Ο Γιώργος Αρβανίτης για το φως και τις σκιές – Η βιογραφία του κορυφαίου κινηματογραφιστή

Ο Γιώργος Αρβανίτης για το φως και τις σκιές – Η βιογραφία του κορυφαίου κινηματογραφιστή

Όπως όλα τα ωραία, έτσι και η βιογραφία του κινηματογραφιστή Γιώργου Αρβανίτη δια χειρός της κινηματογραφίστριας και συγγραφέα Ελισάβετ Χρονοπούλου γεννήθηκε σε ανύποπτη στιγμή, όταν ένα βράδυ τον Νοέμβριο του 2018, μετά τις προβολές του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συναντήθηκαν τυχαία. Η μια κουβέντα έφερε την άλλη, μαζί και την ιδέα για ένα βιβλίο που δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου. Η βιογραφία «Γιώργος Αρβανίτης – Μια ζωή στο φως» (εκδ. Πατάκη) αποτελεί ένα εξαιρετικά ζωντανό κείμενο στο οποίο έχει διατηρηθεί η προφορικότητα κι αυτό έχει επιτευχθεί μέσα από τον τρόπο που είναι γραμμένο: διατηρούνται αυτούσιες οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις με ενδιάμεσα σχόλια, μια μέθοδος που τα τελευταία χρόνια συναντάμε όλο και συχνότερα στις βιογραφίες.

Το βιβλίο εκκινεί από τα παιδικά χρόνια του κινηματογραφιστή στην ορεινή Φθιώτιδα τα οποία στιγματίστηκαν από την εμπειρία της κατοχής, τη θανάτωση του αντάρτη πατέρα του και την κράτηση της μητέρας του στις φυλακές Αβέρωφ, γεγονότα που οδήγησαν στον βίαιο ξεριζωμό των τεσσάρων παιδιών της οικογένειας, τα οποία βρέθηκαν να μεγαλώνουν στην Αθήνα με συγγενείς. Ο Αρβανίτης σπούδασε ηλεκτρολόγος στη Διπλάρειο Βιοτεχνική Σχολή και οι γνώσεις που απέκτησε εκεί του άνοιξαν τις πόρτες του κινηματογράφου. Αρχικά από το 1959 εργάστηκε ως βοηθός οπερατέρ και στη συνέχεια, σε ηλικία μόλις 25 χρόνων, ως διευθυντής φωτογραφίας στη Φίνος Φιλμ. Εκεί είχε την ευκαιρία να φωτίσει τους ηθοποιούς μερικών από τις πιο δημοφιλείς και κερδοφόρες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, όπως «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά», «Η αρχόντισσα και ο αλήτης», «Η νεράιδα και το παλικάρι».

Από τα σημαντικότερα σημεία του βιβλίου είναι οι παρατηρήσεις του Αρβανίτη πάνω στο φως και τη σκιά, το αρχετυπικό δίπολο πάνω στο οποίο δομήθηκε η ματιά και η πορεία του. Αφετηρία του είναι η επαφή του με τη ζωγραφική. Άρχισε να επισκέπτεται την Πινακοθήκη και να μελετά τους πίνακες. Όπως περιγράφει, παρατηρούσε την αυθεντική λαϊκότητα στους πίνακες του Λύτρα, το φως και το κοντράστ στους πίνακες του Γύζη και σκεφτόταν πόσο αυτό θα ταίριαζε στις ελληνικές ταινίες εποχής τις λεγόμενες «φουστανέλες». Στον δρόμο έβλεπε τους ανθρώπους στα λεωφορεία και προσπαθούσε να απομονώσει τις λεπτομέρειες στη μορφή τους. Μέσα από τη επαφή του με τον κόσμο και την τέχνη, προσπάθησε να κατανοήσει πώς το φώς εμπλέκεται στη σκιά και τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό κινηματογραφικά για τη συναισθηματική απόδοση των χαρακτήρων.

«Είδα τη σχέση του φωτός με τον άνθρωπο και πόσο μπορεί να τον επηρεάσει. Και άρχισα να καταλαβαίνω ότι με το φως μπορείς να ερμηνεύσεις χαρακτήρες, καταστάσεις και συναισθήματα. Για παράδειγμα, είχαν μια υπηρέτρια (σ.σ. στο σπίτι του κινηματογραφιστή Γιώργου Καβάγια). Πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι σαν σκιά. Πάντοτε αθόρυβα, με το κεφάλι σκυφτό. Δεν διακρινόταν το πρόσωπό της, ήταν στο ημίφως. Ήταν μια φιγούρα, ενώ η κυρία του σπιτιού, η μητέρα του Καβάγια, ήταν ορατή, την έβλεπες. Και λέω, κοίτα να δεις πώς κινείται μέσα στο ίδιο φως η μία, που είναι αρχόντισσα, και πώς κινείται η άλλη, η υπηρέτρια. Σκεφτόμουν, για να ερμηνεύσει ο φωτογράφος τον χαρακτήρα της υπηρέτριας δεν πρέπει να τη φωτίσει. Αν τη φωτίσει, την έχασε. Έχασε το συναίσθημα που πρέπει να δώσει στον θεατή. Πρέπει να την αφήσει στη σκιά» περιγράφει.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου η Ελισάβετ Χρονοπούλου αναφέρεται στην αρνητικότατη κριτική την οποία είχε γράψει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος για την ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες», από την οποία ωστόσο εξαιρούσε τη δουλειά του Αρβανίτη. Πρόκειται για ένα κριτικό σημείωμα το οποίο ο βιογραφούμενος δεν θυμάται, γιατί όπως λέει πιθανότατα δεν είχε καν διαβάσει. Ούτε καν γνωρίζονταν τότε με τον Αγγελόπουλο με τον οποίο θα έγραφαν παρέα λαμπρές σελίδες στην ιστορία του κινηματογράφου. Ωστόσο λέει για την ταινία του Δαλιανίδη: «Προσπάθησα να φωτίσω διαφορετικά απ’ αυτό που ήταν τότε η νόρμα. Αν δεις την ταινία, δεν έχει καμία σχέση με τα υπόλοιπα μιούζικαλ της εποχής, έχει άλλο φως και άλλο χρώμα. Τα άλλα ακολουθούσαν ένα πρότυπο, ας πούμε, χολλυγουντιανό, τρέχα γύρευε. Είχαν ένα λούστρο. Εγώ απέφυγα το λουστράρισμα και προσπάθησα να δώσω μια ατμόσφαιρα πιο κινηματογραφική, ένα φως πιο “ελληνικό”, τα χρώματα είναι πιο παστέλ, όπως παρατήρησε κι ο Θόδωρος. Δεν πέτυχε 100% αυτό που είχα στο μυαλό μου αλλά προσπάθησα».

Σήμερα μιλάμε για τη μακρά και λαμπρή πορεία του Αρβανίτη, ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν εύκολα στην αρχή. Όταν ο Αγγελόπουλος του πρότεινε να κάνουν μαζί την «Αναπαράσταση» εκείνος ζήτησε άδεια άνευ αποδοχών από τον Φίνο για να ταξιδέψει στα Ζαγοροχώρια για τις 33 μέρες που θα διαρκούσαν τα γυρίσματα. «Εξοπλισμό δεν είχαμε. Ούτε μακινιστικά ούτε φώτα. Η “Αναπαράσταση” γυρίστηκε με το τίποτα. Τον ήχο τον έκανα εγώ μέχρι τα μέσα του γυρίσματος και μετά ήρθε ο αδερφός μου και συνέχισε. […] Με πατέντες δούλευα. Γι’ αυτό και θα μπορούσα ορισμένα πράγματα να τα έχω φωτίσει εντελώς διαφορετικά, το καταλάβαινα τότε, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Να σκεφτείς, τη μισή ταινία τη φωτίσαμε με τις ματριζάνες, αυτές που τις τρομπάριζες. Τις λάμπες λουξ. Είχα ένα γυαλί κι ένα σακουλάκι αμιάντου από κάτω, κι αυτό άναβε φσσσς, κι έκανε και θόρυβο. Της είχα βάλει κάτι σύρματα, την έντυσα γύρω γύρω με αλουμινόχαρτο και φώτιζα λιγάκι» λέει.

Την απόφαση να φύγει από τον Φίνο και να ακολουθήσει τον δρόμο του ελεύθερου επαγγελματία την πήρε μετά τα γυρίσματα της ταινίας «Μέρες του ’36». Παρότι ο παραγωγός του ζητούσε να το ξανασκεφτεί γιατί ήξερε τι θα αντιμετώπιζε στην ελεύθερη αγορά εκείνος ήταν ανένδοτος. Το αποφάσισε τη μέρα που μπήκε στα στούντιο του Φίνου για να φωτίσει μια κωμωδία με τη Βλαχοπούλου. Περιγράφει:  «Βλέπω ένα ντεκόρ με πράσινους τοίχους, φέρνει κι ο φροντιστής έναν πράσινο καναπέ και τον βάζει μπροστά στον πράσινο τοίχο, μπαίνει κι η Βλαχοπούλου μ’ ένα πράσινο εμπριμέ φουστάνι, κι έπαθα αποπληξία. Και περνάει μια μέρα και δεν μπορούσα να φωτίσω ένα πλάνο. Άναβα ένα φως, έλεγα σβήσ’ το, άναβα το άλλο, τίποτα. Δεν μπορούσα, δεν μπορούσα! Δεν μ’ άρεσε τίποτα. Είχε αλλάξει η αισθητική μου».

Αυτή ακριβώς η μεταστροφή ήταν που τον έκανε να ξεφύγει από το στενό πλαίσιο του τοπικού και να γίνει διεθνής, παρότι τα πρώτα χρόνια έφτασε σε σημείο ακραίας φτώχειας. Οι ιστορίες που αφηγείται ο Αρβανίτης για τη ζωή του και τον κινηματογράφο με φόντο την Ελλάδα της εποχής αποτελούν παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Πρωτίστως όμως η βιογραφία του λειτουργεί ως υπενθύμιση σχετικά με την αρετή και την τόλμη που απαιτεί η ελευθερία.

Info

Το βιβλίο «Γιώργος Αρβανίτης – Μια ζωή στο φως» της Ελισάβετ Χρονοπούλου παρουσιάζεται την Τρίτη 16 Απριλίου στις 20.30 στο βιβλιοπωλείο IANOS (Σταδίου 24, Αθήνα), σε μια συζήτηση στην οποία θα συμμετέχουν η συγγραφέας, ο Γιώργος Αρβανίτης και ο Αχιλλέας Κυριακίδης

 

Documento Newsletter