίο πως η πηγή για να δουλέψετε με το φως δεν ήταν ακριβώς το φως, αλλά το σκοτάδι και οι σκιές. Κάπως έτσι το λέτε.

Η πρώτη φορά που κατάλαβα το φως ήταν στην πρώτη ταινία που γύρισα στην Ευρώπη, στις Βρυξέλλες. Προηγουμένως, με την «Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου βγήκε το φως των παιδικών μου χρόνων. Ξύπνησα και τα είδα όλα βρεγμένα και μαύρα. Εκεί είπα: «Το ξέρω αυτό το φως», αφού δεν θυμόμουν ηλιόλουστη μέρα στην παιδική μου ζωή. Φτάνοντας στο Βέλγιο διαπίστωσα πως στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου κοίταζα συνέχεια το ταβάνι. Οταν σηκώθηκα είχαν περάσει τρεις ώρες και συνειδητοποίησα πως το φως με είχε καθηλώσει. Βγήκα μετά έξω και είδα τους ανθρώπους να περπατάνε πιο αργά και να μιλάνε πιο σιγά. Τα σπίτια δεν είχαν μπαλκόνια, κάτι που σαφώς επηρέαζε και την ψυχοσύνθεση αυτών των ανθρώπων. Ημουν σε μια ξένη χώρα και έπρεπε να παρατηρώ τους ανθρώπους με τη διαφορετική κουλτούρα και το διαφορετικό φως. Αν δεν τους γνωρίσεις, δηλαδή, πώς θα τους φωτογραφίσεις; Τον Ελληνα τον ήξερα: τρελός, πολυλογάς, δεν ακούει τίποτε, άναρχος κ.λπ.

Γιάννης Δαλιανίδης, Γιώργος Αρβανίτης και Ζωή Λάσκαρη στα γυρίσματα της ταινίας «Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο»

Μελετώντας την ανθρωπογεωγραφία φτάσατε στο φως.

Στην εφηβεία μου, που δεν κατάλαβα ειλικρινά πώς πέρασε, την ώρα που η μέρα έδινε τη θέση της στη νύχτα εμένα μ’ έπιανε κάτι στο στήθος και πήγαινα κι έκλαιγα σε μια γωνιά. Οταν τελείωνα κάτι άλλαζε μέσα μου, με σημάδευε το φως. Με την παρατήρηση της ζωγραφικής τέχνης κατάλαβα πολλά πράγματα.

Φυσική εξέλιξη το ότι για τον «Θίασο» μελετήσατε τους πίνακες του Τσαρούχη.

Είχα βρει ένα ημερολόγιο των τσιμέντων Ηρακλής που από πίσω είχε μια ακουαρέλα του Τσαρούχη. Ηταν σαν να έβλεπα εικόνα του «Θιάσου». Με τους ζωγράφους διαπίστωσα πως στους πίνακές τους πάντα με τραβούσε ένα σημείο. Γιατί, αναρωτιόμουν, επικεντρωνόταν εκεί το βλέμμα μου; Ηταν η σύνθεση του κάδρου και του φωτός, κάτι που εφάρμοσα στη δουλειά μου. Ετσι κάνω φως και κάμερα πάντα, δεν «δίνω» το μάτι μου σε άλλον, ενώ συνήθως συνεργάζονται ο διευθυντής φωτογραφίας και ο κάμεραμαν.

Δεν ήταν «κάπως» απ’ τη Βουγιουκλάκη και τη Λάσκαρη να φωτογραφίζετε τον Ιαν ΜακΚέλεν και τον Λεονάρντο ΝτιΚάπριο;

Η Βουγιουκλάκη μου είχε πει κάποια στιγμή «θα σε εξαφανίσω» και της απάντησα «λες κουταμάρες, εγώ μέχρι τα 80 μου θα φωτογραφίζω κι εσύ σε δέκα χρόνια δεν θα φωτογραφίζεσαι» κι έγινε το σώσε. Ηταν η εποχή που είχε σβήσει το τσιγάρο σε πρόσωπο τεχνικού κι εγώ είχα πάει μάρτυρας κατηγορίας. Ηξερα γιατί με πήρε εμένα ο Φίνος. Κάναμε τα μιούζικαλ και δεν μπορούσα να φωτίσω όπως ήθελα. Οταν δεν έπαιζαν οι πρωταγωνιστές, στις σκηνές με τους β΄ ηθοποιούς, έκανα αυτό που ονειρευόμουν, το οποίο βέβαια χανόταν μες την ταινία. Μ’ έβλεπε ο Φίνος που ανεβοκατέβαινα για να δω μετά τη δοκιμαστική προβολή και απορούσε. «Τι κάνεις;» με ρώταγε, αλλά μου είχε πολύ μεγάλη αδυναμία. Στο «Οι θαλασσιές οι χάντρες» έκανα μια καθαρά ελληνική φωτογραφία χωρίς χολιγουντιανή ψευδεπίφαση. Μάλιστα η Ελισάβετ τώρα βρήκε μια κριτική του Αγγελόπουλου από εκείνα τα χρόνια, όταν δεν τον είχα γνωρίσει καν, στη «Δημοκρατική Αλλαγή». Εγραψε ο Θόδωρος ότι «κρίμα γιατί χάνεται αυτή η καταπληκτική δουλειά ενός πολύ νέου φωτογράφου» κ.λπ. Δεν την είχα δει την κριτική και ούτε τη συζητήσαμε ποτέ με τον Θόδωρο. Πάντως όλοι οι ηθοποιοί απ’ τη στιγμή που η παραγωγή σε έχει βάλει διευθυντή φωτογραφίας έτσι σε αντιμετωπίζουν. Ερχόταν ο Ιαν ΜακΚέλεν και καθόταν αδιαμαρτύρητα απ’ το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα στο γύρισμα. Οι Ελληνες, όμως, μπορεί να έρχονταν την τελευταία στιγμή ή να μην ήταν καν έτοιμοι. Η διαφορά μεταξύ Ευρωπαίων και Ελλήνων είναι η εξής: τι χαρακτήρα έπαιζε η Βουγιουκλάκη; Τον ίδιο πάντα. Ε δεν μπορούσα να τη φωτίσω διαφορετικά. Καμιά φορά με ρωτάνε πώς φωτίζω πρόσωπα και απαντάω πως φωτίζω χαρακτήρες, όχι πρόσωπα. Κι ο Χίτσκοκ αν ζούσε και με ζητούσε, θα ήξερα τη δουλειά του. Θα διάβαζα καταρχάς το σενάριο και θα κουβέντιαζα μαζί του για να βρίσκαμε ένα δρόμο. Ο διευθυντής φωτογραφίας κάνει εικόνα το όνειρο του σκηνοθέτη. Δουλεύω πια πολύ περισσότερο με ξένους σκηνοθέτες. Δεν ένιωσα φοβία με την Ελεν Μπέρστιν ή με την Μπίμπι Αντερσον. Παναγία μου, όταν ήρθε στο γύρισμα! Μια συνεργασία ονειρική μαζί της.

Με τον Ζιλ Ντασέν στα γυρίσματα της ταινίας «Κραυγή γυναικών»

Πώς κρίνετε το επίπεδο της ελληνικής τηλεόρασης;

Φρικτότατο. Υπάρχει μια εκπομπή πρωινή στη Γαλλία που τη βλέπω επί 35 ολόκληρα χρόνια. Λέγεται «Telematin» και έχει για θέματα βιβλίο, θέατρο, χορό, μουσική, μαγειρική, τα πάντα. Εδώ βλέπεις εκπομπές με κάτι χρώματα απαίσια, που λέγονται πράγματα απίστευτα και λέω «φαντάζεσαι να δούλευα μ’ αυτούς;»… Δυστυχώς τον πολιτισμό στην Ελλάδα τα πολύ τελευταία χρόνια τον έχουν απαξιώσει τελείως, δεν τους ενδιαφέρει. Πάνε τώρα να συγχωνεύσουν το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου με το ΕΚΟΜΕ. Μα το ΕΚΟΜΕ έγινε για να προσελκύουν εδώ ξένους παραγωγούς και με τα χρήματα να βοηθηθεί ο ελληνικός κινηματογράφος ώστε να γίνει εξαγώγιμος. Προτεραιότητά τους είναι η τηλεόραση και τα πρωινάδικα.

Αυτό είναι ίδιον της χώρας μας ή γίνεται και έξω;

Οχι, δεν γίνεται έξω. Εδώ τους ενδιαφέρει μόνο το χρήμα και μάλιστα στο μεταξύ τους. Απ’ την άλλη, οι άνθρωποι του ΕΚΟΜΕ είναι λογιστές, δεν ξέρει κανένας από κινηματογράφο. Σιγά σιγά θα διαλυθεί τελείως το ΕΚΚ. Οταν έφυγα στο εξωτερικό οι άνθρωποι εκεί με ρωτούσαν: «Τι ξέρεις;». Εδώ σε ρωτάνε: «Ποιον ξέρεις;». Κάποτε που ήμουν σε μια επιτροπή έγκρισης σεναρίων είχα απορρίψει ένα σενάριο που θα γινόταν κουτσή ταινία βάσει του μπάτζετ που ζητούσε. Σκύβει ένας στ’ αυτί μου και μου λέει: «Πρέπει να τα πάρει τα χρήματα γιατί είναι εντολή άνωθεν». Απάντησα: «Να του τα δώσει ο άνωθεν, όχι εγώ». Και έφυγα.

Νιώθετε πίκρα;

Νιώθω, ναι, γιατί έχω δώσει το αίμα μου στον ελληνικό κινηματογράφο και μέχρι τώρα έχω πείρα που θα μπορούσα να μεταδώσω. Δεν μπορώ να διδάξω σε σχολή επειδή δεν έχω τελειώσει πανεπιστήμιο, μπορώ όμως να διδάσκω στη Fèmis επειδή εκεί κοιτάζουν το έργο μου, όχι τις σπουδές μου. Ακόμη διδάσκω πρακτική. Εδώ τα παιδιά βγαίνουν απ’ τις σχολές κινηματογράφου μόνο με θεωρία. Αν όμως οι σχολές δεν έχουν εξοπλισμό, τι να κάνουν;

Ο Γιώργος Αρβανίτης με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο

Τον αγαπούσατε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο;

Τον αγαπούσα. Είχε τις ιδιοτροπίες του αλλά δεν τον θαυμάζουμε γι’ αυτές. Τον θαυμάζουμε για το έργο του. Αισθητική πληρότητα σαν του «Θιάσου» ξανάζησα σε μια ταινία που έκανα στην Αγγλία εποχής Κρόμγουελ. Ηταν σαν να έβλεπες πίνακα του Ρέμπραντ. Φωτισμοί, σκηνικά, κοστούμια, ηθοποιοί, όλα. Οι μεγαλύτεροι ηθοποιοί στον κόσμο είναι για μένα οι Εγγλέζοι και οι Ρώσοι.

Εδώ που καθόμαστε τώρα πώς θα σχολιάζατε το αττικό φως;

Αυτό το αττικό φως έχει αλλάξει. Αρχιτεκτονικά, ας πούμε, δεν υπάρχει αττικό φως, αφού άμα πας προς το πιο κέντρο, οι τζαμαρίες αντανακλούν το φως, πέφτει και το καυσαέριο, άσ’ τα να πάνε. Δεν υπάρχει πια το αττικό φως των δεκαετιών του ’50 και του ’60 με τα νεοκλασικά κ.λπ.

Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο;

Είμαι μεγάλος, 83 ετών. Οι ασφαλιστικές δεν με ασφαλίζουν πλέον λόγω ηλικίας και πρέπει πάντα να έχω ένα βοηθό που θα μ’ αντικαταστήσει ανά πάσα ώρα και στιγμή αν μου συμβεί κάτι στο γύρισμα. Μέχρι τώρα είχα τον γιο μου και τον έχω, αλλά σκεφτείτε πως έκανα και 112 ταινίες συνολικά πέρα από σίριαλ και ντοκιμαντέρ. Προσπαθώ να βρω χρήματα για να κάνω μια μικρού μήκους ταινία.

Εδώ ή στη Γαλλία;

Εδώ… Είχα τα δικαιώματα ενός βιβλίου της Ζωρζ Σαρή που ήταν νονά του μεγάλου μου γιου. Δεν ήθελα εγώ να μπει το όνομά μου σε μια σειρά οχτώ επεισοδίων που σχεδιάζαμε και που καταθέσαμε στην ΕΡΤ. Δύο χρόνια και δεν έχουμε πάρει απάντηση… Και για μια μικρού μήκους ταινία δεν θέλω να ζητήσω χρήματα απ’ το ΕΚΚ. Προηγούνται νέα παιδιά, δεν θα τους πάρω εγώ τα χρήματα για τις ταινίες τους. Να τα βοηθήσω τα παιδιά, όχι να τους την «μπω» επειδή είμαι ο Αρβανίτης.

Βγάλατε λεφτά στη ζωή σας, κ. Αρβανίτη;

Λεφτά δεν έκανα, αλλά κατάφερα να έχω καλό επίπεδο ζωής. Να κάνω ένα σπίτι και να δώσω δωρεάν παιδεία στα παιδιά μου στο εξωτερικό. Δωρεάν υγεία ακόμη.

Λίγο το ’χετε αυτό με τη δωρεάν υγεία;

Εγώ απορώ: Πρέπει ο Eλληνας να φτάσει να μην έχει πενηνταράκι στην τσέπη για να επαναστατήσει; Τις προάλλες στο σουπερμάρκετ μια κυρία είδε το συνολικό νούμερο στην ταμειακή και κάνει «μισό λεπτό» κι αρχίζει να αφαιρεί πράγματα απ’ το καλάθι της. Αναρωτήθηκα πού ζούμε… Ακουσα τον κ. Αυτιά που βγήκε και είπε «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» και θέλω να τον ρωτήσω: Ποια πατρίδα, αυτή που δεν δίνει τίποτε δωρεάν στον κόσμο; Η θρησκεία τι δίνει, που τρώνε οι παπάδες και τους πληρώνουμε; Ή η οικογένεια που κατάφεραν να τη διαλύσουν; Τι να λέμε τώρα…

Ισως επειδή ζείτε έξω δεν έχετε συνειδητοποιήσει τη φτωχοποίηση των Ελλήνων.

Θα σας πω ένα ανέκδοτο: Συναντιούνται ένας Αμερικανός, ένας Αγγλος κι ένας Ελληνας σκηνοθέτης. Λέει ο Αμερικανός: «Εγώ με την ταινία που έκανα πήρα ένα σπίτι στο Μαλιμπού και τα υπόλοιπα τα έβαλα στην άκρη». Λέει ο Αγγλος: «Εγώ με την ταινία που έκανα πήρα μια Rolls Royce με δερμάτινα καθίσματα, με μπαρ κ.λπ. και τα υπόλοιπα τα έβαλα στην άκρη». Λέει κι ο Ελληνας: «Εγώ με την ταινία που έκανα πήρα μια τηλεόραση». Τον ρωτάνε οι άλλοι: «Και τα υπόλοιπα;». Απαντά ο Ελληνας: «Τα υπόλοιπα μου τα ’βαλε η μάνα μου»…